[Κριτική] Το «Mangrove» του Στιβ ΜακΚουίν μιλά για την διαχρονική πάλη ενάντια στον συστημικό ρατσισμό - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
14:24
16/12

[Κριτική] Το «Mangrove» του Στιβ ΜακΚουίν μιλά για την διαχρονική πάλη ενάντια στον συστημικό ρατσισμό

Στο πρώτο επεισόδιο της πολυσυζητημένης συλλογής ταινιών του Στιβ ΜακΚουίν, τα μέλη μιας λονδρέζικης κοινότητας από το Τρινιντάντ ορθώνουν ανάστημα στον εκφοβισμό και την ρατσιστική αντιμετώπιση που έχουν από τις αστυνομικές αρχές.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Το «Small Axe», το φιλόδοξο προσωπικό project του βραβευμένου με Όσκαρ Στιβ ΜακΚουίν («12 Χρόνια Σκλάβος») το οποίο δούλευε από τον καιρό του ηχηρού σκηνοθετικού του ντεμπούτου («Hunger»), κατέληξε να πάρει τη μορφή σειράς ανθολογίας των BBC και Amazon, αποτελούμενο από πέντε επεισόδια-ταινίες που κυκλοφόρησαν εσχάτως στο Amazon Prime και στη χώρα μας από το Cosmote TV. Τα δύο πρώτα εκ των οποίων μάλιστα, είχαν επιλεγεί για το διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών που δεν διεξήχθη ποτέ λόγω COVID-19.

Πέντε αυτοτελείς ιστορίες λοιπόν, κατά βάση αληθινές ιστορίες από μέλη της λονδρέζικης κοινότητας προερχόμενης από τις Δυτικές Ινδίες, οι οποίες εκτείνονται από το 1968 μέχρι το ‘82 και εστιάζουν στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, που καθόλου άσχετος δεν είναι με την πάλη τους ενάντια στον ρατσισμό και τις διακρίσεις που συστηματικά υπέστησαν. Ο τίτλος της σειράς δίνει εξαρχής στίγμα προερχόμενος από το ομώνυμο τραγούδι του Μπομπ Μάρλεϊ, οι στίχοι του οποίου αναφέρουν «αν είστε το μεγάλο δέντρο [...] είμαστε το μικρό τσεκούρι». Ανάμεσα στο σινεμά και την τηλεόραση, μια κατάσταση υβριδική που ήρθε να ταιριάξει με βίαιες προσαρμογές στη γενικότερη πραγματικότητα της πανδημίας, κάθε επεισόδιο αυτής της συλλογής ταινιών προσεγγίζει από διαφορετική υφολογική αφετηρία και διαφορετικό κινηματογραφικό είδος, αποτελώντας πάντα μια έμμεση πλην ασφαλώς φορτισμένη κατάθεση των παιδικών βιωμάτων του ΜακΚουίν, ο οποίος γεννήθηκε στο Λονδίνο από γονείς με καταγωγή τη Γρενάδα και το Τρινιντάντ και μεγάλωσε στους κόλπους αυτής της κοινότητας ανθρώπων προερχόμενων από τα νησιά της Καραϊβικής. Μιας κοινότητας, ας μην ξεχνάμε, αθέατης ως προς την κινηματογραφική μας πραγματικότητα.

Στο «Mangrove», το συναίσθημα παίζει καθοριστικό ρόλο και χτίζεται έτσι ώστε να νιώθεις τη γεύση της αδικίας στο στόμα, σε κάθε σκηνή

Η πρώτη ταινία σε αυτό το χρονικό μωσαϊκό, το «Mangrove», εκτυλίσσεται στο Νότινγκ Χιλ το ‘68 και επικεντρώνεται στις συνεχείς παρενοχλήσεις, προκλήσεις και βία που δέχονταν από την αστυνομία οι φιλήσυχοι θαμώνες του εστιατορίου Mangrove, σημείου συνάντησης της κοινότητας. Μία στοχοποίηση που τελικά οδήγησε σε μαζική διαμαρτυρία, με εννέα από τους συμμετέχοντες να καταλήγουν στο εδώλιο με βαρύ κατηγορητήριο για βίαια επεισόδια. Μιλάμε για μία δίκη-ορόσημο, αφού έμελλε να αναγνωρίσει νομικά για πρώτη φορά στα χρονικά του Ηνωμένου Βασιλείου τα ρατσιστικά κίνητρα της Μητροπολιτικής Αστυνομίας στην αντιμετώπιση της μαύρης κοινότητας.

