Oι πρωταγωνιστές του Τανγκό μιλούν στο cinemag - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:34
5/12

Oι πρωταγωνιστές του Τανγκό μιλούν στο cinemag

Διαβάστε τις συνεντεύξεις που έδωσαν οι πρωταγωνιστές της ταινίας Τανγκό των Χριστουγέννων Γιάννης Μπέζος, Γιάννης Στάνκογλου, Βίκυ Παπαδοπούλου και Αντίνοος Αλμπάνης στο cinemagazine.gr!

Ο Γιάννης Μπέζος, ο Γιάννης Στάνκογλου, ο Αντίνοος Αλμπάνης και η Βίκυ Παπαδοπούλου μιλούν για το «Ταγκό των Χριστουγέννων» που παίζεται ήδη στις αίθουσες.

Βρισκόμαστε στον Έβρο του 1970. Χούντα, βροχή και καψώνια σε ένα στρατόπεδο των συνόρων. Ο δύστροπος και αυστηρός διοικητής του (Μπέζος) δεν τα πάει καθόλου καλά με την σύζυγό του (Παπαδοπούλου) την οποία έχει ερωτευτεί κρυφά ένας υπολοχαγός (Στάνκογλου) Η μόνη πιθανότητα που έχει να την συναντήσει είναι ο χριστουγεννιάτικος χορός του στρατοπέδου. Εκείνη λατρεύει το ταγκό, εκείνος όμως δεν μπορεί ούτε τα πόδια του να πάρει. Ζητά λοιπόν από ένα φαντάρο (Αλμπάνης) να του μάθει όλα τα χορευτικά μυστικά. Έχει μόνο τρεις μέρες στη διάθεσή του.

Γιάννης Μπέζος (Μανώλης Λόγγος, αντισυνταγματάρχης)

«Δεν με νοιάζει αν ο ρόλος είναι κωμικός ή δραματικός, με ενδιαφέρει το να έχει κάτι να πει αλλά και το πώς συντάσσεται αυτός και κάθε άλλος ρόλος στο σύνολο μιας δουλειάς . Δεν έχει σημασία να παίζεις έναν καλό ρόλο σε μια δουλειά που δεν λέει τίποτα.»

Η ταινία μπορεί και να μην είχε γίνει ποτέ αν ο Γιάννης Μπέζος δεν είχε προτείνει στον Νίκο Κουτελιδάκη να διαβάσει το βιβλίο και να σκεφτεί το ενδεχόμενο να το μεταφέρει στον κινηματογράφο, γιατί «θα γινόταν που θα άξιζε τον κόπο», χωρίς καμία φιλοδοξία να συμπεριληφθεί στο καστ. Τελικά, μετά από την πρόταση του Νίκου Κουτελιδάκη, ανέλαβε τον ρόλο του αντισυνταγματάρχη Λόγγου. Πώς θα μπορούσε να περιγράψει τον χαρακτήρα του; «Τι να πεις για έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει; Είναι μια φιγούρα σε μένα αναγνωρίσιμη. Ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι του στρατού έχουν μια ειδική συμπεριφορά, γιατί είναι το κλίμα που ζουν και δρουν είναι κάπως περίεργο, συντηρητικό, έχει στεγανά και κάποιες υποχρεώσεις. Επίσης το κλίμα της εποχής είναι περίεργο – δεν υπήρχε δημοκρατικό πολίτευμα. Και το κλίμα γενικώς, δηλαδή χειμώνας στον Έβρο. Όλα αυτά συνθέτουν ή επηρεάζουν αν θέλετε την ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα και την οικογενειακή του κατάσταση. Η σύζυγός του μάλλον πλήττει, μάλλον έχει μετανιώσει για την ζωή της και αυτός είναι εγκλωβισμένος και βραχυκυκλωμένος.»

