«Ξεπλήρωσα το χρέος μου στον Μαγιόλ»: Ο Ζαν Μαρκ Μπαρ μιλά για το «Dolphin Man» και το «Απέραντο Γαλάζιο» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:36
5/2

«Ξεπλήρωσα το χρέος μου στον Μαγιόλ»: Ο Ζαν Μαρκ Μπαρ μιλά για το «Dolphin Man» και το «Απέραντο Γαλάζιο»

Τριάντα χρόνια μετά την ταινία του Λικ Μπεσόν, ο πρωταγωνιστής της ταινίας αποτίει φόρο τιμής στον άνθρωπο που υπόδύθηκε, τον θρυλικό δύτη Ζακ Μαγιόλ, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ «Dolphin Man».

Συνέντευξη στον Τάσο Μελεμενίδη

Μια γενιά σχεδόν ελλήνων θεατών μεγάλωσε με την ιστορία του «Απέραντου Γαλάζιου». Η πολύ πετυχημένη (και στη χώρα μας) ταινία του Λικ Μπεσόν, που γυρίστηκε σε διάφορα μέρη, μεταξύ των οποίων το Αιγαίο Πέλαγος, πλάι σε παραλίες της Ίου και της Αμοργού, έκανε σταρ μέσα σε λίγες μέρες έναν άγνωστο, ιδεαλιστή ηθοποιό που δεν είχε ως τότε τέτοιες ανάγκες και καλούνταν πια να διαχειριστεί την τροπή που έπαιρνε η καριέρα του. 

Ο Ζαν Μαρκ Μπαρ υποδύθηκε τον Γάλλο δύτη Ζακ Μπαγιόλ, με τον Μπεσόν να μετατρέπει τους εφιάλτες και τις ανασφάλειές του, σε ένα πιο βελούδινο σενάριο που εξασφάλιζε ένα πιο φιλικό, προς το ευρύ κοινό, θέαμα. Ο Μπαρ, όπως εξομολογείται πολλές φορές στη συνέχεια, ένιωθε πάντα πως «έκλεψε» τη ζωή του Μπαγιόλ, συνεισφέροντας έτσι ώστε ο κόσμος να μην γνωρίζει την αληθινή ιστορία του δύτη, αλλά μία πιο «παραμυθένια» εκδοχή της. Ήρθε η ώρα λοιπόν να βοηθήσει ώστε να μάθουμε για τον αληθινό δύτη που κατέρριπτε ρεκόρ βάθους στην ελεύθερη κατάδυση και κινηματογραφούσε πολλά από τα κατορθώματά του για τις επόμενες γενιές. Αυτό το υλικό συνέλεξε ο Λευτέρης Χαρίτος, στο πρώτο του φιλμ μεγάλου μήκους, και με την αφήγηση του Μπαρ μας παρουσιάζει το «Dolphin Man», για τις ανάγκες του οποίου ο Μπαρ επισκέφθηκε την Αθήνα.

«Ο Λευτέρης με βρήκε αρχικά με σκοπό να μου κάνει μια συνέντευξη για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ. Λίγο καιρό μετά με πήρε ο παραγωγός του λέγοντας πως υπάρχει ανάγκη για αφήγηση και πως ήμουν η προφανής επιλογή. Το δέχτηκα αμέσως, ξέρετε το "Απέραντο Γαλάζιο" μου πρόσφερε τόσα, που όφειλα κάπως να δώσω πίσω κάτι στον Μαγιόλ. Άλλωστε, νιώθω ότι του έκλεψα την ταυτότητα και ήθελα να βοηθήσω ώστε να μάθει ο κόσμος τον πραγματικό ήρωα», λέει ο Ζαν Μαρκ Μπαρ, στη συνάντησή μας στο κέντρο της πόλης που ξεκίνησε για μερικά λόγια σχετικά με το φιλμ αλλά κατέληξε σε μια γενικότερη κουβέντα για το σινεμά και την τέχνη της υποκριτικής. 