Στην καρδιά του «Mangrove» βρίσκεται ένα κλασικό δικαστικό δράμα εφάμιλλης λογικής με τη «Δίκη των 7 του Σικάγου», φορτισμένο με ένα πολιτικό πρόσημο που στον καιρό του Black Lives Matter διατηρεί ακέραιο τον συμβολισμό και το μομέντουμ του και εκτός ΗΠΑ. Στην πορεία αυτού του δράματος προτεραιότητα αποτελεί το χτίσιμο των βασικών χαρακτήρων που σηκώνουν το βάρος μιας άνισης αναμέτρησης με το συστημικό τέρας της εγκαθιδρυμένης φυλετικής ανισότητας ή αλλιώς τα απόνερα της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ανάμεσά τους και πρώτος απ’ όλους ο ιδιοκτήτης του Mangrove Φρανκ Κρίτσλοου, η δυναμική Μαύρη Πάνθηρας Αλθέα Τζόουνς, ο νεαρός δικηγόρος Ντάρκους Χόου και η σύζυγός του, Μπάρμπαρα Μπριζ. Οι αντίστοιχες ερμηνείες των Σον Παρκς, Λετίσια Ράιτ, Μάλακαϊ Κίρμπι και Ροσέντα Σάνταλ υπενθυμίζουν την αναγνωρισμένη ικανότητα του ΜακΚουίν στη μαστόρικη διεύθυνση των ηθοποιών του.

Έπειτα είναι οι λεπτομέρειες, μικρές ή μεγάλες, που επιχειρούν να ολοκληρώσουν τη μεγάλη εικόνα: από την αναπαράσταση της εποχής και την επιμελή αναβίωση της κοινότητας, στην δουλεμένη προφορά των ηθοποιών που υποδύονται τα μέλη της ή τους ρέγκε και παραδοσιακούς ήχους από το Τρινιντάντ οι οποίοι δίνουν τον ζωηρό παλμό όσων δεν σταματούν να αναζητούν συλλογικές στιγμές ξεγνοιασιάς κόντρα στην ρατσιστική στοχοποίηση της αστυνομίας και την γενικότερη κοινωνική περιθωριοποίηση.

Στο «Mangrove», το συναίσθημα παίζει καθοριστικό ρόλο και χτίζεται έτσι ώστε να νιώθεις τη γεύση της αδικίας στο στόμα, σε κάθε σκηνή. Με τον διαχωρισμό μεταξύ καλού και κακού να είναι τόσο διάφανος, το όποιο δραματουργικό ενδιαφέρον μεταφέρεται στο επίπεδο των ατομικών και συλλογικών ζυμώσεων εντός της κοινότητας, καθώς το ζητούμενο είναι ο τρόπος αντίδρασης στη κρατική βία. Δεδομένου φυσικά ότι κάθε αντίδραση σε ένα διεφθαρμένο και προκατειλλημένο σύστημα επισύρει τον μπαμπούλα της παραδειγματικής τιμωρίας για τυχόν ανυπάκουους παρίες.

Εκεί είναι που λάμπει για παράδειγμα ο Σον Παρκς, με αποκορύφωμα το βουβό ερμηνευτικό του ξέσπασμα στο τέλος το οποίο και εγκολπώνει όλη την ψυχή της ταινίας. Και είναι ίσως εκεί, σε αυτά τα λεπτά σημεία που έχει ενδιαφέρον να εστιάσει ο θεατής ενός κατά τα άλλα κλασικότροπου και απλού στο ανάπτυγμά του φιλμ, προκειμένου να συνδιαλλαγεί σε δεύτερο χρόνο με το επίκαιρο και το κατεπείγον των καιρών μας.

Βαθμολογία: ★★ 1/2

INFO:
Το «Mangrove» προβάλλεται στη χώρα μας από την COSMOTE TV.