OSCARS 2024: Η γνώμη του ΣΙΝΕΜΑ για τις υποψήφιες Καλύτερες Ταινίες - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
13:12
5/3

OSCARS 2024: Η γνώμη του ΣΙΝΕΜΑ για τις υποψήφιες Καλύτερες Ταινίες

10 ταινίες διεκδικούν το Όσκαρ Καλύτερης σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές σεζόν της πρόσφατης μνήμης. Λίγες μέρες πριν μάθουμε ποια θα είναι αυτή που θα βραβεύσει η Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου, το ΣΙΝΕΜΑ συγκεντρώνει τις κριτικές των συντακτών του για τις οσκαρικές ταινίες της χρονιάς.

Από το cinemagazine.gr

«Ο Μαέστρος» του Μπράντλεϊ Κούπερ
Από τον Λουκά Κατσίκα
 ★★1/2

Το «Maestro» ξεκινά μπριόζικα και υποσχόμενα, εκκινώντας από το σημείο της μεγάλης αναγνώρισης του Μπέρνσταϊν ως διευθυντή ορχήστρας και βρίσκοντας έναν έξυπνο τρόπο για να καταστήσει σαφές πόσο το προσκήνιο και το παρασκήνιο στάθηκαν δυο αλληλένδετα και καθοριστικά πεδία για τον μουσικό και τον βίο του. 

Πολύ σύντομα γίνεται αντιληπτό, εντούτοις, ότι ο Κούπερ ακυρώνει κάθε απόπειρα να φέρει το κοινό πλησιέστερα στη μέθοδο, τη σημασία και το μεγαλείο της τέχνης του Μπέρνσταϊν, να τον συστήσει σε θεατές που ενδεχομένως δεν γνωρίζουν παρά ελάχιστα για εκείνον και κυρίως να δώσει στο κοινό να καταλάβει γιατί ακριβώς οφείλουμε να τον μνημονεύουμε. Αυτό που ενδιαφέρει τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη του φιλμ είναι τα ενδότερα ενός γάμου, μοναδική ιδιαιτερότητα του οποίου ήταν πως στάθηκε μια αντισυμβατική και αρκετά προοδευτική για την εποχή της σχέση.  

Όποια κι αν ήταν, λοιπόν, τα επιτεύγματα του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν θα χρειαστεί να τα μαντέψουμε ή να τα φανταστούμε μέσα από δυο-τρεις σκηνές που τον δείχνουν φευγαλέα επί τω έργω. Για την υπόλοιπη διάρκειά του, το «Maestro» είναι ένα αξιοπρεπές love story που ωφελείται πολύ από τις καλές ερμηνείες και τη χημεία των δύο πρωταγωνιστών (Κούπερ και Κάρεϊ Μάλιγκαν). Έτσι όμως, μια μεγάλη ευκαιρία, που ήταν ένα πολυτελές και περιεκτικό βιογραφικό φιλμ για τον Μπέρνσταϊν πηγαίνει χαμένη. Και ό,τι απομένει είναι ένα καλογυαλισμένο οικογενειακό δράμα.

«American Fiction» του Κορντ Τζέφερσον
Από τον Ηλία Δημόπουλο
 ★★★★

Σε μια εποχή στην οποία η ανατροπή των στερεοτύπων – και η αντικατάστασή τους από νέα – συμβαίνει εμμονικά από την κυρίαρχη ιδεολογία, το «American Fiction» καταπιάνεται με το ζήτημα της ταυτότητας (της μαύρης, αλλά όχι μόνο). Με κεντρικό χαρακτήρα έναν ευφυή μαύρο, έναν διπλά αρμόδιο εκπρόσωπο δηλαδή, η - θα έλεγε κάποιος - δεύτερη (και λίγο καλύτερη) ταινία που έκανε φέτος ο Αλεξάντερ Πέιν (την έκανε όμως ο Κορντ Τζέφερσον), σου ανακοινώνει από την αρχή την αποδέσμευσή της από τα νεολογοκριτικά δέοντα και με σατιρική σπίθα, χιουμοριστική σοβαρότητα και ιδεολογική ετοιμότητα πρωτεύει.