Η εμπλοκή από νωρίς με το πρότζεκτ σήμαινε ότι έμεινε μαζί του καθ' όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, μια διαδικασία που βρήκε συναρπαστική. «Είχε ενδιαφέρον γιατί το σινεμά στην Ελλάδα είναι μια μεγάλη περιπέτεια, δεν είναι κάτι που γίνεται με άνεση. Είναι χρόνια τώρα αυτή η ιστορία. Αυτή η ιστορία λοιπόν, μέχρι να φτάσουμε στο γύρισμα, ήταν για μένα πολύ δημιουργική. Και τώρα, μιλώντας με ανθρώπους που έχουν δει την ταινία, τον απλό κόσμο που θα πληρώσει για να την δει, βλέπω ότι η ταινία επικοινωνεί μαζί τους. Χωρίς να θέλω να την προστατεύσω – δεν νομίζω ότι χρειάζεται προστασία – είναι μια ταινία που συνδυάζει ένα επίπεδο αισθητικής αλλά μπορεί να επικοινωνήσει με τον πολύ κόσμο, διότι εμένα με ενδιαφέρει ο πολύς κόσμος, όχι ο λίγος. Είναι μια ταινία που δεν προσβάλει τον θεατή, δεν έχει προχειρότητα και ταυτόχρονα απευθύνεται στον πολύ κόσμο. Νομίζω ότι έτσι πρέπει να είναι ο κινηματογράφος.»

Γιάννης Στάνκογλου (Στέφανος Καραμανίδης, υπολοχαγός)

«Μου είχε αρέσει πολύ η καθαρότητά του Καραμανίδη, ότι είχε βάλει στόχο αυτό, έστω και αυτό το μικρό, και ήθελε να το ζήσει. Είχε τόσο αντιφατικά πράγματα, ήταν κάτι το ζουμερό για μένα. Μέσα σε ένα στρατόπεδο, σε μια τόσο δύσκολη εποχή, κάτι ανθίζει – ότι όπως κι αν είναι η κοινωνικοπολιτικοοικονομική κατάσταση, κάτι μπορεί να γίνει.»

Ο Στέφανος Καραμανίδης είναι ταυτόχρονα ο πιο απόμακρος χαρακτήρας αλλά και αυτός που με την απόφαση που παίρνει θέτει σε κίνηση την πλοκή και 'ταρακουνάει' τους υπόλοιπους χαρακτήρες από την επίσης κλειστή τους ύπαρξη. Ο Γιάννης Στάνκογλου, κυνήγησε τον ρόλο αφότου διάβασε το βιβλίο και ενθουσιάστηκε με την ιστορία, αλλά και τον ίδιο τον υπολοχαγό, «έναν μοναχικό άνθρωπο, απομονωμένο». Ξεχωρίζει τα μαθήματα τανγκό ως τις σκηνές που τον ιντρίγκαραν περισσότερο και ιδιαίτερα «το πώς ο φαντάρος με τον υπολοχαγό έρχονται σε επαφή στο τέλος και πώς μέσα από μια σκληρότητα βγαίνει κάτι πιο ευαίσθητο, που μπορεί να σε κάνει να ξεχαστείς έστω για μια στιγμή, και από αυτό να αλλάξουν οι ζωές των χαρακτήρων. Είναι και η κεντρική σκηνή του τανγκό [στο ρεβεγιόν] βέβαια, όταν εξομολογείται τον έρωτά του χορεύοντας ένας χαρακτήρας που δεν θα χόρευε ποτέ.»

Γυρίζοντας πολλές φορές υπό αντίξοες συνθήκες και αντιμετωπίζοντας όλων των ειδών τις πρακτικές δυσκολίες, ο Στάνκογλου κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο συνεργείο: «όλοι εργάστηκαν με πολύ πάθος, πολλή συγκέντρωση και ότι το μεγαλύτερος μέρος της δουλειάς έρχεται από αυτούς, αν και δεν φαίνονται πάντα.»

Βίκυ Παπαδοπούλου (Ζωή Λόγγου, σύζυγος αντισυνταγματάρχη)

Αντικείμενο του πόθου του Καραμανίδη και «μια μελαγχολική φιγούρα σε έναν τόπο και σε έναν γάμο που δεν την αφορά πια», η Ζωή Λόγγου, όσο περιμένει την μετάθεση στην Αθήνα, που θεωρεί ότι θα βελτιώσει την κατάσταση, λαμβάνει έναν δίσκο τανγκό που «την αφυπνίζει», όπως περιγράφει η Βίκυ Παπαδοπούλου. Όπως γίνεται συχνά στις κινηματογραφικές μεταφορές βιβλίων, το κείμενο υποβάλλεται σε αλλαγές – έτσι η Ζωή της ταινίας είναι «λιγότερο σκληρή, πιο μελαγχολική, πιο ανθρώπινη». Ξεχωρίζοντας την σκηνή του τανγκό, που κορυφώνει την πλοκή ως την αγαπημένη της («Όλη αυτή η σκηνή ήταν αυτή που μου 'ξεκλείδωσε' την Ζωή. Είναι μια στιγμή που την συγκλονίζει αλλά το αντιμετωπίζει και αυτό με απόσταση»), η ηθοποιός μάς λέει ότι προσπάθησε να βασίσει την ερμηνεία της κυρίως στο σενάριο και λιγότερο στο βιβλίο, αν και «υποσυνείδητα αυτό λειτουργεί μέσα σου».

