Σκληρό τέλος για αυτή την σκληρή ζωή που κάποτε επιφυλάσσει ο δρόμος του ηθοποιού. Όμως ο Σπύρος Φωκάς, όπως κι αν τα έφερε τελικά η πραγματικότητα, δεν υπήρξε απλά σύμβολο μιας εποχής. Είναι και ένας που κάποιοι δεν θα λησμονήσουμε ποτέ.
Δύο πράγματα σκέφτηκα γι' αυτόν με το που άκουσα την θλιβερή είδηση.
Το πρώτο ότι πολλοί Έλληνες ηθοποιοί ισχυρίστηκαν διεθνή καριέρα, αριθμημένοι την κατάφεραν (ας πούμε Μινωτής, Παξινού, Παπά) και αυτός υπήρξε οπωσδήποτε ένας από αυτούς.
Το δεύτερο τι άτιμη ερωμένη είναι η διασημότητα, ειδικά αν δεν την σεβαστείς. Ο Φωκάς ήταν πολύ ωραίος τύπος για να ασχοληθεί (και να εξαργυρώσει) την διασημότητά του. Και, δυστυχώς, έζησε πολύ παραπάνω από όσο αυτή θα περιέσωζε γαλήνια γεράματα. Ο Φωκάς πέθανε σε απελπιστικές συνθήκες και όπως σε κανέναν δεν αξίζει κάτι τέτοιο, έτσι και σε αυτόν το ίδιο. Όμως το ρετιρέ από το υπόγειο κάποτε απέχουν ωκεανούς.
Ας λησμονήσουμε το δεύτερο γιατί παραήταν άδοξο, έχει μια βιαιότητα κάποτε ο τρόπος με τον οποίον η ζωή σου παίρνει πίσω όσα σου χάρισε. Με τόκο.
Ας μείνουμε στο πρώτο, αυτό που όλοι, παλαιότερα τουλάχιστον, γνωρίσαμε. Την καριέρα του Φωκά. Η οποία από την πλευρά του δεν «χτίστηκε» ποτέ. Αλλά συνέβη - και ενίοτε εκθαμβωτικά και σε στιγμές και σε διάρκεια. Υπάρχουν ηθοποιοί-σαλαμάνδρες, που «γίνονται» ο ρόλος τους. Μπορεί να είναι εξαιρετικά ευσυνείδητοι, μπορεί και απλά να μην έχουν ισχυρό ταμπεραμέντο. Κι υπάρχουν άλλοι που φέρνουν την όψη και τον χαρακτήρα τους στο πλατώ, γράφουν σαν διάολοι στο βιζέρ και μετά αναλαμβάνει η σκηνοθεσία και το μοντάζ. Ο Φωκάς ήταν το δεύτερο είδος, μακράν, με ένα πρόσθετο γιγάντιο προσόν: Έπαιζε απλά, χωρίς τον παραμικρό στόμφο, χωρίς κανένα «σφίξιμο» που βλέπουμε άπλετα τριγύρω και ψάχνουμε γωνιά να κρυφτούμε.
Η κίνηση που έβαλε την ζωή του σε ράγες ήταν όταν στα τέλη του '50 βρέθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών (από το «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμο» του Ανδρέα Λαμπρινού). Πήγε στην Ιταλία, όταν το στούντιο της Τσινετσιτά βασίλευε, γνώρισε τον Λουκίνο Βισκόντι, ίσως αν τον γνώριζε και λίγο παραπάνω (λένε οι φήμες), ο ρόλος στον «Ρόκκο και τ' Αδέλφια του» του Βιντσέντσο Παρόντι να μην ήταν κάπως παραμερισμένος. Ήταν όμως εκεί, παρέα με την Κατίνα Παξινού, παρέα με τον Ντελόν, την Ζιραρντό, νυμφευμένος για τον φακό την Κλαούντια Καρντινάλε. Θέλω να πω αν είναι να εκκινήσεις διεθνή καριέρα, αυτός είναι ο τρόπος. Σε τέτοιο ύψος καλλιτεχνικής συνεύρεσης δεν έφτασε ποτέ κανείς άλλος Έλληνας ηθοποιός.
Η δεκαετία του '60 είναι μια περίοδος μαγική για τον Φωκά. Δουλεύει ασταμάτητα σε Ελλάδα και Ιταλία, όντας «ένας από εκείνους» του μυθικούς πια ζεν πρεμιέ μιας εποχής για την οποία ο όρος εφευρέθηκε. Στην δεκαετία αυτή, ωστόσο, είναι εμφανές ότι ο άνθρωπος δεν ήταν φτιαγμένος για να κυνηγά καριέρα. Όπως θα έλεγε και ο ίδιος ίσως, φλέρταρε (ασύστολα) με έναν έρωτα - που ήταν για αυτόν οι ταινίες - αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει ώστε να τον δει (τον έρωτα) να γίνεται αγάπη.