Στην καρδιά της ένας κλασικός μίτος -και πόθος- των καλών ανθρώπων στην Τέχνη: Η δημιουργία μιας κοινότητας που μετατρέπει τον ατομικιστή ήρωα (είπαμε ευφυής, δεν είπαμε σοφός) σε μέρος ενός συνόλου. Ενός συνόλου που αγκαλιάζει, ανακουφίζει και προστατεύει όχι μόνο την υπερβάλλουσα διάνοια αλλά και την πάντα απειλούμενη ψυχική ισορροπία. Όλα τους σε μια best of χολιγουντιανή συσκευασία, φιλική στον θεατή της, απολύτως σπάνια υποπίπτουσα σε μια γλυκερότητα που απαιτεί (;) το ψυχοπαθολογικό «περνάμε καλά» της βιομηχανίας. Η λειτουργικά meta εξυπνάδα της, το φυλετικό της κύρος, η άρνηση υπαγωγής της σε ορθοπολιτικά λευκά στερεότυπα και η επιτέλους εκμετάλλευση του σπάνιου πρωταγωνιστικού ταλέντου του Τζέφρι Ράιτ την κάνουν την κατ’ εξοχήν ταινία των φετινών Όσκαρ που εκπροσωπεί μια υποσιτισμένη κατηγορία θεατών στους οποίους λείπει το πάλαι ποτέ τολμηρό σινεμά μεγάλου κοινού.

«Ανατομία μιας Πτώσης» της Ζιστίν Τριέ
Από τον Λουκά Κατσίκα ★★★1/2

Οι γκρίζες ζώνες στη ζωή ενός ζευγαριού, ενός γάμου, μιας τριμελούς οικογένειας έρχονται στην επιφάνεια με τον πιο αδιάκριτο και δυσάρεστο τρόπο όταν ο σύζυγος μιας πετυχημένης συγγραφέα βρίσκεται νεκρός έξω από το σπίτι του, θύμα πτώσης που μπορεί να προκάλεσε ο ίδιος, μπορεί όμως και όχι. 

Η βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα Ζιστίν Τριέ θέτει ένα σωρό συναρπαστικά ερωτήματα που δεν χωρούν σε βιαστικές απαντήσεις, ανοίγει διάλογο με το κοινό και προσκαλεί σε μια ώριμη θεώρηση όλων των φαίνεσθαι και των είναι που ορίζουν και ενίοτε καταδυναστεύουν την πραγματικότητα και την ύπαρξη καθενός. Με ένα φοβερής ακρίβειας σενάριο, που χωράει μέσα του το μυστήριο ενός ψυχολογικού θρίλερ και επιφυλάσσει αρκετές από τις ανατροπές ενός κλασικού δικαστικού δράματος, η «Ανατομία μιας Πτώσης» συλλαμβάνει την προσοχή του θεατή από τα πρώτα κιόλας λεπτά και, παρά τη μεγάλη διάρκειά της, την διατηρεί αμείωτη και την ανανεώνει διαρκώς με μια σειρά από ιδέες που η Τριέ και ο συν-σεναριογράφος της, Αρτίρ Αραρί, αντλούν από την αντίληψη της αλήθειας ως μιας επικίνδυνα ρευστής έννοιας.

Και βέβαια η επιτυχία και κοφτερή αποτελεσματικότητα της ταινίας δεν θα ήταν εφικτές χωρίς τη θαυμάσια πρωταγωνιστική ερμηνεία της Σάντρα Χιούλερ («Toni Erdmann») η οποία κατανοεί τόσο βαθιά την πολυεπίπεδη ηρωίδα της ώστε την αναπαριστά ως θύμα και θύτη ταυτόχρονα, έναν γρίφο ανοιχτό σε εικασίες και ακόμη πιο τρωτό σε ερμηνείες.

