Το «The Beatles: Get Back» του Τζάκσον είναι το ντοκιμαντέρ που αξίζει στο κορυφαίο συγκρότημα όλων των εποχών - νεα || cinemagazine.gr
10:41
24/6

Το «The Beatles: Get Back» του Τζάκσον είναι το ντοκιμαντέρ που αξίζει στο κορυφαίο συγκρότημα όλων των εποχών

Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» ξαναμοντάρει το τεράστιο αρχειακό υλικό από την περίοδο που οι Beatles ηχογραφούσαν το «Let it Be», ανατρέποντας όσα νομίζαμε ότι ξέρουμε για την πιο ηλεκτρισμένη τους περίοδο. Και το αποτέλεσμα είναι ένα επικό ντοκουμέντο διάρκειας οκτώ ωρών, που απευθύνεται όχι μόνο στους φίλους του θρυλικού γκρουπ, αλλά και κάθε μουσικόφιλο.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Οι δηλώσεις του ίδιου του Πίτερ Τζάκσον λειτουργούσαν καλύτερα κι από τρέιλερ για το χωρισμένο σε τρία μέρη «Get Back», το ιδανικότερο δώρο για τους απανταχού φαν των Beatles που εχουν Disney+. «Είναι οι Beatles όπως δεν τους έχετε ξαναδεί, [...] θα εκπλαγείτε πόσο αστεία είναι αυτά τα φιλμ», ανέφερε σε συνέντευξη στο GQ ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και δεδηλωμένος οπαδός του γκρουπ, για όσα με πηγαία έκπληξη ανακάλυπτε καθώς έπιανε να μοντάρει από το μηδέν τις σχεδόν 60 ώρες φιλμ και 150 ώρες ηχογραφήσεων από τα περίφημα Get Back sessions, ένα τεράστιο αρχειακό υλικό που στο μεγαλύτερο μέρος του δεν είχε δει το φως της δημοσιότητας. Στην πράξη, ο Τζάκσον αναθεωρεί ριζικά το αμφιλεγόμενο ντοκιμαντέρ «Let it Be» του 1970, το τελευταίο φιλμ των Beatles που προέκυψε από όσα ο Μάικλ Λίντσεϊ-Χογκ (σ.σ. σκηνοθέτης ήδη αρκετών μουσικών βίντεο της μπάντας, από το Paperback Writer μέχρι το Hey Jude) και το συνεργείο του κινηματογραφούσαν κατά τη διάρκεια αυτών των sessions.

Μιλάμε για τα ίδια sessions που ξεκίνησαν στις 2 Ιανουαρίου του ‘69 με τον οριακά ανέφικτο στόχο ο Τζον (Λένον), ο Πολ (ΜακΚάρτνεϊ), ο Τζορτζ (Χάρισον) και ο Ρίνγκο (Σταρ) να ετοιμάσουν εντός δύο εβδομάδων 14 νέα τραγούδια για ένα live άλμπουμ. Ακριβώς επειδή θα ηχογραφούσαν ζωντανά, καλούνταν να επιστρέψουν σε πιο λιτές μουσικές συνθέσεις, στις απαρχές τους σα να λέμε (Get Back γαρ), μακριά από τις τεχνικές που υιοθέτησαν δουλεύοντας αποκλειστικά σε στούντιο από το Sgt. Pepper’s και μετά (double tracking, backward tracking, overdubbing κλπ). Στο ίδιο ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο καλούνταν να οργανώσουν δύο ζωντανές εμφανίσεις (δυόμισι χρόνια αφότου τις είχαν κόψει μαχαίρι) και ένα τηλεοπτικό σόου σε λογική behind the scenes με τα δύο live για γκραν φινάλε. Το πρότζεκτ τελικά πέρασε από σαράντα κύματα, αναβολές και εντάσεις με χαρακτηριστικότερη την προσωρινή αποχώρηση του Χάρισον, πριν κορυφωθεί στη θρυλική - και τελευταία τους - συναυλία στην ταράτσα των γραφείων τους στο Λονδίνο, στις 30 Ιανουαρίου του ‘69.

