Ιζαμπέλ Ατζανί: H Βασίλισσα Ιζαμπέλ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
8:37
27/6

Ιζαμπέλ Ατζανί: H Βασίλισσα Ιζαμπέλ

Αναπόφευκτα νοσταλγικό σημείωμα για τα 68α γενέθλια μιας εκρηκτικής, ανεπανάληπτης ηθοποιού που ελάχιστοι τη νεότερης γενιάς γνωρίζουν επαρκώς ώστε να σημειώνουν το μεγαλείο της.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Φταίει κι η ίδια βέβαια, οι επιλογές, η ζωή κι ο χαρακτήρας της δεν βοήθησαν στην μετάβαση από την αρχική, καθολική της αναγνώριση στην ωριμότητα. Υπήρχε όμως μια εποχή, δίχως την παραμικρή υπερβολή αυτό, που καθώς άλλαζε η σκοπιά του ’50-’60 (η Μορό, η Ντενέβ, η Μπαρντό) κι ερχόταν η «εποχή των Ιζαμπέλ» οι περισσότεροι θα λέγαμε πως η Ιζαμπέλ είναι η Ατζανί, όχι η Ιπέρ.

Για ένα διάστημα αυτό ίσχυε και ίσχυε με βρόντο, η Ατζανί κρατούσε με άνεση, κότσια και μετεωρική λάμψη την δάδα της δόξας των Γαλλίδων σταρ. Μετά, με τον ερχομό της νέας γενιάς (Μπεάρ, Μαρσό, Μπινός), η Ατζανί έκανε όλες τις λάθος κινήσεις κι έγινε μια (σπουδαία) επισκέπτρια από το παρελθόν.

Ως τότε όμως… Η Ατζανί, το παιδί του Αλγερινού και της Γερμανίδας που γεννήθηκε στα βόρεια προάστια του Παρισιού, έπεσε στην προσοχή του Φρανσουά Τριφώ που έστησε όλη την «Ιστορία της Αντέλ Ουγκώ» πάνω της. Η 19χρονη πήρε τον ρόλο και τα ‘καψε όλα, φτιάχνοντας μια από τις σπαρακτικότερες, θυελλωδέστερες ερμηνείες στην ιστορία του σινεμά. Δεν είναι ντεμπούτο, υπήρξαν κάποιοι μικροί ρόλοι πρωτύτερα, αν όμως έπρεπε να βάλω σε μια σειρά τα «καλημέρα» στο διεθνές στερέωμα ηθοποιών που σάρωσαν με τον πρώτο μεγάλο ρόλο τους, η Ατζανί θα ήταν οπωσδήποτε μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Η υποψηφιότητα για Όσκαρ και Σεζάρ ήταν δεδομένη, αναπόφευκτη συναίνεση σ’ αυτό που είναι εκεί να το δεις και να καταλάβεις. Στην πορεία η Ατζανί και σε μια καριέρα που ζήτημα αν θα την φτάσεις ως το 1994 (από εκεί και μετά μόνο σποραδικές υποσημειώσεις του όγκου της), έγινε η πρώτη με δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, η μόνη με 5 Σεζάρ, αυτή που όσοι την πρόλαβαν στη δόξα της ξέρουν πως είναι το φλογερότερο ταλέντο που έβγαλε ποτέ η Γαλλία. Τουλάχιστον.

Το ’76 συναντά τον Πολάνσκι στον «Ένοικο» - χρόνια αργότερα θα συνυπογράψει το αίτημα για την αποφυλάκισή του. Το ’78, παρότι διστακτική κι ελαφρώς αδιάφορη για υπερατλαντικές πτήσεις, παίζει στο (καλό) «Driver» του Γουόλτερ Χιλ, ρόλο που δέχτηκε γιατί της είχε αρέσει το ντεμπούτο του σκηνοθέτη, «Hard Times» με τον Μπρόνσον τρία χρόνια πριν.

