Γιατί δεν αρέσει και τόσο ο νέος Ταραντίνο;

2016-01-28 13:18:24
Από τον Γιάννη Σμοΐλη

Είναι ένα θέμα που μας έχει προβληματίσει. Τι συμβαίνει; Γιατί ο πάλαι ποτέ βασιλιάς των κινηματογραφικών απολαύσεων, αντιμετωπίζεται με έναν, αρκετά έκδηλο, σκεπτικισμό; Ποια ελαττώματα της νέας του ταινίας, έκαναν τον πολύ κόσμο να μειδιά, αντί να βγαίνει με ένα πελώριο χαμόγελο ικανοποίησης από την αίθουσα, όπως συνέβαινε κάποτε;

Αντικείμενο πολλών συζητήσεων και αναλύσεων, έχει γίνει, πολλάκις, η σινεφιλία του Ταραντίνο. Ωστόσο δεν έχουμε μιλήσει διεξοδικά ή με αξιώσεις βαθύτητας, για το άλλο μεγάλο βίτσιο του Κουέντιν: τη φιλαυτία του. Πιασμένοι όλοι (σχεδόν) στη φάκα των «αναφορών» και των «φόρων τιμής», νομίζαμε για καιρό ότι ο Ταραντίνο είναι ένας σκηνοθέτης που αγαπά το σινεμά των άλλων, περισσότερο απ’ όσο αγαπάει τον εαυτό του. Τα πράγματα δεν είναι έτσι.

Από το «Reservoir Dogs» και δώθε, έχουμε να κάνουμε με έναν σκηνοθέτη/σεναριογράφο που μεριμνά πιο πολύ να φιλοτεχνήσει μια εικόνα του εαυτού του, και λιγότερο ένα καλλιτεχνικό ύφος. Δικαιούμαστε να ρωτήσουμε, τι συνιστά ύφος στον Ταραντίνο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η απουσία ύφους. Όχι ότι οι ταινίες του δεν είναι αναγνωρίσιμες, το αντίθετο. Η μανία του, όμως, να «κάνουν μπαμ» από χιλιόμετρα ότι είναι οι ΔΙΚΕΣ ΤΟΥ ταινίες (ανασφάλεια ίσως;), εκφράζεται με έναν τρόπο που αντίκειται σε κάθε αυθεντικό κινηματογραφικό ύφος. Ποια είναι, άλλωστε, η σφραγίδα που βάζει πάνω τους, προκειμένου να μην μπερδευτεί κανείς; Θα απαντήσουν αρκετοί: η καρτουνίστικη, αμοραλιστική βία, το χιούμορ, το επιτηδευμένο στιλιζάρισμα. Όχι, αυτά δεν αρκούν για να τον ξεχωρίσουν επαρκώς. Είναι ο βερμπαλισμός. Οι χαρακτήρες του Ταραντίνο μιλάνε πολύ, μιλάνε συνέχεια, μιλάνε για να είναι χαρακτήρες.

Ο Ταραντίνο, σαν θεατρικός συγγραφέας, ίσως να ήταν πιο συνεπής με τον εαυτό του και πιο τίμιος απέναντι στο κοινό. Οι λέξεις του είναι χαρακτηριστικές. Ο διάλογός του έχει ρυθμό, μουσικότητα, σπιρτάδα. Όλα χτίζονται πάνω στα λόγια. Επειδή, όμως, είναι μανιώδης σινεφίλ, θέλησε να επιβληθεί στο σινεμά, αδυνατώντας να κρύψει τη ματαιοδοξία του. Δεν τον ενδιαφέρει η δόμηση ενός συνεκτικού φιλμικού έργου, που να εκτείνεται στον χρόνο, ανεξάρτητα απ’ αυτόν. Τον ενδιαφέρει να σμιλέψει, με ύλη τους χρωματικούς όγκους των εικόνων, το άγαλμά της σκηνοθετικής του προσωπικότητας.

Στους «Μισητούς Οκτώ», αυτή η τάση είναι πιο έκδηλη από ποτέ. Κι αυτό δείχνει να ενόχλησε ακόμα κι εκείνους που τον θαύμαζαν αδιαπραγμάτευτα για πολλά χρόνια. Οριοθετώντας τη δράση μέσα σε τέσσερις τοίχους, επιβάλλοντας μια θεατρική στατικότητα στην αφήγηση κι αφήνοντας τους ήρωες του να εμπλακούν σε ατέρμονες διαλογικές αναμετρήσεις, ο Ταραντίνο συντάσσει μια πολιτική διακήρυξη σε συσκευασία γουέστερν. Αυτό που θέλει να κάνει (και είναι κάτι που φαίνεται ότι ετοιμάζει εδώ και καιρό), είναι να αρθρώσει πολιτικό λόγο, με πρόσχημα τον παιχνιδιάρικο, πρώτο σκηνοθετικό εαυτό του.

Όπως έγραψε κι ο Διευθυντής του Περιοδικού Σινεμά και των Νυχτών Πρεμιέρας Ορέστης Ανδρεαδάκης, «ένα τρίωρο πολιτικό γουέστερν» είναι οι «Μισητοί Οκτώ», μια ταινία που, με το εύρημα ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Σάμιουελ Τζάκσον, κουβαλάει επάνω του μια ιδιόχειρη επιστολή που του έχει στείλει ο Αβραάμ Λίνκολν, θα λειτουργήσει ως καταλυτικός προβληματισμός που «έχει να κάνει με την ιστορία, την αλήθεια, το ψέμα και το εθνικό φαντασιακό της Αμερικής» που –όπως κάθε εθνικό φαντασιακό- είναι χτισμένο πάνω σε γόνιμους μύθους.