Έχει κάτι το μαγικό να βλέπεις τους Beatles επί τω έργω μέσα από ένα υλικό άρτια αποκατεστημένο που μοιάζει σαν να γυρίστηκε χθες

Η διάλυση των Beatles σχεδόν ένα χρόνο μετά (Απρίλιος του ‘70), συνοδευόμενη από την κυκλοφορία του άλμπουμ Let it Be (στις 8 Μαΐου) και κυρίως του ομώνυμου ντοκιμαντέρ (στις 13 Μαΐου), είχε υφάνει έναν πυκνό μύθο γύρω από τους τίτλους τέλους της μπάντας. Το φιλμ του Λίντσεϊ-Χογκ φάνταζε στα μάτια των απαρηγόρητων φαν ως πειστήριο του τοξικού κλίματος εντός της τετράδας, της διαλυτικής υποτίθεται επιρροής της Γιόκο Όνο, της ηγεμονικής συμπεριφοράς του ΜακΚάρτνεϊ ιδίως απέναντι στον Χάρισον. Είχε μονταριστεί άλλωστε ως τέτοιο και εστίαζε στις στιγμές όπου η ατμόσφαιρα μεταξύ των Fab Four κοβόταν με το μαχαίρι. Ήταν ένας μύθος ανάλογα πομπώδης και δραματικός του σπουδαιότερου συγκροτήματος που υπήρξε ποτέ.

Με τα χρόνια να περνούν, αρκετοί έφτασαν να ταυτίζουν τα Get Back sessions με το φινάλε του γκρουπ, παρότι είχαν ακολουθήσει χρονικά οι ηχογραφήσεις για το Abbey Road, το οποίο απλά κυκλοφόρησε νωρίτερα από το Let it Be. Αν κάνει κάτι λοιπόν το «The Beatles: Get Back» και ο Πίτερ Τζάκσον, είναι να θέσουν το μύθο στη σωστή του βάση, δίχως ωραιοποιήσεις, παραθέτοντας τα γεγονότα στην πλέον αντιπροσωπευτική τους μορφή. Κυρίως όμως προσφέρει μια μοναδική ματιά πάνω στη συνύπαρξη τεσσάρων μουσικών ιδιοφυιών την ώρα που γράφουν ιστορία.

Καταρχάς, όσο κι αν απέκλειε de facto το ενδεχόμενο κινηματογραφικής διανομής η ανακοίνωση πως το «Get Back» θα απλωνόταν τελικά σε τρία μέρη αντί για το ντοκιμαντέρ δυόμιση ωρών που είχε αρχικά ανακοινωθεί, οφείλουμε εκ του αποτελέσματος να παραδεχτούμε πως ο Τζάκσον και η ομάδα του πήραν τη σωστή απόφαση. Οι σχεδόν οκτώ ώρες συνολικής διάρκειας προσφέρουν το αναγκαίο περιθώριο στο πυκνό αρχειακό υλικό να αναπνεύσει. Να αναδειχθεί η εντατική δουλειά και η δημιουργική διαδικασία της μπάντας εντός ενός βεβιασμένου πρότζεκτ διχως πραγματική πυξίδα, με τις κάμερες πανταχού παρούσες και τον χρόνο να πιέζει. Και ξέχωρα από τα όσα διασκεδαστικά ή στενάχωρα συμβαίνουν σε αυτό το διάστημα των 28 ημερών, η θρυλική τετράδα παραμένει  χαρισματική όχι μόνο πίσω από τα μικρόφωνα, αλλά και μπροστά στον φακό.

Λειτουργεί σαν την ακριβέστερη δυνατή επισκόπηση της πορείας τους, της ιδιοφυΐας, των αρετών τους αλλά και των λόγων που θα τους οδηγήσουν τελικά σε διάλυση

