Νίκος Ξανθόπουλος (1934-2023): Έφυγε ένας μεγάλος σταρ μιας ξεχασμένης Ελλάδας - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:58
23/1

Νίκος Ξανθόπουλος (1934-2023): Έφυγε ένας μεγάλος σταρ μιας ξεχασμένης Ελλάδας

Στα 89 του, αθόρυβα και σεμνά, όπως άλλωστε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, πέθανε ένας καλλιτέχνης – σύμβολο του ελληνικού κινηματογραφικού μελοδράματος.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ίσως το μεγαλύτερο σοκ για ένα έθνος είναι η βίαιη ρήξη της συνέχειάς του. Όταν δηλαδή εξελισσόμενο φτάνει σε τέτοιο σημείο αποξένωσης από τον εαυτό του, που να μην αναγνωρίζει την ιστορία του, τα στάδια και τις πράξεις της. Για την Υ2 γενιά ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Για τους γονείς της γενιάς αυτής υπήρξε κάποια μορφής διασημότητα, πολλοί τον είδαν και σε κατοπινά τηλεοπτικά του εγχειρήματα (ελάχιστα αριθμητικά τα εγχειρήματα αυτά, πάντως). Όμως για τους γονείς των γονιών, που δεν είναι και τίποτα πολύς χρόνος, δύο γενιές βία 50 χρόνια είναι, ο Ξανθόπουλος ήταν σημείο τομής.

Παιδί μεταναστών, γεννήθηκε φτωχός, μεγάλωσε φτωχός και μέχρι που τέλειωσε την Σχολή του Εθνικού και μπήκε σιγά-σιγά στο Θέατρο και αργότερα στον Κινηματογράφο, ήταν φτωχός, ο Ξανθόπουλος πέρα και πάνω απ’ όλα ήταν ταξικός σταρ. Κι επειδή η φράση αγγίζει το οξύμωρο, ήταν ο απόλυτος εκφραστής μιας γενιάς και μιας τάξης την οποία ποτέ δεν ξέχασε, ποτέ δεν πρόδωσε. Κατά μια αναλογία, έστω και αν καλλιτεχνικά υπάρχει απόσταση, ο Ξανθόπουλος ήταν στο ελληνικό σινεμά ότι ο Καζαντζίδης στο λαϊκό μας τραγούδι. Εξού και αυτοί, όσοι απέμειναν στους παράξενους καιρούς της λήθης μας, που τον αγάπησαν δεν τον ανταλλάζουν με κανέναν «αστικό» αστέρα του κινηματογράφου, όποιας εποχής. Ο Ξανθόπουλος ήταν μια κατηγορία μόνος του, πιο κοντά τρόπον τινά σε καρατερίστες/πρωταγωνιστές του σινεμά μας (Φωτόπουλος, Αυλωνίτης, Φούντας), παρά σε σύγχρονούς του πρωταγωνιστές (Αλεξανδράκης, Κούρκουλος, Μπάρκουλης) που μπήκαν από την «πύλη του Λεόντων» του Φίνου, ας πούμε.

Τα πώς και τα γιατί ο Ξανθόπουλος και το τρομερά εμπορικό στίγμα του (H Οδύσσεια Ενός Ξεριζωμένου, έχει περί τις 400 χιλιάδες εισιτήρια στην πρώτη προβολή για παράδειγμα), καθώς και η μετέπειτα εξαφάνισή του, είναι κοινωνικοπολιτικό ερώτημα (σχετικά εύκολης, ακόμα και μονολεκτικής, απάντησης) απτόμενο του πώς μια χώρα αγροτική, αστυφιλική, προσφυγική/μεταναστευτική, μίσησε σε τέτοιο βαθμό το παρελθόν της στην άγρα του μπουρζουαδισμού της, που να καταντήσει να υιοθετεί…κριτικούς χαρακτηρισμούς στην αντιμετώπιση λαϊκών φαινομένων όπως ο μακαρίτης.