Το ’79, ωραία χρονιά, η Ατζανί είναι στο «Νοσφεράτου» του Χέρτζογκ, ένα ρομαντικό ξωτικό άπειρης ευαισθησίας, αλλά και στις «Αδελφές Μπροντέ» του Τεσινέ που θα την φέρει αντιμέτωπη για μία (και μόνη) φορά με την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Η τελευταία είναι αρνί μπροστά στην στρυφνότητα της Ατζανί, οι δυο τους δεν χωνεύονται διόλου (παρότι για ένα διάστημα νωρίτερα το ’70 συγκατοικούσαν!…), το γύρισμα δυσκολεύει και η ταινία αποτυγχάνει.

Το ’81 είναι χρονιά θριάμβου καθώς ο Ζουλάφσκι της βρίσκει φλέβα στο «Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη», όσες αντιρρήσεις κι αν έχει κάποιος για το σινεμά του, η Ατζανί εδώ φτιάχνει μια κυριολεκτικά επικίνδυνη ερμηνεία. Σεζάρ και Κάννες σε βαθιά υπόκλιση, φυσικά. Την ίδια χρονιά, άλλο κλίμα, την βρίσκουμε και στο «Κουαρτέτο» του Τζέιμς Άιβορι που διπλώνει και το βραβείο της στις Κάννες.

Την επόμενη χρονιά (1982) είναι δίπλα της ο Ίβ Μοντάν στην κωμωδία του Ζαν-Πολ Ραπενώ «Όλο Φωτιά, Όλα Φλόγα», χειρότερο κι απ’ τον τίτλο του είναι, αλλά διέλυσε τα ταμεία στη Γαλλία και, απείρως σημαντικότερα, συναντά τον Κάρλος Σάουρα που την χρειάζεται για ένα ακόμα προσωποκεντρικό δράμα ακραίας βιογραφίας, στην «Αντονιέτα, το Αίνιγμα μιας Γυναίκας» που πιάνει την ζωή της Μεξικάνας Αντονιέτα Ρίβας Μερκάδο που αυτοκτόνησε μέσα στην Παναγία των Παρισίων στις αρχές του ’30.

Το ’83 είναι σημαντική της χρονιά. Δυο τέλεια έργα (η «Εκδρομή Θανάτου» του Κλοντ Μιλέρ δίπλα στον Μισέλ Σερώ και το έξοχο «L'été meurtrier» του Ζαν Μπεκέρ, που την βρίσκει σε ζωώδη σεξουαλικό μαγνητισμό, της δίνει Σεζάρ, έχει κι αυτή την καταπληκτική μουσική του Ντελρί το έργο…) κι ένας ποπ δίσκος (!) που της γράφει ο Γκενζμπούρ και πουλάει τρελά. Το βιντεοκλίπ το σκηνοθετεί ένας Λικ Μπεσόν…

Εκατομμύρια εισιτήρια, κινηματογράφος και μουσική, φήμες μεγάλης ιδιοτροπίας, ένα παιδί ήδη από τον Μπρούνο Νιτέν – αργότερα θα την σκηνοθετήσει κιόλας – συρροή βραβείων. Εκείνη την εποχή, η Ευρώπη, κι έφτανε στη χώρα μας αυτό, παραμιλούσε για την Ιζαμπέλ Ατζανί. Με πρόσωπο βγαλμένο από τις ατμόσφαιρες της Λορίνα ΜακΚένιτ και ατρόμητο ερμηνευτικό φλέγμα α λα Τζίνα Ρόουλαντς, δεν ήταν δύσκολο να συλλάβει κανείς το καθηλωτικό μίγμα που ζούσε μέσα της. Δύσκολο ήταν να αντέξεις το μεγαλείο της. Ίσως δύσκολο και για την ίδια…

