Μετρητής Καρτών - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Μετρητής Καρτών

The Card Counter

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο, Κίνα, Σουηδία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Σρέιντερ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Πολ Σρέιντερ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Όσκαρ Άιζακ, Τάι Σέρινταν, Τίφανι Χάντις, Γουίλεμ Νταφό
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Αλεξάντερ Ντίναν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ρόμπερτ Λίβον Μπιν, Τζιανκάρλο Βουλκάνο
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Odeon
    Μετρητής Καρτών

Ένας χαρτοπαίκτης με αμαρτωλό παρελθόν αναλαμβάνει υπό την σκέπη του έναν νεαρό, ο οποίος αναζητά να εκδικηθεί αυτόν που ευθύνεται για τον θάνατο του πατέρα του. Αν διανοείται κανείς ότι «Ο Ταξιτζής» θα μπορούσε να έχει κινηματογραφική συνέχεια, ο Πολ Σρέιντερ θα ήταν ο μόνος που θα νομιμοποιούνταν να την φτιάξει. Στοίχημα κερδισμένο.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ασφαλώς η σύνδεση της τελευταίας ταινίας του μεγάλου Σρέιντερ, που διανύει περίοδο ιδεώδους φόρμας, με το αριστούργημα του 1976 (Σκορσέζε, Ντε Νίρο και Σρέιντερ συνυπευθύνων) είναι μια κριτική ακροβασία και όχι η επίσημη γραμμή του δημιουργού. Όμως όσο το παρατηρεί κανείς θα δει τα σημεία, θα αναγνωρίσει τις κοινές οδούς, την πλήρη ωρίμανση της θεματολογίας του 75χρονου σκηνοθέτη.

Όπως και ο Τράβις Μπικλ, ο Γουίλιαμ Τελ (κατατοπιστική επιλογή ονόματος) του – ποτέ καλύτερου - Όσκαρ Άιζακ είναι ένας μοναχικός άνθρωπος που κουβαλά την βασανιστική ιστορία του και προσπαθεί να αντέξει κάτω από το ραντάρ ενός παγωμένου κόσμου. Όπως και ο Τράβις, έτσι και αυτός κρατά ημερολόγιο των σκέψεών του. Η δουλειά του είναι η χαρτοπαιξία, αφού στη φυλακή έμαθε να «μετρά χαρτιά», όχι όμως σαν ένας σταρ του «επαγγέλματος» αλλά σαν κάποιος που λαθροβιά όσο πιο αθόρυβα και αποκομμένα από τους ανθρώπους μπορεί. Όπως και ο Ταξιτζής θα μαγνητιστεί από δύο ανθρώπους και θα προσπαθήσει να σώσει τον έναν: Ο Τελ είναι και αυτός ένας άνθρωπος με (αυτόκλητη) αποστολή. Στο πέρας της και οι δύο χαρακτήρες είναι με κάποιο τρόπο φτασμένοι, όμως, να μια σπουδαία διαφορά, ο ένας κοινωνικά αναγνωρισμένος και συνάμα καταποντισμένος στην αμφιβολία του θεατή, ενώ ο άλλος κοινωνικά παραμένει άγνωστος επιζητώντας την αναγνώριση της πράξης του από τον θεατή.

...ένα έργο μυστηριωδώς αυτοτελές, μαγνητικό, ίσως όχι για όλους, μα οπωσδήποτε για εκείνους που γαλουχήθηκαν στον κινηματογράφο που ιστορικά το τροφοδοτεί

Έτσι λοιπόν καταφθάνει κανείς στην κρίσιμη διαφοροποίηση – μετεξέλιξη του Σρέιντερ κοντά 50 χρόνια μετά – μια, ομολογουμένως για αυτόν τον θεατή, πολυπόθητη ωρίμανση: Στην ταινία του 1976 ορθώνεται τείχος ανάμεσα στο υποκείμενο (τον ήρωα) και τον θεατή του, ενώ σήμερα ήρωας και θεατής, όπως αναγνωρίζονται από τον δημιουργό, ενώνονται με το κύρος της συν-ενοχικής ενδοσυνεννόησης των μυθοπλαστικών χαρακτήρων και των πραγματικών θεατών τους. Η διαφορά αυτή κάνει το έργο πιο συνειδητά εξομολογητικό από τον «Ταξιτζή», μια ταινία που ήταν ολοφάνερα προϊόν αφόρητα πιεστικών υπαρξιακών εντάσεων, γεγονός που την εξημερώνει (από μια πλευρά της στερεί και το μεγαλείο), την φέρνει όμως πιο κλασικά καθαρτήρια, με τον τρόπο του Σρέιντερ πάντα, κοντύτερα στο κοινό που ακολουθεί την θεματολογία αυτή και τον χειρισμό της στο αμερικανικό σινεμά.

