Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ, λένε οι αριθμοί, δεν μένει πια εδώ (1935-2024) - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
1:16
21/6

Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ, λένε οι αριθμοί, δεν μένει πια εδώ (1935-2024)

Πράγμα που φυσικά και δεν ισχύει. Οι ρόλοι είναι πολλοί, και οι θαυμαστές του είμαστε πάμπολλοι. Θα θρηνήσουμε την είδηση και εν συνεχεία οι ταινίες θα μας καθησυχάσουν. Η ζωή (στο πανί) δεν τελειώνει ποτέ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Τούτη η εβδομάδα του Ιουνίου ξεκίνησε παίρνοντας την Ανούκ Αιμέ και κλείνει χρειαζούμενη τον Ντόναλντ Σάδερλαντ. (Στην πραγματικότητα έφυγαν με διαφορά δύο ημερών, 18 και 20 Ιουνίου αντίστοιχα.) Και αυτός «πλήρης ημερών».

Η αλήθεια είναι όμως πως με τέτοιες εξόδους, ανθρώπων που με κάποιον τρόπο μας συνόδευσαν και η ζωή τούς έκανε αυτό το «πλήρης ημερών» χατίρι (το έκανε και σ’ εμάς - γιατί ας πούμε στον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν δεν συνέρχεσαι), η τέχνη κουβαλά ένα προνόμιο. Διαχωρίζει την σκληρή και πεζή πραγματικότητα από την αειθαλή προσωπική μας εκδοχή πραγματικότητας, στην οποία οι άνθρωποι που μας συντρόφευσαν δεν φεύγουν ποτέ. Εν προκειμένω, οι ταινίες. Και οι ταινίες του Σάδερλαντ είναι ευτυχώς τόσες πολλές, τόσο καλές (όχι -μόνο- με την κριτική τους αντοχή) και τόσο ­ειδικού χαρακτήρα, συνάδοντας με αυτή την απίστευτη φυσιογνωμία κι εκείνο το λοξό μπρίο της, εκείνη την τρέλα στο βλέμμα (που οι σκηνοθέτες ήξεραν να τιμούν κι αυτός ήξερε να ανταποδίδει), που στ’ αλήθεια η όποια αιφνίδια (μπόλικη) θλίψη στο άκουσμα της είδησης λες και εξουδετερώνεται.

Τι γράφαμε πριν 4 χρόνια;

Ο Σάδερλαντ ξεκίνησε στις αρχές του '60 με πολλή τηλεόραση, όπως οι περισσότεροι της κλάσης του, συνάντησε κινηματογραφικά τον Κρίστοφερ Λι σε δύο διαδοχικά horror («The Castle of the Living Dead» και το ωραιότερο – της θρυλικής Amicus - «Dr. Terror's House of Horrors») και συνέχισε με τηλεόραση μέχρι τη στιγμή που ήρθε στη ζωή του το «Dirty Dozen» του Όλντριτς. Εκεί μπορεί να ήταν περίπου ο τελευταίος τροχός της αμάξης, έμπαινε όμως πια στο παιχνίδι των πρωτοκλασάτων. Έμεινε ισόβια εκεί. 

Την ίδια χρονιά κάνει ένα πέρασμα από το «Billion Dollar Brain» του Κεν Ράσελ – οι φαν της κατασκοπείας το ξέρουν και σαν το δεύτερο σίκουελ των ταινιών με ήρωα τον Χάρι Πάλμερ – και περιμένει, μετά από περάσματα από δω κι από κει, το 1970 που του έρχεται το μεγάλο break με το «M.A.S.H.» του Ρόμπερτ Όλτμαν, ποιος δεν το ξέρει, μεγάλη επιτυχία σε όλα τα επίπεδα και ο Σάδερλαντ βρίσκει ένα μέρος της χιουμοριστικά «περιθωριακής» περσόνας του. Η αποστασιοποίησή του αυτή, μ' έναν τρόπο παιξίματος ιδιωματικό και οπωσδήποτε μακριά από την Μέθοδο, κάνει τον Σάδερλαντ απροσδόκητο και συνάμα οικείο στον θεατή του. Εκείνη η χρονιά έχει πολλές δουλειές, έχει και το «Kelly's Heroes» δίπλα στον Ίστγουντ, γνωρίζονται, αλληλοεκτιμώνται, θα τους ξαναβρούμε μαζί στην πορεία.

Το '71, μεγάλη χρονιά, του δίνει την ευκαιρία να παίξει έναν Χριστό, όχι ακριβώς αυτόν που θα περίμενε κάποιος μιας και μιλάμε για το «Τζόνι Πήρε Τ' Όπλο του» αλλά περισσότερο τον φέρνει στην A-list, δίπλα στην καυτή τότε (γενικώς) Τζέιν «Ανόι» Φόντα και το εκπληκτικό «Klute» του Άλαν Πάκουλα. Ο Σάδερλαντ αποδεικνύεται ένας sui generis ζεν πρεμιέ που μόνο το '70 θα μπορούσε να δώσει, όχι ακριβώς ωραίος αλλά γοητευτικός στο ηθικό του περίβλημα, όχι ακριβώς macho αλλά απολύτως στιβαρός στην βεβαιότητα της ακεραιότητάς του. 