«Barbie» της Γκρέτα Γκέργουιγκ
Από τον Πάνο Γκένα ★★1/2

Η Γκρέτα Γκέργουιγκ της ανεπιτήδευτης «Lady Bird» και της φρέσκιας ανάγνωσης των «Μικρών Κυρίων» αναλαμβάνει το «ζωντάνεμα» και μαζί με τον Νόα Μπάουμπακ (συνυπογράφουν το σενάριο) παραδίδουν μία «Barbie» που δεν ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά ακροβατεί στις μύτες των ποδιών της για να διασχίσει μία ιδιόμορφη διαδρομή ανάμεσα στο φεμινιστικό μανιφέστο και την αυτοπαρωδική σάτιρα. Life in plastic, it's fantastic? Για τα ταμεία σίγουρα.

Οι κανόνες της λυσιστράτειας κοινωνικής δομής με Barbies Προέδρους, δικαστικούς, νομπελίστριες, γιατρούς κ.α. που χωρά τους Κεν μόνο ως αλαζονικές γλάστρες με κοιλιακούς, δίνουν στην ταινία μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για να «παίξει» με meta αναφορές, να αναδείξει την κωμωδία, να προσθέσει φαρσικά στοιχεία, να ανεβάσει το volume mε ποπ ρυθμούς και να δώσει υπόσταση στην πεμπτουσία της Barbie ως παιχνίδι. Όταν, όμως, η Στερεοτυπική Barbie (Μάργκο Ρόμπι) αρχίζει να έχει σκέψεις θανάτου, απαρχή μιας υπαρξιακής κρίσης που επιπεδώνει το πέλμα της και την σπρώχνει με Birkenstock στον αληθινό κόσμο για να βρει την ιδιοκτήτριά της, τότε η ταινία σταδιακά γίνεται ένα διδακτικό κήρυγμα που έχει μεν καλοδεχούμενο μήνυμα, αλλά εξαντλητική επαναληπτικότητα.

Από την οικιακή διασκέδαση ως το κινηματογραφικό πανί, η «Barbie» έχει αναθρέψει γενιές και εδώ επιχειρεί να ανατρέψει τις προσδοκίες σας. Στην καριέρα της έχει υπάρξει τόσο ως προϊόν σεξουαλικοποιημένου καπιταλισμού, όσο και ως όψιμη εκπρόσωπος συμπερίληψης. Φίλοι και εχθροί της, λοιπόν, μπορείτε να παρακολουθήσετε την ταινία της Γκέργουιγκ και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα. Μην ξεχάσετε μόνο πως πρόκειται για το «δικό της» παιχνίδι.

«Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου
Από τον Λουκά Κατσίκα 
★★★

Το «Poor Things» έχει λαμπρό φεμινιστικό πρόσημο και βλέμμα ξεκάθαρα στραμμένο στο παρόν. Αυτό για το οποίο οι λέξεις δεν μπορούν καθόλου να υποψιάσουν είναι για τον εξωπραγματικό εικονογραφικό διάκοσμο του φιλμ, ένα μπαρόκ και γκροτέσκο κράμα από στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, φάρσας, ταινίας εποχής και πειραγμένου μπουρλέσκ που τροφοδοτεί αλλεπάλληλα το κοινό (και τον αμφιβληστροειδή) με ζωηρά ερεθίσματα.

Στο όνομα του γκροτέσκου, ωστόσο, πολλά μπορούν να συμβούν. Και όσο ασταμάτητα ελκυστική είναι στο σύνολο της η ταινία, προσεγμένη στην κάθε της εκκεντρική λεπτομέρεια και με μια εκπληκτική δουλειά στον τομέα των σκηνικών και των κοστουμιών, μοιάζει λίγο συζητήσιμη η στιλιστική της υπερφόρτωση.