Έχοντας απέναντί της για την πλειοψηφία των σκηνών της τον Γιάννη Μπέζο, είναι γεμάτη ενθουσιασμό για την συνεργασία τους: «Ως νέα ηθοποιός θέλω πάντα να δουλεύω με ανθρώπους που εκτιμώ. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι αγαπά πολύ τους νέους ηθοποιούς, είναι άψογος επαγγελματίας – ήταν ένα μάθημα να βλέπεις έναν άνθρωπο με τόσα χρόνια στο χώρο με τόση αγάπη για την δουλειά αλλά και τους νέους ανθρώπους, τους αντιμετωπίζει σαν ισάξιους. Το θεωρώ μεγάλη ευλογία που ήμουν δίπλα του.»

Αντίνοος Αλμπάνης (Λάζαρος Λαζάρου, στρατιώτης)

Ο Λάζαρος Λαζάρου, που αναλαμβάνει να φέρει τον Καραμανίδη ένα βήμα πιο κοντά στο όνειρό του, είναι «ένα παιδί πιο καλλιεργημένο, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, που είναι φοβισμένος και κλεισμένος στον εαυτό του, δεδομένης και της κατάστασης και της σκληρότητας του στρατοπέδου», σύμφωνα με τον Αντίνοο Αλμπάνη που τον ενσαρκώνει. «Οι υπόλοιποι τρεις είναι εγκλωβισμένοι από επιλογή στο στρατόπεδο, είναι άνθρωποι που έχουν πάρει μια απόφαση που θα την κουβαλούν σε όλη τους τη ζωή. Ο δικός μου ήρωας είναι 'περαστικός', δεν θα μείνει εκεί για πάντα. Συν το ότι είναι ο μικρότερος ηλικιακά άρα δεν φέρει το ίδιο βάρος, την ίδια σκοτεινιά μιας απόφασης που θα τον συντροφεύει για πάντα.»

Αν και η ύπαρξη του βιβλίου και της «πολύ μεγαλύτερης τράπεζας πληροφοριών» του ήταν μεγάλη βοήθεια, κατά την επεξεργασία του σεναρίου προέκυψαν και κάποιες αλλαγές ή προσθήκες (στην περίπτωση του Λαζάρου, αφαιρέσεις) στην πλοκή και τους χαρακτήρες. Μία από αυτές τις προσθήκες ήταν και η σκηνή που αποδείχθηκε πιο απαιτητική για τον ίδιο: «Νομίζω η πιο απαιτητική σκηνή, που χρειάστηκε να δουλέψω περισσότερο, ήταν η κομβική σκηνή στην ταινία όπου ο ήρωάς μου επιστρέφει στην μητέρα του, παρόλο που το έχει σκάσει από το στρατόπεδο, και να γυρίσει πίσω και να ολοκληρώσει τα μαθήματα. Επειδή ήταν φορτισμένη και επειδή ήταν πολύ δύσκολο να δικαιολογήσω τον ήρωά μου – δεν πηγαίνει στην ετοιμοθάνατη μητέρα του και επιστρέφει πίσω για να κάνει που δεν ευχαριστεί τον ίδιο αλλά κάποιον άλλο. Τελικά βέβαια, επειδή καταφέρνει και ο ίδιος να ζήσει την στιγμή του, είναι κάτι που λειτουργεί προς όφελός του.»

Χριστίνα Λιάπη

*Το Τανγκό των Χριστουγέννων κυκλοφορεί ήδη στους κινηματογράφους από τη Village Films.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Oι πρωταγωνιστές του Τανγκό μιλούν στο cinemag
  • Oι πρωταγωνιστές του Τανγκό μιλούν στο cinemag