«Πόσο σκοτάδι μπορείς να αντέξεις;» ζητά σε κάποια σκηνή να μάθει ο Βενσάν Κασέλ, απευθύνοντας τρόπον τινά την ερώτηση στο κοινό. Κι αμέσως μετά ο Κρόνενμπεργκ απαντά με μια γνήσια μακάβρια και ιδιαίτερα προσωπική ταινία με θέμα τον θάνατο, που δεν φοβάται να φανεί αποξενωτική για το ευρύ κοινό έστω κι αν αποδεικνύεται εν τέλει ότι δυστυχώς δεν ανήκει στις πιο πετυχημένες του σπουδαίου σκηνοθέτη.
Έξω από την πόλη του Τορόντο βρίσκεται χτισμένο ένα high-tech νεκροταφείο. Τα ανορθόδοξα μνήματά του είναι εξοπλισμένα με μια ειδική τεχνολογία που επιτρέπει, σε όποιον επιθυμεί, να παρακολουθεί την πορεία αποσύνθεσης του αγαπημένου του εκλιπόντος προσώπου μέσα στον τάφο. Το πρωτοποριακό κοιμητήριο ανήκει σε έναν χήρο επιχειρηματία. Ανέλαβε τη δημιουργία του όταν έχασε την πολυαγαπημένη του σύζυγο και αδυνατώντας να διαχειριστεί την απώλεια της, την έθαψε εκεί ώστε να μπορεί να τη βλέπει καθημερινά καθώς αποσυντίθεται αργά. Ήταν, για εκείνον, ένας παράδοξα θεραπευτικός τρόπος προκειμένου όχι μόνο να την ακολουθήσει και πέρα από το θάνατο με την ίδια προσήλωση και λατρεία που τη συντρόφευε στη ζωή, αλλά και να συμφιλιωθεί με τη σκληρή πραγματικότητα του τέλους και της φυσικής φθοράς.
Έτσι ξεκινά η καινούργια ταινία του ηλικίας 81 ετών, μέγιστου Καναδού σκηνοθέτη: με μια από τις ευφυέστερες ιδέες που έτυχε να σκαρφιστεί στη διάρκεια της κινηματογραφικής του καριέρας και την οποία εμπνεύστηκε αντλώντας από μια δική του μεγάλη θλίψη όταν, το 2017, έφυγε από τη ζωή η επί 43 χρόνια σύζυγός του. Με τα «Σάβανα» («The Shrouds»), ο Κρόνενμπεργκ μπορεί να εξερευνά για πολλοστή φορά τη σχέση του ανθρώπινου σώματος με την τεχνολογία και τον ταχύτατα μεταλλασσόμενο κόσμο γύρω του, αυτή τη φορά όμως στοχάζεται πλέον από τη μεριά ενός καλλιτέχνη με σαφέστερη από ποτέ την επίγνωση της θνητότητάς του.
Ο Κρόνενμπεργκ στοχάζεται πλέον από τη μεριά ενός καλλιτέχνη με σαφέστερη από ποτέ την επίγνωση της θνητότητάς του
Το ξεκίνημα του φιλμ είναι λοιπόν εντυπωσιακό. Από τη στιγμή, ωστόσο, που το σενάριο θέλει το νεκροταφείο να βανδαλίζεται κάποιο βράδυ μυστηριωδώς και την αφήγηση να κατακερματίζεται σε μια σειρά από θεωρίες συνομωσίας, η ταινία ενδίδει όλο και περισσότερο σε μια λαβυρινθώδη και πέραν πάσης αληθοφάνειας πλοκή που σχετίζεται με άπιστες συζύγους, εμμονοληπτικούς πρώην εραστές, περιβαλλοντικό ακτιβισμό, παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων και διεθνή κατασκοπία.
Σε παλιότερες (και σαφώς καλύτερες) δημιουργίες του Κρόνενμπεργκ, ο παραπάνω συνδυασμός θα κατέληγε να εξυπηρετεί ένα πιο συμπαγές θεματικά σύνολο από αυτό που συναντάμε στο «The Shrouds». Αυτή τη φορά, όμως, και παρά την αρχική σεναριακή υπόσχεση, τις εκλεκτικές συγγένειες με παλιότερα φιλμ του όπως το «Crash» και τη νοητικά ερεθιστική σύζευξη μεταξύ σεξ και θανάτου που επιχειρεί, ο σκηνοθέτης υπερφορτώνει την ψυχοσεξουαλική του ίντριγκα με συγκεχυμένες υποπλοκές και ακατάσχετη φλυαρία-παρούσα ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας ερωτικής σκηνής η οποία καταλήγει αξιομνημόνευτη για τους λάθος λόγους.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των Βενσάλ Κασέλ και Ντάιαν Κρούγκερ (σε διπλό μάλιστα ρόλο), παρά τις πολύ ενδιαφέρουσες αντιλήψεις που συνεχώς εισάγει ο σκηνοθέτης στη δράση, παρά το δελεαστικό φλερτ με το νοσηρό και το μακάβριο, η ταινία χάνεται σε δαιδάλους που δεν οδηγούν πουθενά, βάζει τους πρωταγωνιστές της να ξεστομίσουν μερικούς από τους πιο προχειρογραμμένους διαλόγους που έχουν ακουστεί σε δημιουργία του Κρόνενμπεργκ και καταβαραθρώνει ένα πλούσιο σε ιδέες υλικό, που με διαφορετική μεταχείριση θα είχε σίγουρα οδηγήσει στο ύστατο αριστούργημα της καριέρας του σκηνοθέτη.
Το cinemagazine ταξιδεύει στο 77ο Φεστιβάλ Καννών με την ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.