[Κριτική] Το «Lovers Rock» του Στιβ ΜακΚουίν είναι το πάρτι που τόσο μας λείπει. Και πολλά περισσότερα - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
13:33
18/12

[Κριτική] Το «Lovers Rock» του Στιβ ΜακΚουίν είναι το πάρτι που τόσο μας λείπει. Και πολλά περισσότερα

Καθώς συνεχίζουμε το ξετύλιγμα του «Small Axe», το «Lovers Rock» μας βρίσκει να υποκλινόμαστε σε μια πλευρά του Στιβ ΜακΚουίν αθέατη στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Το «Lovers Rock», η δεύτερη από τη συλλογή ταινιών του «Small Axe», είναι όχι μόνο κατά πολύ ανώτερη του «Mangrove» ( διαβάστε τη γνώμη μας για την ταινία εδώ) που άνοιξε τη σειρά ανθολογίας του Στιβ ΜακΚουίν, αλλά και θεαματικά διαφορετικό από ό,τι μας έχει συνηθίσει μέχρι σήμερα ο διακεκριμένος Βρετανός σκηνοθέτης.

Το έτερο φιλμ της συλλογής το οποίο θα συμμετείχε στο Διαγωνιστικό των Καννών και πιθανώς θα διεκδικούσε με αξιώσεις το Χρυσό Φοίνικα αν είχε γίνει Φεστιβάλ, είναι κατά βάση ένα ντοκιμαντέρ στην ψυχή, παρότι πρόκειται για τη μόνη καθαρά fiction υπόθεση που απαντάται στη σειρά. Αφορά ένα φουλ βιωματικό πέρασμα από την ξέφρενη νύχτα μιας ομάδας νεαρών προερχόμενων από τον γενικό παρονομαστή του «Small Axe», τη μαύρη κοινότητα του Λονδίνου με καταγωγή από τις Δυτικές Ινδίες. Αν υπάρχει εδώ οτιδήποτε που μπορεί να θυμίζει κάτι από την φιλμογραφία του ΜακΚουίν, αυτό είναι ενδεχομένως το «Shame», που και πάλι, απέχει παρασάγγας. Τόσο σε ύφος, όσο και σε προσέγγιση συνολικά.

 Ό,τι βλέπουμε στα 70 μόλις λεπτά του «Lovers Rock» είναι το χρονικό ενός πάρτι σε σπίτι, κάπου στο δυτικό Λονδίνο των ‘80s. Αρχικά γνωρίζουμε την παρέα των διοργανωτών κατά τις προετοιμασίες. Περνάμε από την κουζίνα όπου τα κορίτσια τραγουδάνε και φτιάχνουν συνταγές από τον τόπο τους. Τα αγόρια που θα παίξουν μουσική στήνουν στο σαλόνι το ηχοσύστημα και βάζουν τους πρώτους ρέγκε δίσκους για το ζέσταμα. Παράλληλα εστιάζουμε σε κάποιους από τους partygoers, οι περιπτώσεις των οποίων θα μας απασχολήσουν περισσότερο στην πορεία. Όπως η Μάρθα γύρω από την οποία θα κυκλώσει αθόρυβα η ιστορία, ο Φράνκλιν ο οποίος θα διεκδικήσει την προσοχή της, ή η 17χρονη γενεθλιάζουσα Σίνθια που μένει στο σπίτι, δίχως αυτό να αρκεί για να την προστατεύσει από πιθανούς κινδύνους. Γενικά, οι πάσες μεταξύ των χαρακτήρων και οι βόλτες ανάμεσα στην ευρύτερη ανθρωπογεωγραφία θα είναι αδιάκοπες.

Ο ΜακΚουίν μας φέρνει σε επαφή με την κουλτούρα της κοινότητας στην οποία μεγάλωσε, μέσα από τις πιο ανέμελες στιγμές της, με κύριο όχημα τους ήχους της

Στο μεταξύ και δίχως να το πάρουμε πρέφα έχουμε μπει στο κόλπο, τα ιδρωμένα vibes μιας νύχτας γεμάτης χορό, ποτό, ντουμάνια από το χόρτο, ματιές που γυρνάνε πίσω ή πέφτουν στο κενό, ψιλή κουβέντα και παιχνίδι στις γωνίες του σπιτιού, στην πίσω αυλή, στην πίστα που δεν αδειάζει ποτέ, ξεμονάχιασμα, μπαλαμούτι, εντάσεις, παρατράγουδα και όλα πάλι από την αρχή. Ο έξω κόσμος σπανίως τρυπώνει εδώ. Κι όταν το κάνει είναι για να δοθεί ένα κάποιο στίγμα γύρω από την κοινότητα, λιτά κι απέριττα. Όπως εκεί όπου η Μάρθα βγαίνει στο δρόμο ψάχνοντας την κολλητή της, προτού μια παρέα λευκών την παρενοχλήσει, μη παραλείποντας να της υπενθυμίσει το διαφορετικό χρώμα δέρματος.

