Ταινία της Εβδομάδας: Η «Γαλλική Αποστολή» είναι το εκθαμβωτικό πυροτέχνημα του Γουές Άντερσον - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
7:00
2/12

Ταινία της Εβδομάδας: Η «Γαλλική Αποστολή» είναι το εκθαμβωτικό πυροτέχνημα του Γουές Άντερσον

Η πιο υψηλά προσδοκώμενη ταινία του 2021 για πολύ μεγάλη μερίδα θεατών πραγματοποίησε την πανελλήνια πρώτη προβολή της στο 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας και τώρα κυκλοφορεί επιτέλους στις εγχώριες αίθουσες, ακολουθώντας τα κωμικά χνάρια του «Ξενοδοχείου Grand Budapest» και απαριθμώντας τις πολλές αρετές, αλλά και τα άφθονα τρωτά σημεία του σκηνοθέτη της.

Από τον Λουκά Κατσίκα

Απειροελάχιστες φορές τις τελευταίες δεκαετίες έχει δεχτεί χολιγουντιανό στούντιο να υποστηρίξει γενναιόδωρα και άνευ όρων μια μεγαλειώδη τρέλα όπως αυτή που προσπάθησε να χωρέσει ο Γουές Άντερσον στην υπερπληθωρική καινούργια του ταινία. «Προσπάθησε να χωρέσει» είναι μια μάλλον ταιριαστή φράση για ένα φιλμ που στολίζει (αν όχι φορτώνει) με τόσες λεπτομέρειες και χαριτωμένες παραξενιές κάθε πλάνο του, ώστε η οθόνη δεν είναι ποτέ αρκετά μεγάλη για να το περιέχει.

Αυτό είναι, όμως, εσχάτως το φρενιτιώδες σύμπαν ενός δημιουργού χωρίς όμοιό του στο μοντέρνο σινεμά σε ό,τι αφορά το προσωπικό (και εύκολα αναγνωρίσιμο) ύφος που έχει καλλιεργήσει, την αισθητική που μανιακά περιφρουρεί και τη λογική καρτούν με την οποία περιστοιχίζει και διακοσμεί τις ταινίες του. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, άλλωστε, ο Άντερσον είναι στην πραγματικότητα ένας ιδιότυπος σκηνοθέτης ανθρώπινων καρτούν. 

Όσο πιο μακριά από το ρεαλιστικό σύμπαν κινείται το σινεμά του Άντερσον, ωστόσο, όλο και περισσότερο μετουσιώνεται σε μια τέλεια κατασκευή που εντυπωσιάζει πιο πολύ με τη σύλληψη και την εκτέλεσή της παρά με το ίδιο της το περιεχόμενο. Οι αμέτρητοι θαυμαστές του σκηνοθέτη δεν βρίσκουν τίποτα λάθος με αυτό. Αντιθέτως, πανηγυρίζουν με φίλαθλο πνεύμα  ευφάνταστες εξτραβαγκάντζες του όπως το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» και πιθανόν το ίδιο θα κάνουν τώρα και με τη «Γαλλική Αποστολή».

Φορτώνει με τόσες λεπτομέρειες και χαριτωμένες παραξενιές κάθε πλάνο του, ώστε η οθόνη δεν είναι ποτέ αρκετά μεγάλη για να το περιέχει

Ένα παιχνιδιάρικο ερωτικό γράμμα στην πολύτιμη κληρονομιά της σοφιστικέ δημοσιογραφίας αλλοτινών εποχών και των υψηλού προφίλ εντύπων που επί δεκαετίες την υπερασπίζονται (όπως παραμένει το αιωνόβιο New Yorker), η νέα ταινία του Άντερσον εμπνέεται από τους ανήσυχους ρεπόρτερ  και τον βετεράνο εγκέφαλο ενός πλασματικού τέτοιου περιοδικού το οποίο εκδίδεται από τη ξεκίνημα σχεδόν του 20ού αιώνα σε μια φανταστική κωμόπολη της Γαλλίας (το χιουμοριστικό όνομα της οποίας θα διασκεδάσει τους γαλλομαθείς).