Ο Αχιλλέας Παπακωνσταντής, από την άλλη, συμφωνώντας ως προς την ξεκάθαρα πολιτική χροιά της ταινίας, θα γράψει στο blog, «Παράλληλα Βλέμματα» ότι: «το πομπώδες ύφος και η ανεξέλεγκτη φιλαυτία του Ταραντίνο λειτουργούν εις βάρος των ιδεών που κατοικούν στην καρδιά των “Μισητών Οκτώ”», κριτικάροντας την «αμετροέπεια του αυτάρεσκου Κουέντιν» και τους εκνευριστικά ξεχειλωμένους διαλόγους.

Ο Γιώργος Παπαδημητρίου, πάλι, από το CineDogs, τονίζει πως «οι Μισητοί οκτώ βρίσκουν τον αγαπητό Κουέντιν μάλλον στο peak της αυτοπεποίθησης – φιλαυτίας του. Είναι συνειδητοποιημένα και εμφατικά ανοικονόμητος. Είναι παραδομένος άνευ περιοριστικών όρων σε ένα βερμπαλιστικό καταιγισμό. Είναι αθεράπευτα σινεφίλ, στολίζοντας την ταινία του με ατελείωτες αναφορές κι αμέτρητους φόρους τιμής. Είναι διατεθειμένος να σπαταλήσει χρόνο, διαλόγους, ολόκληρα κεφάλαια της μακροσκελούς ταινίας του, προκειμένου να απολαύσει ο ίδιος από πρώτο χέρι τους ήρωές του, τους οποίους κοιτά και ξανακοιτά με λατρεία στα μάτια» και επιμένει ότι επικρατεί «Η αίσθηση ότι βλέπουμε μία ταινία που επιφορτίζει τον εαυτό της με την ιερή αποστολή να εκφράσει μία ουσία που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια και να αποτυπωθεί με εικόνες. Εδώ, διαπιστώνουμε την ευγενή επιθυμία, διαπιστώνουμε το άπατο ταλέντο, αλλά δεν βιώνουμε αυτή την αίσθηση.»

Άρα, το συμπέρασμα που μπορεί να βγει είναι ότι ο νέος Ταραντίνο, αφενός έχει κουράσει με την ματαιοδοξία του πολύ κόσμο, αφετέρου ότι αυτή η στροφή του στο πιο «σοβαρό», πολιτικό σινεμά μπορεί να μη βρίσκει ανταπόκριση σε ένα κοινό που θέλει να απολαμβάνει και την απενοχοποιημένα fun πλευρά του, αυτήν που γνώρισε (και αγάπησε) στο «Reservoir Dogs», το «Pulp Fiction» και τα «Kill Bill». Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι ο Κουέντιν έχει αποτύχει στη νέα αποστολή του, οι θεατές του χτυπούν το «καμπανάκι», δηλώνοντας την ενόχλησή τους από αυτήν την –εξόφθαλμη πια- τάση του να υπερεκτιμά τις δυνατότητές του και να πιστεύει ότι δεν παίζει κανέναν ρόλο το πώς θα γυρίσει μια ταινία, αρκεί να υπάρχει το όνομά του στους τίτλους.

Δεν αρέσει λοιπόν, πλέον, ο Ταραντίνο γιατί «βαθαίνει» την προβληματική του; Για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, αυτό μπορεί και να είναι αλήθεια. Ειδικά όταν προσπάθησε τόσο ο ίδιος στο παρελθόν να πλασαριστεί σ’ αυτό το κοινό, ως πρίγκιπας της ποπ κουλτούρας (κι είναι γνωστό ότι η ποπ κουλτούρα, κρατάει τα πάντα στην επιφάνεια, με την προϋπόθεση ότι δε θα βαρύνουν, γιατί τότε βυθίζονται). Για τους υπόλοιπους, όμως, είναι η φιλαυτία του που έχει αρχίσει να μην είναι πια και τόσο «cool».

Από ταινία σε ταινία, από σκηνή σε σκηνή κι από διαλογική αναμέτρηση σε διαλογική αναμέτρηση, ο Ταραντίνο ζωγραφίζει πια το πορτραίτο του: θέλει να δει τον εαυτό του με τα μάτια του Άλλου. Θέλει να γίνει η ίδια του η ιδέα. Ώρες- ώρες δε, δημιουργεί και μια αμηχανία στον θεατή, όπως όταν ακούμε σε μια παρέα, έναν φλύαρο ξερόλα να προσπαθεί να εντυπωσιάσει με σολοικισμούς, για να κρύψει την ουσιαστική του άγνοια περί των θεμάτων που ανακινεί με αυταρέσκεια. Ο Ταραντίνο, ερωτευμένος με την εικόνα του, εξόφθαλμα νάρκισσος και αλαζόνας, φτιάχνει ταινίες σαν πινελιές στην ιδανική αυτοπροσωπογραφία του.

Θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς: υπάρχει καλλιτέχνης χωρίς υπερτροφικό εγώ; Σαφώς και όχι. Υπάρχουν, όμως, καλλιτέχνες που διοχετεύουν το εγώ τους στο έργο, με τέτοια κομψότητα, που ο θεατής νομίζει ότι ανακάλυψε εκεί τον εαυτό του, ενώ δεν ανακαλύπτει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που ο δημιουργός τοποθέτησε μέσα του. Ο Ταραντίνο τελευταία, δεν είναι κομψός, είναι φωνακλάς. Αυτό πρέπει να διορθώσει.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