Ευτυχώς που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Λάνθιμος υιοθετεί ένα σκανδαλιάρικο και φαντασμαγορικό ύφος που απομακρύνει όσο το δυνατόν πιο μακριά από το ρεαλιστικό, διατηρεί αμείωτο το στοιχείο της τρέλας και του αιφνιδιασμού και υπηρετεί ένα εκθαμβωτικό σινεμά που προορίζεται μόνο για μεγάλες οθόνες. Στις δυόμισι περίπου ώρες που διαρκεί, το «Poor Things» είναι άνισο, σε σημεία μπουφόνικο και σίγουρα δεν ξέρει πότε είναι η σωστή στιγμή για να βάλει τελεία. Ωστόσο παραμένει από το πρώτο ως το τελευταίο του λεπτό ένα μυστηριώδες και εντυπωσιακό αντικείμενο, ένα ευφορικό και πονηρό παιχνίδι με αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια και πρωταθλήτριά του την Έμμα Στόουν, εδώ στην πιο θαρραλέα και απαιτητική ερμηνεία της μέχρι τώρα καριέρας της.

«Οπενχάιμερ» του Κρίστοφερ Νόλαν
Από τον Λουκά Κατσίκα 
★★★

Σπουδή ενός πολύπλοκου χαρακτήρα και ανεκτίμητο μάθημα Ιστορίας στην ίδια επική συσκευασία, το «Οπενχάιμερ» συνοψίζει πολλά από τα πλεονεκτήματα και τις ελλείψεις του σινεμά που υπηρετεί ο Νόλαν. Οι προθέσεις είναι ασφαλώς αξιέπαινες, οι φιλοδοξίες γιγάντιες, οι υψηλές τεχνικές απαιτήσεις εξυπηρετούνται στο έπακρο, ο σκηνοθετικός έλεγχος σπάνια λαθεύει και υπάρχει πάντοτε ως στήριγμα ένα εντυπωσιακό επιτελείο ηθοποιών. Το φιλμ μεταχειρίζεται, επιπλέον, μεγάλες και φιλοσοφημένες ιδέες, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο πλέον για χολιγουντιανή παραγωγή, και έχει μια εκπληκτική ιστορία να διηγηθεί, που δεν είναι άλλη από τη μετατροπή της ανθρωπότητας σε μοναδικό αρχιτέκτονα του ίδιου της του αφανισμού.

Κι όμως, παρά το μεγαλεπήβολο όραμα και την τεράστια φροντίδα σε όλους της τους τομείς, η ταινία δύσκολα κρύβει κάποιες ατέλειές της. Για άλλη μια φορά σε ταινία του Νόλαν οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι σχηματικοί (παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλουν στους ρόλους τους η Έμιλι Μπλαντ και η Φλόρενς Πιού), η αφήγηση είναι παραπάνω φορτωμένη απ' όσο χρειάζεται, η διάρκεια γίνεται σε σημεία αντιληπτή, το ύφος φλερτάρει ενίοτε με το πομπώδες και η συχνά ψυχαναγκαστική ανάγκη του Νόλαν να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα στο εσωτερικό ενός φιλμ το κάνει να ασφυκτιά κάτω από το βάρος τους.

Ο Νόλαν αντιλαμβάνεται ενδεχομένως τον Οπενχάιμερ ως ένα μοιραίο μεσάζοντα, ένα πιόνι σε ένα ευρύτερο κοσμικό παιχνίδι στο οποίο η τεχνολογία και η εξουσία συμπορεύονται καταστροφικά με το ίδιο το άτομο, ενορχηστρώνοντας υπόγεια και μεθοδικά τον αφανισμό του, μια προβληματική την οποία ο σκηνοθέτης έχει εξερευνήσει με αρκετές του ταινίες στο παρελθόν. Εδώ, η παραβολή του μοντέρνου Προμηθέα που χαρίζει στους ανθρώπους το δώρο της φωτιάς, για να συνειδητοποιήσει πολύ σύντομα ότι αυτό το οποίο τους προσφέρει είναι η σπίθα που θα οδηγήσει στον όλεθρό τους, μετατρέπεται σε υπαρξιακή τραγωδία. Κυρίως όμως, μέσα από την περίπτωση του ριζοσπαστικού φυσικού, το «Οπενχάιμερ» επιχειρεί μια σύνοψη της σύγχρονης Ιστορίας, της ικανής για τα πιο θαυμαστά έργα, που μπορούν όμως ταυτόχρονα να αποδειχτούν και σε πηγές των μεγαλύτερων δεινών. Κι αυτό το ανησυχητικό κρυφοκοίταγμα στα όσα κρύβει το μυθολογικό Κουτί της Πανδώρας που ονομάζουμε επιστήμη, αυτό το τρομαγμένο βλέμμα στην άβυσσο, συνιστά εν τέλει την αξία της ταινίας. 