Το φιλμ αποτελείται από τρία κεφάλαια-επεισόδια, έναν πρόλογο και έναν επίλογο. Κάθε επεισόδιο εμπνέεται και από ένα άρθρο του υποτιθέμενου περιοδικού, αρχής γενομένης με την ταξιδιωτική στήλη του η οποία αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει εν τάχει στην εν λόγω κωμόπολη, εισάγοντας ταυτόχρονα και τους (όποιους) αμύητους θεατές στο κινηματογραφικό αλφάβητο του Άντερσον και στις βασικές αρχές του: τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς, την ξέφρενη δράση, τη σλάπστικ κωμωδία, τα σχολαστικής γεωμετρίας πλάνα, τους διαλόγους που εκτοξεύονται σαν τις ριπές πολυβόλου, τους πολυάριθμους και εκκεντρικούς ήρωες, την εμμονική ρετρολαγνεία.

Ο Άντερσον σκηνοθετεί για ακόμη μια φορά το χάος και τη διαπασών, ζητώντας από το κοινό να σκύψει πάνω από ένα ακόμη δαπανηρό και μεγάλων διαστάσεων κουκλοθέατρο με ανθρώπους. Από εκεί και πέρα, οι παραμυθένιες συνθέσεις του γίνονται και πάλι ένα ζηλευτό θέαμα που δύσκολα απορροφά κανείς με ένα μόνο βλέμμα. Τα κάδρα αλλάζουν τακτικά διαστάσεις. Η φωτογραφία εναλλάσσεται ανάμεσα στο μαυρόασπρο και το έγχρωμο. Σκηνικά και κοστούμια ανάγονται σε φετίχ. Όμως σε τι ακριβώς αποσκοπεί όλος αυτός ο μαξιμαλισμός όταν δεν εξαργυρώνεται συναισθηματικά και όταν δυσκολεύεται να κρύψει το πόσο ψυχωτικά μελετημένος και συνθετικός είναι;

Μια φαντασμαγορική φάρσα, όμως εν τέλει και μια δημιουργία που φανερώνει τα καλλιτεχνικά όρια του Άντερσον 

Το αρχιτεκτονικό θαύμα ταινίας του Άντερσον έχει την πυκνότητα, του λείπει όμως η πληρότητα. Οι ιστορίες που διηγείται περιορίζονται στη λογική ενός σκαμπρόζικου καλαμπουριού. Χαρακτήρες δεν υφίστανται, μόνο καρικατούρες που πηγαινοέρχονται νευρικά και γίνονται η αφορμή ώστε ένα σωρό επώνυμοι ηθοποιοί να πραγματοποιήσουν τα περάσματά τους και να προκαλέσουν περισπασμούς. Ηθοποιοί όπως η Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, ο Τιμοτέ Σαλαμέ, ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο, η Λεά Σεντού (κορυφαία όλων), ο Μπιλ Μάρεϊ, η Τίλντα Σουίντον, ο Γουίλεμ Νταφό.

Όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία το να είναι κάποιος απολύτως προσηλωμένος στα όσα βλέπει. Ο Άντερσον και οι μόνιμοι πια συν-σεναριογράφοι του  (Τζέισον Σουόρτσμαν, Ρόμαν Κόπολα) αρέσκονται σε ένα είδος  ελεγχόμενης ασυναρτησίας που μπορεί να ταιριάζει στα ανθρώπινα σκίτσα του φιλμ, δεν προσφέρεται ωστόσο για αφοσιωμένη παρακολούθηση. Κάτι τέτοιο, εντούτοις, δεν θα μπορούσε να συμβεί από τη στιγμή που ο οπτικός διάκοσμος του Άντερσον είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής και το μέγιστο ταχυδακτυλουργικό κόλπο του σκηνοθέτη. Οτιδήποτε άλλο παραμένει δευτερεύον.

Με ένα περφεξιονισμό και ένα επικό κωμικό όραμα που μόνο με τις δονκιχωτικές τρέλες του Ζακ Τατί μπορεί να συγκριθεί, χωρίς να τους μοιάζει εντελώς, η «Γαλλική Αποστολή» παραμένει μια ταινία με ξέχειλη δεξιοτεχνία, μια δεξαμενή ιδεών και αναφορών που μοιάζει αστείρευτη, μια φαντασμαγορική φάρσα. Όμως εν τέλει και μια δημιουργία χωρίς εμβρίθεια, που επιδεικνύει τα δαιμόνια ταλέντα του δημιουργού της, την ίδια ώρα που φανερώνει και τα (στενά πλέον) καλλιτεχνικά του όρια.