Συνοπτικά ας πούμε ότι ο Ξανθόπουλος εξέπεσε της δόξας του πολύ γρήγορα με την Μεταπολίτευση, και ο ίδιος δεν βοήθησε την κληρονομιά του εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο το 1971, μόλις 13 χρόνια από την πρώτη του εμφάνιση. Μέσα στα χρόνια αυτά, ωστόσο, έκανε 50 ταινίες, όρισε το ελληνικό μελόδραμα και υπήρξε αντίβαρο ακόμα και της Βουγιουκλάκη στις κοσμοπλημμύρες των ταμείων. Η διαφορά τους ήταν ότι η Βουγιουκλάκη ήταν η γιορτινή απεικόνιση μιας εθνικής φαντασίωσης, ο Ξανθόπουλος η υπερ-δραματοποίηση μιας ταξικής όψης.

To Αγάπησα και Πόνεσα του Απόστολου Τεγόπουλου (ηγέτη της ΚΛΑΚ Φιλμς στην οποία και κυριάρχησε ο Ξανθόπουλος), κάνει 125 χιλιάδες εισιτήρια το 1963 - και είναι η 39η ταινία της σεζόν, αν αυτό λέει κάτι για την βιομηχανική υγεία του ελληνικού σινεμά τότε. Μόνο το 1964 βγαίνουν τα Είναι Μεγάλος ο Καϋμός (177 χιλ. εισιτήρια), και Είμαι μια Δυστυχισμένη (204 χιλιάδες εισιτήρια), όπου συναντά την ιέρεια του είδους, Μάρθα Βούρτση, αλλά και το Ζητιάνος μιας Αγάπης (203 χιλ. εισιτήρια), ενώ την επόμενη χρονιά κάνει τέσσερα έργα και τα τέσσερα με την Βούρτση, και τα τέσσερα ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες. Όσα ήταν ο Παπαμιχαήλ με την Βουγιουκλάκη για ένα κύκλωμα, ήταν ο Ξανθόπουλος και η Βούρτση για ένα άλλο. Το τι διαλέξαμε να επιβιώσει ως σήμερα είναι μοναχά ένα μέρος καλλιτεχνική επιλογή και όλα τα υπόλοιπα «κάτι άλλο». Εν μέρει η ευθύνη βαραίνει και την κριτική, που με τον χρόνο απέκτησε μια περιφρόνηση για το μελόδραμα, ίσως και μια περιφρόνηση για τον κόσμο που το έβλεπε. Ωστόσο το λαϊκό σινεμά ειδών του Δαλιανίδη (κυρίως κωμωδία, μιούζικαλ, ενίοτε και κοινωνική καταγγελία), παρότι πιο λουσάτο, πιο παραγωγικά εύφορο, δεν διαφέρει σε πολλά από τα μελό του Τεγόπουλου, του Φυλακτού και της Κλακ.

Ο Ξανθόπουλος στα ταξικά του δράματα ύμνησε την γενιά που ξενιτευόταν, αναπόφευκτα την θώπευσε και κάμποσο, απήχησε εύγλωττα καημούς και φτώχεια, μίλησε με μια γλώσσα που δεν αντέχει σε εστέτ κριτική, οφείλεται όμως να της αναγνωριστεί η λειτουργία, η κοινωνική σημασία, το πώς οι άνθρωποι του ελληνικού σινεμά αξιοποίησαν (ή και υπονόμευσαν) την απήχησή του, τόσο ως ηθοποιού όσο και ως ανθρωπότυπου, σε μια εποχή άσβεστα και πηγαία λαϊκή στον ρόλο του σινεμά στις ζωές των ανθρώπων, γονιών και παππούδων μας σε όλη την επικράτεια.

Τέλος, να προσθέσουμε ότι ο εκλιπών γνώρισε τεράστια – και συμπληρωματική – επιτυχία ως τραγουδιστής (και μάλιστα δημιουργών-προσωπικοτήτων του ελληνικού τραγουδιού), ενώ μεταγενέστερα επανήλθε παροδικά τόσο στον κινηματογράφο όσο και στην τηλεόραση.

Από καρδιάς τα συλλυπητήριά μας στους οικείους του.