«Τα Παιδιά του Χειμώνα» του Αλεξάντερ Πέιν
Από τον Γιάννη Βασιλείου
 ★★★1/2

Είναι μια ταινία συνταγής το «Holdovers», μα λίγοι ξέρουν να εκτελούν τη συνταγή με τον τρόπο του Πέιν, να ισορροπούν έτσι θαυμαστά (και ενίοτε ταυτόχρονα) ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα, να εξάγουν από το ειδικό το γενικό, να γεννούν τρυφερά, ανθρώπινα θεάματα που αφορούν όλους μαζί και τον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Πρόκειται, επίσης, για μια συνταγή που διαμορφώθηκε στο παρελθόν, άρα για μια επιστροφή στην ιστορία, ώστε να εξαχθούν ωφέλιμα συμπεράσματα για την κατανόηση του παρόντος. Ακόμα και η επιστράτευση της γνώριμης φόρμας του road movie στα μισά του έργου συνιστά μια επιστροφή του δημιουργού στο δικό του κινηματογραφικό παρελθόν.

Η αντιμετώπιση και η εξομολόγηση της ιστορίας τους θα φέρει τους ήρωες πιο κοντά, θα κάνει την ταινία φύσει και θέσει χριστουγεννιάτικη και θα δώσει, αν θέλεις, σάρκα και οστά στο όψιμο όνειρο του κυρίου Kρόκερ-Χάρις από το «Browning Version» (1951) των Άντονι Άσκουιθ και Τέρενς Ράτιγκαν, μα αυτή τη φορά έγκαιρα– να την αναζητήσετε την ταινία.  Βλέπεις, παρά τις αναπόφευκτες διαφορές μας, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είμαστε όλοι «παιδιά του χειμώνα». Καλό είναι να μας το υπενθυμίζει κάποιος πού και πού, όχι υψώνοντας τον δείκτη, μα περνώντας αγαπητικά το χέρι του πάνω από τον ώμο μας και μοιραζόμενος την ιστορία του. Και ο Πέιν έχει υπάρξει αρκετές φορές αυτός ο κάποιος.

«Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» του Μάρτιν Σκορσέζε
Από τον Λουκά Κατσίκα ★★★★

Η Αμερικανική Ιστορία είναι γεμάτη θαμμένους σκελετούς που περιμένουν κάποιον να τους ανακαλύψει. Μερικούς από τους σκελετούς αυτούς έφερε στην επιφάνεια πριν μερικά χρόνια το βιβλίο από το οποίο εμπνεύστηκε τον τίτλο και το περιεχόμενό της η νέα ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε. 