Το πρώτο μέρος ανοίγει με ένα εισαγωγικό δεκάλεπτο να παρουσιάζει συνοπτικά την ιλιγγιώδη πορεία του γκρουπ από το Λίβερπουλ και τη Beatlemania ως το ‘68. Ακολουθούν οι πρώτες πρόβες στα από ακουστικής άποψης ακατάλληλα στούντιο του Τουίκενχαμ, οι ανέφικτες βλέψεις για live στο αρχαίο θέατρο της Σαμπράθα στη Λιβύη και φυσικά η προσωρινή αποχώρηση του Τζορτζ από το συγκρότημα, ο οποίος έχει αγανακτήσει με τις συνεχείς υποδείξεις του Πολ. Η φόρτιση του τελευταίου που με το ζόρι συγκρατεί τα δάκρυα μπροστά στο ενδεχόμενο άμεσης διάλυσης της μπάντας, δίνει τρομερή ώθηση στο δεύτερο μέρος. Η συμφιλίωση με τον Τζορτζ, η μεταφορά στα στούντιο της δικής τους δισκογραφικής εταιρείας (Apple Corps) και η προσθήκη του παλιόφιλου Μπίλι Πρέστον στην ομάδα που από περαστικός κατέληξε να λύσει τα χέρια των Beatles για τον κιμπορντίστα που τους έλειπε, αλλάζουν άρδην το κλίμα, οδηγώντας σε ένα τρίτο μέρος όπου κυριαρχεί ασφαλώς η περίφημη συναυλία στην ταράτσα. Αν στο πρώτο ο δραματικός τόνος κυριαρχεί του κωμικού και στο δεύτερο συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο, το τρίτο εξασφαλίζει την κλιμάκωση που το επικό αυτό ντοκιμαντέρ χρειαζόταν.

Αν είσαι φαν της μπάντας όπως ο υπογράφων, δεν αφαιρείς λεπτό από το οκτάωρο. Αν είσαι μουσικόφιλος, παραδίνεσαι σε ένα πολύτιμο ντοκουμέντο και τη σπάνια ευκαιρία να είσαι «μια μύγα στον τοίχο» (a fly on the wall) μπροστά σε ένα συγκρότημα-μύθο. Γιατί έχει κάτι το μαγικό να βλέπεις τους Beatles επί τω έργω μέσα από ένα υλικό άρτια αποκατεστημένο που μοιάζει σαν να γυρίστηκε χθες. Ή κομμάτια σαν το Two of Us, το Get Back ή το I me Mine να παίρνουν μορφή μπροστά στα μάτια σου. Ένα μουρμουρητό ή μια μουτζούρα στο χαρτί να γίνονται από σπαζοκεφαλιά στίχοι. Και μια ημιτελής μελωδία στην κιθάρα να βρίσκει μέσα από την ανελέητη επανάληψη το χρώμα και τον τόνο που θα την κάνουν κλασική. Ενδιάμεσα, παρακολουθείς τον Τζορτζ να πασχίζει να ολοκληρώσει το Something ή τον Ρίνγκο να φέρνει στην πρόβα το ημιτελές ακόμα Octopus’s Garden, για να αναφέρουμε μερικές από τις συνθέσεις που θα έπρεπε να περιμένουν τα sessions του Abbey Road για να βρουν το δρόμο τους.

Ανεξάρτητα από το κλίμα της στιγμής και παρά τις εντάσεις ή τις προστριβές, ο Πίτερ Τζάκσον μας θυμίζει επίσης πόσο η τετράδα απολαμβάνει να παίζει μαζί. Κι ας είναι η Γιόκο μονίμως στο πλευρό Τζον, κι ας είναι αρκετός κόσμος διαρκώς μες τα πόδια τους. Οι άπειρες ώρες προβών είναι γεμάτες από γέλια και πειράγματα, μιμήσεις, ατάκες και παιχνιδιάρικα βλέμματα. Παίζουν μουσική ασταμάτητα και τζαμάρουν για την πλάκα τους, ερμηνεύουν κομμάτια του Μπομπ Ντίλαν και πόσων άλλων αλλά και παλιές τους επιτυχίες στις οποίες συχνά αλλάζουν τα φώτα. Και είναι εμφανές πως όλο αυτό είναι κάτι πηγαίο και όχι σόου για τις κάμερες, την παρεμβατικότητα των οποίων συνήθως αντιπαρέρχονται χιουμοριστικά. Το χιούμορ άλλωστε, δομικό στοιχείο των Beatles το οποίο ποτέ δεν απώλεσαν, είναι αυτό που κάνει το «Get Back» ιδιαίτερα ευχάριστο στη θέαση, παρά τις δύσκολες στιγμές. Γιατί προφανώς υπάρχουν κι αυτές.