Ως εκ τούτου, είχε βάση του την Ελλάδα. Βέβαια έπαιξε σε Δαλιανίδη («Στεφανία», «Εγωισμός»), έπαιξε στον «Φόβο» του Μανουσάκη, έγινε και ζευγάρι για τον φακό με την Έλενα Ναθαναήλ στην «Ντάμα Σπαθί» (και τον «Έρωτα στην Καυτή Άμμο»). Όμως μια από εκεί (στην Ιταλία) και μια από εδώ, στην Ελλάδα, έβλεπες ότι όσο προχωρούσε η δεκαετία και ο αμείλικτος χρόνος ο ζεν πρεμιέ έχανε σιγά-σιγά και το ζεν και το πρεμιέ. Έπαιζε γιατί γούσταρε να παίζει. Όχι γιατί έχτιζε πρωταγωνιστικό προφίλ.
Αν η ερώτηση ήταν οι διάσημες ταινίες - ή οι καλές ταινίες - η απάντηση είναι ως επί το πλείστον σχεδόνκανείς μας δεν ξέρει, οι περισσότερες ήταν αυστηρά εγχώριας ιταλικής κατανάλωσης. Έπαιξε όμως σε ταινίες του Βαλεντίνο Ορσίνι - μια τους μάλιστα μαζί με κάποιους-κάποιους φρέσκους τότε Αδελφούς Ταβιάνι («Un Uomo da Bruciare»), έπαιξε στα «Σκαλοπάτια», δίπλα στην Ειρήνη Παπά και τον Τάκη Εμμανουήλ, δυστυχώς ξέρω γι' αυτό, μα δεν το έχω δει, έπαιξε και στο «Σπέρμα του Σατανά». Άθλια ταινία, αλλά πρωταγωνιστής της ο Κερκ Ντάγκλας. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς ότι την προηγούμενη χρονιά (1976) ήταν παρών και στο «Όταν η Γυναίκα Θέλει», το άδοξο κύκνειο άσμα του Βιντσέντε Μινέλι με την Λάιζα, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τον Σαρλ Μπουαγιέ, τότε το χολιγουντιανό '80 που ερχόταν έμοιαζε εξηγήσιμο.
Στην ουσία το '80 είναι η τελευταία αναλαμπή. Η οποία όμως τυγχάνει εκθαμβωτικής αίγλης. Ο Φωκάς ήταν στο «Διαμάντι του Νείλου», villain ανάμεσα σε Μάικλ Ντάγκλας (και παραγωγός βέβαια) και Καθλίν Τέρνερ. Τρία χρόνια μετά είναι Μασούντ, ηγέτης των Αφγανών Μουζαχεντίν στο 3ο «Rambo». Έχει δυο μεγάλες σκηνές, στη μία καταφέρνει να κρατήσει άφωνο και τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Ο Φωκάς και στις δύο χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, ούτε 30 χρόνια μετά εκείνο το ξεκίνημα στον «Ρόκκο», είναι τόσο άνετος, τόσο «σπίτι του» μπροστά στον φακό και απέναντι σε ορισμούς σταρ, τόσο ανενόχλητος από την διασημότητα που σου παίρνει το μυαλό. Και δεν εξαργυρώνει τίποτα.
Δούλεψε τρομερά πολύ και όλα τα ύστερα χρόνια. Ο έρωτας παρέμεινε έρωτας ακόμα κι όταν το σφρίγος έλειψε, όταν η λάμψη θόλωσε, όταν ένας τύπος που απλά μπορούσε να μην ζει εδώ ανεβοκατέβαινε την Λεωφόρο Αλεξάνδρας σαν ένας από μας. Ο στόμφος δεν υπήρχε on camera γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε ούτε έξω από αυτήν.
Έκανε πολλή τηλεόραση, συμμετείχε πρακτικά όπου τον καλούσαν κινηματογραφικά - ή όπου έβρισκε φίλους του - περιφρονώντας κάθε έννοια κληρονομιάς, ενδίδοντας σε έναν διαχρονικό του έρωτα από τον οποίον «ποτέ δεν εξέπεσε». Τον έρωτα της μηχανής, της δουλειάς, της showbiz στην καλύτερη, καθαρότερη εκδοχή της, μακριά από την οικονομική υστεροβουλία ή τον προσωπικό ναρκισσισμό. Εξού και τον αγαπήσαμε πολύ, κάποιοι, τον Σπύρο τον Φωκά. Και στο σχεδόν μηδενικό που μας αναλογεί, δεν τον ξεχάσαμε ποτέ.