Ακόμη και σε αυτό το θεωρητικά πιο ανάλαφρο κεφάλαιο της σειράς, ο ΜακΚουίν δεν παραλείπει να θίξει το ζήτημα του ρατσισμού. Άλλωστε ολόκληρο το «Small Axe» το αφιερώνει στον Τζορτζ Φλόιντ, σε ένα statement οικουμενικότητας και αλληλεγγύης που συνδέει το χθες με το σήμερα. Όμως το «Lovers Rock» συγκεκριμένα, που δανείζεται τον τίτλο από το ομώνυμο υποείδος της ρέγκε, είναι μια ειδική αφιέρωση στους εραστές και τους ροκάδες («for all lovers and rockers»). Προτεραιότητα σ’ αυτό έχει το πολιτισμικό πλαίσιο των νεαρών της μαύρης λονδρέζικης κοινότητας που έστηναν ρεφενέ σε σπίτια τα δικά τους πάρτι επειδή έτρωγαν πόρτα στα νάιτ κλαμπ των λευκών.

Κομβική και εφήμερη μαζί, ανάλογα με το πώς την βιώνει ο καθένας

Ο σκηνοθέτης των «Hunger» και «12 Χρόνια Σκλάβος» αναλαμβάνει να μας φέρει σε επαφή με την κουλτούρα της κοινότητας στην οποία μεγάλωσε, μέσα από τις πιο ανέμελες στιγμές της, με κύριο όχημα τους ήχους της. Και το κάνει απολαυστικά. Με αμεσότητα και πλήρη έλεγχο του αφηγηματικού ρυθμού, μονταζιακή ραθυμία που μας καθιστά μέρος ενός ρευστού όλου που έχει τα πάνω του και τα κάτω του, με μακρές λήψεις που αιχμαλωτίζουν στιγμές και παλμό σε μια προσομοίωση πραγματικού χρόνου και αληθινής αίσθησης ενός συλλογικού βιώματος το οποίο συναποτελείται από ξεχωριστές, ορατές ατομικότητες. Και επιλέγει να αφήσει το 35άρι φιλμ που χρησιμοποίησε στο «Mangrove» για την ευελιξία του ψηφιακού μέσου που εδώ του ταιριάζει γάντι.

Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτη η ισορροπία που επιτυγχάνει ανάμεσα στο πλαίσιο και το μωσαϊκό χαρακτήρων, την ίδια στιγμή που την καθιστά αόρατη και ανεπιτήδευτη. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος που το θρησκευτικό στοιχείο της κοινότητας ενσωματώνεται στην αφήγηση σε δύο ξεχωριστές σκηνές, με όχημα τη Μάρθα. Ένα άλλο είναι το σπίτι, που στο «Lovers Rock» ανάγεται σε ξεχωριστό πρωταγωνιστή, μέσα από μια σύνθεση ήχων και πλάνων που ακόμα κι όταν το διατηρούν στο υπόβαθρο, εκείνο επιστρέφει στην αντίληψή μας παντοιοτρόπως. Όπως μέσα από τα χτυπήματα στους τοίχους που ακολουθούν το μπιτ, ή εκείνη την εκστατική πεντάλεπτη σκηνή όπου οι partygoers τραγουδούν a capella το «Silly Games» της Τζάνετ Κέι, με τα βήματά τους στο ξύλινο παρκέ να είναι τα μόνα που ορίζουν το ρυθμό της στιγμής. Παρεμπιπτόντως, αυτό είναι ακόμα ένα στοιχείο που ο ΜακΚουίν τονίζει υπέροχα σε τούτη τη μικρή αλλά τόσο γενναιόδωρη στις λεπτομέρειες ιστορία: τη σημασία της στιγμής. Κομβική και εφήμερη μαζί, ανάλογα με το πώς την βιώνει ο καθένας.

Βαθμολογία: ★★★★

INFO:
Το «Lovers Rock» προβάλλεται στην χώρα μας από την COSMOTE TV.