Το ’85 παίζει στο new wave του Μπεσόν «Subway», οι του ’80 οι εκδρομείς δεν μπορούμε να μην το αγαπάμε κι ας μην είναι τίποτα έξω από τεκμήριο εποχής πια. Το ’87 είναι στο ναυάγιο του «Ίσταρ» ανάμεσα στον Μπίτι και τον Χόφμαν κι ευτυχώς η έκδηλη κάμψη μιας δεκαετίας, που δεν μπορεί και να σηκώσει εύκολα τον τυφώνα της είναι αλήθεια, αναχαιτίζεται την επόμενη χρονιά με την «Καμίλ Κλωντέλ». Σ’ ένα ρόλο δικό της (ταραχώδης ψυχοσύνθεση, μεγάλο δράμα, ακραίες καταστάσεις) η Ατζανί περνάει σαν φωτιά πάνω από το πώς παίζεται η βιογραφία, υποδυόμενη την γνωστή γλύπτρια και τον δύσκολο δεσμό της με τον Ροντέν (Ντεπαρτιέ). Σεζάρ, δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ και Αργυρή Άρκτος στο Βερολίνο τα ένδοξα απομεινάρια μιας  εποχής.

Σαν να μην φτάνει η έκπτωση των καιρών, έρχεται κι ένας δεσμός με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, πρακτικά ούτε ταινίες κάνει τότε, κάνει όμως ένα παιδί ακόμα. Ο δεσμός λήγει και ξεκινάει άλλος, που φτάνει ως τα αρραβωνιάσματα (δεν έχει παντρευτεί ως σήμερα) με τον Ζαν-Μισέλ Ζαρ (κατάλαβες τι θα γινόταν στο σπίτι) που εκείνη την περίοδο εγκατέλειπε την Σάρλοτ Ράμπλινγκ. Καλλιτέχνες.

Το ’94 γίνεται μια μεγάλη, θεαματική επιστροφή. Η «Βασίλισσα Μαργκό» είναι από εκείνα τα έργα που έφτιαχναν τότε οι Γάλλοι, τα θεαματικά, τα κοστουμαρισμένα, τα εμπορικά ευτυχή. Η Ατζανί το κάνει εσαεί αξιοσημείωτο (παρότι υπάρχουν και Οτέιγ και Βίρνα Λίζι και Βενσάν Περέζ) και κερδίζει ένα Σεζάρ ακόμα.

Το ριμέικ στις «Διαβολογυναίκες» (1996) είναι κηλίδα στο σινεμά αλλά γίνονται φίλες με την Σάρον Στόουν, κι έκτοτε, σκόρπια, δεύτερα κι ασήμαντα εκτός βέβαια της «Μέρας της Φούστας» του 2009 που εκτός του εθιμοτυπικού Σεζάρ και της εξοχότητάς της, υπήρξε μια ταινία που έκανε κοινωνικό θόρυβο, επηρέασε τους ενδυματολογικούς κώδικες στα γαλλικά σχολεία και σημειώνοντας ένα άτυπο comeback (είχε πέντε χρόνια απουσίας) επεσήμανε εκ νέου την καλίμπρα του ονόματός της.

Να είναι γερή, παρά όμως το μοναδικό μέγεθος και τους ρόλους που πρόλαβε σε συμπυκνωμένο χρόνο πάντα θα μας πληγώνει σαν το ασύλληπτο ταλέντο που δεν χώρεσε στους καιρούς και σου αφήνει την πικρή επίγευση του αναξιοποίητου. Έπρεπε ακόμα να μιλούσαμε γι’ αυτήν.

INFO
Μην χάσετε την Παρασκευή 21 Ιουλίου την προβολή της «Βασίλισσας Μαργκό» στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας από το 13ο Athens Open Air Film Festival. Η ταινία θα προβληθεί σε ψηφιακή αποκατάσταση και για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην πλήρη διάρκειά της. Είσοδος ελεύθερη.

Προβολή με αφορμή την Εθνική Εορτή της Γαλλίας, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Plein Air του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.