66ο ΦΚΘ: Το Beachcomber του Αριστοτέλη Μαραγκού είναι ένα υποσχόμενο αν και όχι αψεγάδιαστο ντεμπούτο - νεα || cinemagazine.gr
13:09
4/11

66ο ΦΚΘ: Το Beachcomber του Αριστοτέλη Μαραγκού είναι ένα υποσχόμενο αν και όχι αψεγάδιαστο ντεμπούτο

Τέσσερα χρόνια μετά το πειραματικό «Timekeepers of Eternity», ο Αριστοτέλης Μαραγκός παραδίδει την πρώτη του «κανονική» ταινία μεγάλου μήκους. Παρακάμπτει ορισμένα από τα συνήθη προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου, δίνει ένα ευπρεπές αποτέλεσμα, το πρόσημο όμως δεν είναι ακριβώς θετικό.

Από τον Βαγγέλη Βίτσικα

Ο Ηλίας (Χρήστος Πασσαλής) ονειρεύεται να κατασκευάσει το δικό του σκάφος, ευρισκόμενος στη σκιά του ναυτικού πατέρα του. Καθώς, όμως, η προσπάθειά του καταρρέει, το ίδιο συμβαίνει και με το μύθο που έχει χτίσει γύρω από τον εαυτό του. Τώρα, ο Ηλίας πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με την εύθραυστη αλήθεια για το ποιος πραγματικά είναι.

Με το διάρκειας 64 λεπτών «Timekeepers of Eternity» (2021), ο Αριστοτέλης Μαραγκός παρέδωσε ένα από τα πιο αναπάντεχα και στιλιστικά ενδιαφέροντα ελληνικά φιλμ των τελευταίων ετών, βάζοντας αυτόχρημα το όνομά του στη λίστα με τους πιο πολυαναμενόμενους δημιουργούς του εγχώριου κινηματογράφου. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Έλληνας σκηνοθέτης παραδίδει την πρώτη αφηγηματική μεγάλου μήκους δουλειά του, το «Beachcomber», όρος που αναφέρεται στους ανθρώπους εκείνους που θέλουν πάρα πολύ να ταξιδέψουν στη θάλασσα, αλλά για τον άλφα ή βήτα λόγο αδυνατούν να το κάνουν.

Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Ηλίας, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας. Ένας άνδρας που καλείται να αναμετρηθεί με τη βαριά κληρονομιά που άφησε ο πατέρας του στη μικροκοινωνία της περιοχής. Μια κληρονομιά της οποίας ο ίδιος αισθάνεται κατώτερος, ανήμπορος (και ίσως απρόθυμος βαθιά μέσα του) να σταθεί αντάξιος. Αυτό είναι και το κεντρικό θέμα της ταινίας: το βάρος που καλούμαστε να σηκώσουμε όταν οι άλλοι προσδοκούν από εμάς πράγματα που ποτέ δεν επιδιώξαμε, απλά και μόνο επειδή το οικογενειακό ή κοινωνικό μας περιβάλλον έχει καλλιεργήσει αυτές τις προσδοκίες για εμάς. Το χάσμα των γενεών, η νοοτροπία της επαρχίας και το αδιέξοδο αυτού του τρόπου σκέψης επίσης βρίσκονται στην ατζέντα του φιλμ.

Ο Μαραγκός έχει αναντίρρητα εικαστική ματιά και ξέρει να στήνει όμορφα γενικά πλάνα. Οι τοποθεσίες όπου γυρίστηκε το φιλμ είναι πανέμορφες, οι ερμηνείες πειστικές – αξιέπαινο επίτευγμα για σύγχρονη ελληνική ταινία αυτό – και ο πρωταγωνιστής Χρήστος Πασσαλής ισορροπεί ανάμεσα στην κινηματογραφική υποδήλωση και τη θεατρικότητα που απαιτεί ο ρόλος του. Η επίδραση της θεατρικής ερμηνείας στον σύγχρονο Έλληνα ηθοποιό του κινηματογράφου συνήθως αποτελεί χτυπητή αδυναμία, εδώ όμως ο Πασσαλής (με οδηγό βέβαια τον Μαραγκό) κατορθώνει να την εντάξει αρμονικά στην προσέγγιση του χαρακτήρα που υποδύεται.

Δυστυχώς, κάπου εδώ εξαντλούνται οι αρετές του «Beachcomber» και ξεκινούν τα προβλήματα. Βασικότερο αυτών είναι, αναμενόμενα ίσως, το σενάριο, το οποίο απλώνει τον προβληματισμό του σε 92 φλύαρα λεπτά όχι ιδιαίτερα πρωτότυπης διαχείρισης του θέματος, με το ρυθμό άλλοτε να διατηρείται αξιοπρεπώς χάρη στον καλογραμμένο διάλογο και άλλοτε να πλήττεται από πλάνα βίντεο που παρεμβάλλονται με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ όση θα έπρεπε. Οι χαρακτήρες ποτέ δεν αποκτούν το βάθος που το φιλμ μοιάζει να υπόσχεται στην αρχή του και, με εξαίρεση τον πρωταγωνιστή, κανένας τους δε δείχνει να ενδιαφέρει πραγματικά τον σκηνοθέτη.

Χωρίς, σε καμία περίπτωση, να είναι μια κακή ταινία, το «Beachcomber» μοιάζει περισσότερο με χαμένη ευκαιρία για έναν αποδεδειγμένα ταλαντούχο δημιουργό να αφήσει το στίγμα του με την πρώτη του κιόλας απόπειρα στο αφηγηματικό μεγάλο μήκος. Πάντως, δείγματα μιας ενδιαφέρουσας φωνής απαντώνται στο έργο, πράγμα που σημαίνει ότι ο Μαραγκός επιδέχεται βελτίωση και σίγουρα θα μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον. Γιατί παρά τις αδυναμίες του, το «Beachcomber» μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς ως οικογενειακό – κοινωνικό δράμα υπαρξιακών προεκτάσεων.