Όπως σχεδόν πάντα λοιπόν στην σρεϊντερική πραγματικότητα, την βαθιά επηρεασμένη από υπαρξιστές της 7ης Τέχνης (Μπρεσόν, Όζου), αλλά και την αποφασιστικά μετατοπισμένη από τον ανθρωπισμό λογική του, το σύστημα είναι κεντρομόλο της ηθικής θεώρησης του ατόμου. Όλες οι πράξεις και οι αποφάσεις του ήρωα συνοψίζονται στο βάρος του ηθικού αποτυπώματος πάνω του – και το γνωρίζει συνειδητά (είπαμε, είναι η λέξη-κλειδί εδώ): «Καθετί που έκανα, κάθε απόφαση και κάθε επιλογή, συσσωρεύει ένα ηθικό βάρος πάνω μου», γράφει στο ημερολόγιό του. Ταυτόχρονα, οι απωανατολικές επιρροές της αέναης επιστροφής του δημιουργού παρεισφρέουν αισιόδοξα: «Όλα τα πράγματα τα σκεφτόμαστε και τα ξανασκεφτόμαστε μέχρι που να τα επιλύσουμε». Είναι, μάλλον, ο λόγος που κλωθογυρίζει μέχρι σήμερα και αυτός ένα θέμα που έφτασε κάπου με τον «Ταξιτζή» (και λιγότερο, όχι ποιοτικά εννοούμενο αυτό απαραίτητα, με τα «Οργισμένο Είδωλο», «Τελευταίος Πειρασμός» και «Σταυροδρόμια της Ψυχής» – για να μείνουμε σε γνωστά σκορσεζικά μονοπάτια του πάλαι), όμως χρειαζόταν να εξελιχθεί και να ολοκληρωθεί σε τούτο εδώ. Το «Card Counter» το έχει αυτό το προνόμιο∙ είναι φιλοσοφικά εκπληρωμένο.

Στιλιστικά ο Σρέιντερ βρίσκεται στην παρέα των κορυφαίων στιγμών του, για τον υπογράφοντα της κορυφαίας. O τονικός του έλεγχος είναι παροιμιώδης, όπως και στις προηγηθείσες «Ακρότητες» (2017), αλλά ακόμα πιο σαγηνευτικός, η ταινία δεν έχει ποτέ την ανάγκη μιας εξωστρέφειας που θα την κάνει προσιτότερη, οι περισπασμοί είναι απολύτως δεμένοι συμπληρωματικά στην αίσθηση του έργου και έχουν πάντοτε μια σχολιαστική ακρίβεια - ο Ουκρανός παίκτης που φωνάζει USA ρυθμικά σε κάθε του επικράτηση έχει και μια ειρωνική βαρύτητα πρόσθετη σε σχέση με την περίοδο που βγήκε το έργο – συναρπαστική όσο εντρυφάς στην ταινία.

«The narrative was broken», ακούγεται κάποια ανύποπτη στιγμή, όμως αυτή είναι η σφιχτή, «πλεκτή» ύφανση του έργου, έτσι συνομιλούν τα στοιχεία του μεταξύ τους, όσο και με την κινηματογραφική φόρμα που υπηρετούν. Στο κλινικό στυλιζάρισμα φωλιάζουν φράσεις, πλάνα, συνθέσεις, ελλείψεις και αναπάντητα ίχνη, που ο Σρέιντερ μεθοδεύει με σκηνοθετική ανωτερότητα, στοιχειώνοντας ένα έργο μυστηριωδώς αυτοτελές, παρότι έκδηλα συνυπάρχον με αφθονία σημείων του πολιτισμού μας. Ένα έργο μαγνητικό, ίσως όχι για όλους, μα οπωσδήποτε για εκείνους που γαλουχήθηκαν στον κινηματογράφο που ιστορικά το τροφοδοτεί.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Μετρητής Καρτών
  • Μετρητής Καρτών