Στην πράξη, το «Get Back» δεν είναι ένα απλό στιγμιότυπο παρμένο από την ύστερη περίοδο των Beatles. Λειτουργεί σαν την ακριβέστερη δυνατή επισκόπηση της πορείας τους, της ιδιοφυΐας και των πολλών αρετών τους αλλά και των λόγων που θα τους οδηγήσουν λίγους μήνες μετά σε διάλυση. Είναι όλα εκεί. Από τη μία η αγάπη που έχουν ο ένας για τον άλλον, η παροιμιώδης χημεία του Τζον με τον Πολ, η αναλαμπή της ξεχασμένης χαράς του να παίζουν όλοι μαζί, η επινοητικότητα και το ταλέντο που έχουν σε περίσσευμα.

Ο Πίτερ Τζάκσον ξεδιαλύνει το μύθο των αφόρητων sessions του Γενάρη του ‘69

Από την άλλη, οι τέσσερίς τους έχουν ζήσει χρόνια μαζί και οι προτεραιότητες του καθενός έχουν πλέον αλλάξει. Ο Πολ είναι ο μόνος που θέλει να ξαναδώσουν συναυλία και το όραμά του για το συγκρότημα συνήθως περνά στους άλλους με την αύρα του απαιτητικού αφεντικού. Ο Τζον είναι πλέον απαθής και προσκολλημένος στην Γιόκο, γεγονός που πληγώνει τον Πολ ο οποίος νιώθει να χάνει τον καλύτερό του φίλο. Ο Τζορτζ έχει στο μεταξύ εξελιχθεί σε έναν αστείρευτα ταλαντούχο τραγουδοποιό που ασφυκτιά στη σκιά της κυρίαρχης δυάδας του γκρουπ. Η εξομολόγησή της επιθυμίας του στον Τζον για σόλο δίσκο προοικονομεί τον ερχομό του εξαιρετικού All Things Must Pass. Ο Ρίνγκο, πάντα καλοπροαίρετος και συνεπής, είναι η ήρεμη δύναμη της μπάντας, αδυνατεί όμως να λειτουργήσει εξισορροπιστικά. Ο πρόωρος χαμός του μάνατζέρ τους, Μπράιαν Επστάιν, έχει ήδη αφήσει ένα κενό τόσο κρίσιμο που ο ερχομός του απατεώνα Άλεν Κλάιν στη θέση του θα το μετατρέψει σε ρήγμα. Ακόμα κι αν η παρουσία του αξιοσέβαστου παραγωγού τους, Τζορτζ Μάρτιν, παραμένει καθοριστική για τη διασφάλιση της ποιότητας της δουλειάς τους, δε θα μπορούσε ποτέ να αναλάβει ρόλο μέντορα εκτός στούντιο.

Υπό μία έννοια, το «Get Back» του Πίτερ Τζάκσον ξεδιαλύνει το μύθο των αφόρητων sessions του Γενάρη του ‘69, όπως είχαν επικρατήσει να μνημονεύονται στο συλλογικό ασυνείδητο εξαιτίας του ντοκιμαντέρ του Λίντσεϊ-Χογκ. Αντίστοιχα με το πώς οι Beatles ξορκίζουν εδώ τις φήμες που τους θέλουν να βαράνε διάλυση, τζαμάροντας καθώς απαγγέλουν τα σχετικά δημοσιεύματα. Αυτό δεν αλλάζει φυσικά την κατάληξη των γεγονότων. Κανένα ντοκιμαντέρ δε θα μπορούσε να αλλάξει την Ιστορία. Επανασυντονίζει ωστόσο την οπτική μας πάνω στον εσωτερικό μηχανισμό του συγκροτήματος που έχει επηρεάσει όσο κανένα άλλο τη μουσική μέχρι σήμερα. Γι αυτό και δε μπορούμε παρά να είμαστε ευγνώμονες στον Πίτερ Τζάκσον για τη δεύτερη σημαντικότατη τριλογία για την οποία αξίζει να μνημονεύεται. Η οποία μπαίνει αυτομάτως στη λίστα με τα καλύτερα μουσικά ντοκιμαντέρ που έγιναν ποτέ.

Το «The Beatles: Get Back» προβάλλεται στην πλατφόρμα της Disney+, που είναι διαθέσιμη και στην Ελλάδα από τις 14 Ιουνίου.