Το '73 έρχεται ο Ρεγκ με το κλασσικό «Don't Look Now» με την Βενετία του, την Τζούλι Κρίστι του και βέβαια τον Σάδερλαντ να είναι το τραγικό κέντρο της ταινίας. Το '75 υπενθυμίζω το κακώς ξεχασμένο «Day of the Locust» του Σλέσιντζερ, από τις ωραίες, πικρές ταινίες για το Χόλιγουντ, το '76 μπαίνει ο Φεντερίκο Φελίνι στην εικόνα και βλέπει στον Σάδερλαντ έναν «Καζανόβα», μπορεί και η πιο εικονοκλαστική ταινία του μαέστρο και ο Σάδερλαντ στο κέντρο, αλλόκοτος, διεστραμμένος, τραγικός, σε υπολογισμένη μανία, αναντικατάστατος.

Την ίδια χρονιά έτερος Ιταλός τον βάζει σε δεύτερο αλλά πρωτεύοντα ρόλο: Ο Μπερτολούτσι και το μεγαλεπήβολο «1900» του, σ' έναν ρόλο που φημολογείται πως σόκαρε τον ίδιο τον Σάδερλαντ που για χρόνια δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την ερμηνεία του. Το '78 έχει «Great Train Robbery» και «Invasion of the Body Snatchers», το πρώτο είναι Κράιτον δίπλα στον Σον Κόνερι, ωραιότατο φαν, στέκει ως σήμερα άνετα, το δεύτερο είναι του Φίλιπ Κάουφμαν, η διασκευή της κλασσικής ιστορίας του '56, κάτι σε ταινιάρα λέω εγώ, οι γνώμες διίστανται, είναι αρκετοί που βλέπουν στον Κάουφμαν κάτι ανολοκλήρωτο πάντα. 

Το '80 μπαίνει με τους «Συνηθισμένους Ανθρώπους» του Ρέντφορντ, έγκλημα η μη οσκαρική υποψηφιότητά του (ποτέ δεν έλαβε έστω μια…), ο τέλειος αντίποδας του Ντε Νίρο εκείνης της χρονιάς, καταπληκτικός στην υπόκωφη βοή ενός συντετριμμένου πατέρα. Από δω και πέρα τα χρόνια αλλάζουν, το '80 έχει τη δική του λογική ο Σάδερλαντ, πλησιάζοντας τα 50 δεν χωράει πια καλά στο κοστούμι του πρωταγωνιστή και σταδιακά σταθεροποιείται, με χάρη μεγάλου καρατερίστα, σε υποστηρικτικούς ρόλους, όχι απαραίτητα καλών ταινιών, πάντοτε όμως βοηθούμενων από την παρουσία του.

Ωστόσο, δεν μπορείς ενδεικτικά να μην αναφέρεις το «Six Degrees of Separation», το «Space Cowboys», το «Cold Mountain» και το «Περηφάνεια και Προκατάληψη» (των Σκεπίσι, Ίστγουντ, Μιγκέλα και Ράιτ αντίστοιχα) όλα τους στέρεες ταινίες με τον ίδιο να περνά αφήνοντας ίχνος κλάσεως. Ή, πώς να ξεπεράσεις πόσο τέλεια στάθηκε απέναντι στον Μπράντο στο «Dry White Season», πόσο έκλεψε την παράσταση σ' ένα cameo κλάσεως στο «J.F.K.», ή πως κατέληξε τελικά να κλέβει και πάλι το έργο σαν Λέκτερ του φτωχού στο «Backdraft» του Ρον Χάουαρντ, ενώ μεγάλες παραγωγές τύπου «Outbreak» και «Disclosure» πόσο τον ήθελαν να συμπληρώσει αριστοκρατικά ένα ensemble.

Πίσω στο 2024

Εν τέλει αυτό υπήρξε ο Σάδερλαντ: Ένας ακατάτακτος, αριστοκράτης ηθοποιός που δεν έδειξε να παίρνει σοβαρά τον εαυτό του, γνωρίζοντας σοφά πως αυτοί που το κάνουν πηγαία αφήνουν το βαθύτερο ίχνος πίσω τους. Φυσικά, θα μας λείψει. Όπως μας έλειπε και ζωντανός καθώς το γήρας έκλεβε καινούριες όψεις του. Όμως μετά θα αναλάβει η συγκολλητική ουσία της μνήμης και τους παρόντος των ταινιών. Το σινεμά άλλωστε συμβαίνει πάντοτε στον ζωικό ενεστώτα, περιφρονεί τον μακάβριο παρατατικό και αγνοεί τον ασήμαντο αόριστο.