Με τη βοήθεια του Έρικ Ροθ στο σενάριο, και με τρεισήμισι πυκνές ώρες στη διάθεσή του, ο Σκορσέζε επικαλείται για άλλη μια φορά τη μυθολογία του γκανγκστερισμού προκειμένου να οδηγηθεί σε μια βιβλικών απόηχων αλληγορία της μισαλλόδοξης και βλοσυρής Αμερικής και της λευκής φυλής ως αγέλης λύκων έτοιμων να κατασπαράξουν ανά πάσα στιγμή όσους κρίνουν φυλετικά και ταξικά κατώτερους. Παρά την πληθώρα δευτερευόντων χαρακτήρων, το φιλμ μοιράζει το βάρος της αφήγησης σε δύο κεντρικά πρόσωπα: τον βετεράνο πολέμου του Λεονάρντο Ντι Κάπριο με τη δραματική ανοησία που τον κάνει έρμαιο σκοτεινών σχεδίων, τις συνέπειες των οποίων ουδέποτε κάνει τον κόπο να συλλογιστεί, και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, καταπληκτικό (και σε σημεία σαρδόνια αστείο) στο ρόλο του μακιαβελικού γαιοκτήμονα ο οποίος κινεί σατανικά και ολέθρια τα νήματα της περιοχής. 

Γύρω τους, ο Σκορσέζε χτίζει μεθοδικά το πικρό έπος του, ανταλλάσσοντας τις εντάσεις και τους τόνους αλλοτινών σκηνοθεσιών του για κάτι πιο βραδυφλεγές και πένθιμο και ζητώντας από το κοινό να τον ακολουθήσει υπομονετικά καθώς θα κλιμακώνει δραματικά την ταινία του, οδηγώντας την σε ένα από τα ωραιότερα φινάλε ολόκληρης της φιλμογραφίας του: εκεί όπου η Ιστορία μετατρέπεται σε ακρόαμα, η τραγωδία μεταμορφώνεται σε ψυχαγωγία και ο ίδιος ο σκηνοθέτης εμφανίζεται για να αποκαταστήσει μέσω του σινεμά την αλήθεια και να κλείσει τα στόματα όσων την παραχαράσσουν.

«Περασμένες Ζωές» της Σελίν Σονγκ
Από τον Λουκά Κατσίκα
 ★★★★

Ταινίες τέτοιας συναισθηματικής γενναιοδωρίας και διαύγειας, όπως είναι οι «Περασμένες Ζωές», αξίζει κανείς να τις ανακαλύπτει στη σκοτεινή αίθουσα ώστε να διαπιστώνει από πρώτο χέρι πόσο μαγικά μερικές φορές μπορούν οι χτύποι της καρδιάς εκατοντάδων θεατών και συντονίζονται σε έναν κοινό παλμό. Αυτό είναι πρωτίστως το επίτευγμα του θαυματουργού ντεμπούτου της Σελίν Σονγκ. Κοντινός συγγενής της «Σύντομης Συνάντησης» του Ντέιβιντ Λιν, της «Ερωτικής Επιθυμίας» του Γουόνγκ Καρ Γουάι και της τριλογίας που ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ ξεκίνησε με το «Πριν το Ξημέρωμα», μιας πραγματικά πολύτιμης οικογένειας ταινιών δηλαδή, οι «Περασμένες Ζωές» συνοψίζουν 25 χρόνια εκκολαπτόμενης αγάπης μεταξύ δύο ανθρώπων που κατοικούν σε διαφορετικές ηπείρους και τους χωρίζουν αμέτρητα μίλια απόστασης. 

Ξεκινά από τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματά τους στη Σεούλ της δεκαετίας του '90 και ολοκληρώνεται στη σημερινή Νέα Υόρκη όταν, ενήλικες πλέον, οι ήρωες βλέπουν τις αισθηματικές φαντασίες που καλλιέργησαν από μακριά όλον αυτό τον καιρό να αναμετριούνται με την πραγματικότητα. Στο ενδιάμεσο, η κορεάτικης καταγωγής Σονγκ χρησιμοποιεί μια γλυκόπικρη ερωτική ιστορία ως αφορμή για έναν ευρύτερο στοχασμό γύρω από τα ζητήματα της τύχης, της γεωγραφίας, των συναναστροφών και των μεταφυσικών (;) συγκυριών που ορίζουν την ανθρώπινη ταυτότητα, την πορεία μας σε αυτό τον κόσμο, το μέρος στο οποίο ανήκουμε, κάθε συναισθηματικό αποτύπωμα που αφήνουμε σε εμάς και στους άλλους.

«Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ
Από τον Λουκά Κατσίκα
 ★★★★1/2

Στην αρχή, μια μαύρη οθόνη. Την αντικρίζουμε σιωπηλοί, για κάτι παραπάνω από δύο λεπτά. Η μουσική της Μίκα Λέβι που ακούμε, ανατριχιαστική. Τα αυτιά επιχειρούν να συλλάβουν την προέλευση των πνιχτών ήχων πίσω από τις επιθετικές νότες. Είναι άραγε ανθρώπινες φωνές; Ξαφνικά, μετάβαση στο ηλιόλουστο απομεσήμερο μιας οικογένειας στην εξοχή, πλάι σε ένα ποτάμι, παρέα με φίλους. Κι αμέσως μετά η φαμίλια να επιστρέφει στο άνετο σπίτι, με τα τακτοποιημένα στην εντέλεια δωμάτια, την πειθαρχημένη διακόσμηση και καθαριότητα, τον καταπράσινο μεγάλο κήπο με την πισίνα και το θερμοκήπιο, τον καταγάλανο ουρανό πάνω από τη στέγη.

Καθ' όλη τη διάρκεια του φιλμ, ο θεατής δεν βλέπει τίποτα από τα όσα διαδραματίζονται στο Άουσβιτς. Όπως και τα μέλη της οικογένειας, μόνο ακούει, κι αυτό είναι αρκετό. Με τον δικό της σοκαριστικό τρόπο, η φαντασία συμπληρώνει τα κενά. Κι εδώ βρίσκεται μια από τις θαρραλέες επιλογές της καταπληκτικής ταινίας του Γκλέιζερ. Με τον τρόπο της, πολλά χρόνια μετά τον Κλοντ Λανζμάν και το «Shoah», αναπαράγει τη μέθοδο που είχε επισημάνει ότι ακολούθησε ο σκηνοθέτης στο μνημειώδες του ντοκιμαντέρ: «Σε ολόκληρη την ταινία δεν υπάρχει ούτε ένα πτώμα. Γιατί η απόδειξη της φρίκης δεν είναι τα πτώματα, αλλά η απουσία τους». 

Αξιοθαύμαστο σε σύλληψη και εκτέλεση, το φιλμ μας αποδεικνύει πώς η καλλιέργεια του απόλυτου κακού βασίζεται στην άρνηση της αλήθειας, την απώθηση του τραύματος, τη συνενοχή και την αδράνεια. Κι όταν, σε ένα αιφνίδιο ντοκιμαντεριστικό διάλειμμα από την αφήγηση, μας δείχνει πώς οι μαζικοί τάφοι, τα κρεματόρια και τα κελιά του στρατοπέδου έχουν γίνει πια μουσεία και τόποι μνήμης, στην ουσία μας ζητά να παραμένουμε ανήσυχοι και να επαγρυπνούμε. Γιατί το κακό καιροφυλακτεί. Είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Μπορεί πάντα να κρύβεται πίσω από τα χαμογελαστά πρόσωπα, τους ωραίους κήπους, τις ειδυλλιακές προσόψεις των σπιτιών, την συνειδητή εθελοτυφλία μιας ολόκληρης χώρας. Με την (αμυδρά βασισμένη σε βιβλίο του Μάρτιν Έιμς) «Ζώνη Ενδιαφέροντος», ο Τζόναθαν Γκλέιζερ οφείλει να θεωρείται επίσημα πλέον ένας από τους πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες του μοντέρνου σινεμά. 

Μείνετε συντονισμένοι στο ΣΙΝΕΜΑ! Την Κυριακή 10 Μαρτίου οι συντάκτες του cinemagazine.gr θα παρακολουθήσουν την 96η Τελετή Απονομής των Όσκαρ και θα ενημερώνουν διαρκώς σάιτ και σελίδες των social media με νέα και νικητές. Βάλτε κανάτες καφέ και ξενυχτήστε μαζί μας!