Μετά την επιτυχία του «Απέραντου Γαλάζιου» ο Μπαρ μπορούσε να συνεχίσει την καριέρα του στις ΗΠΑ, την χώρα που μεγάλωσε. Γιος αμερικανού στρατιωτικού που υπηρετούσε στην Ευρώπη και γαλλίδας μητέρας, μεγάλωσε στην Καλιφόρνια βλέποντας σε νεαρή ηλικία τον πατέρα του να πηγαίνει στο Βιετνάμ. Στα τέλη της δεκαετίας του 70, του δόθηκε η δυνατότητα να ακολουθήσει καριέρα σε όποιο πεδίο ήθελε και αυτός προτίμησε την ηθοποιία.«Ήταν μια ωραία περίοδος για το σινεμά μας. Θυμάμαι να βλέπω ταινίες σαν το "Easy Rider" και τον "Ταξιτζή" και να κάνουν επιτυχία παρουσιάζοντας θέματα από την αληθινή ζωή. Μετά ήρθαν τα blockbusters και άλλαξαν όλα. Έφυγα από τις ΗΠΑ όταν έγινε πρόεδρος ο Ρίγκαν γιατί θεώρησα πως πλέον η χώρα μεταμορφώνονταν σε κάτι άλλο, οι άνθρωποι ψήφισαν μια εικόνα που έμαθαν από το σινεμά και την τηλεόραση. Σήμερα τα πράγματα στο Hollywood είναι ακόμη χειρότερα, υπάρχουν 20 ηθοποιοί που αμείβονται με εκατομμύρια και οι υπόλοιποι που παίρνουν λίγα χρήματα για να παίζουν σε ταινίες που δεν θέλουν να βλέπουν. Συνήθως αναφέρω ως κακό παράδειγμα ηθοποιού τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Ήταν ταλαντούχος και επαναστάτης και κατέληξε δισεκατομμυριούχος σε ταινίες με υπερήρωες για τη Disney, διώχνοντας από συνεντεύξεις τύπου όποιον δημοσιογράφο τολμά να τον ρωτήσει κάτι έξω από μια ζώνη ασφαλείας που έχει θέσει. Είναι τελείως έξω από τη φύση του ηθοποιού όλο αυτό το star system. Μέχρι πριν 150 χρόνια, οι ηθοποιοί είχαν την ίδια κοινωνική θέση με τις πόρνες. Αντίθετα θαυμάζω τον Γουίλεμ Νταφόε. Είναι υπέροχος τύπος, κάνει συνήθως προσεκτικές επιλογές και έρχεται συχνά στην Ευρώπη γιατί νιώθει την έλλειψη δημιουργικότητας που υπάρχει στο Χόλιγουντ.»

Αντί λοιπόν να επιστρέψει, αξιοποίησε τη δυνατότητα που του έδινε η προσωρινή δημοφιλία του ώστε να επιλέξει αυτό που θεωρούσε καλύτερο γι' αυτόν. Παρέμεινε στην Ευρώπη και αφοσιώθηκε σε ταινίες που του έδιναν δημιουργική ελευθερία και σε σκηνοθέτες που είχαν μεγαλύτερα οράματα, όπως ο Λαρς φον Τρίερ: «Το "Europa" είναι ουσιαστικά η πρώτη μου ταινία. Δε λέω, έγινε καλή δουλειά στο "Απέραντο Γαλάζιο" αλλά ο Μπεσόν ήταν ήδη εμπορικός και παρέμεινε και τα επόμενα χρόνια. Μπορεί να είναι πολύ καλός σε αυτό που κάνει, αλλά η αλήθεια είναι ότι μιμείται το αμερικανικό σινεμά και δίνει ταινίες που δε με αφορούν. Ο Τρίερ τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 90 αντιλήφθηκε πρώτος την ανάγκη των ευρωπαϊκών παραγωγών που ξέφευγαν από το εθνικό επίπεδο. Η κάθε χώρα είχε τους δικούς της κανόνες και ο Τρίερ είδε κάτι σημαντικό, ότι μπορούσε να δημιουργήσει ένα προϊόν σε μια γλώσσα αποδεκτή από όλους τους ευρωπαίους (τα αγγλικά), που θα αφορούσε όντως όλους του ευρωπαίους. Και αυτό το πράγμα έκανε σε όλη την καριέρα του, γι' αυτό είμαι πάντα μαζί του, κάθε φόρα ξεκινά το νέο του φιλμ με τη λογική του να κάνει κάτι καινούριο, που δεν έχει κάνει κανείς πριν.»

Αν και ο ίδιος επιμένει να αναφέρεται ως ευρωπαίος πολίτης, η πόλη που εγκαστάθηκε ήταν το Παρίσι. «Ήθελα να δουλεύω, να γίνω καλύτερος ηθοποιός και να βρω ταινίες που ήξερα που ήταν αδύνατο να βρω στις ΗΠΑ. Ακόμη προσπαθώ να ζω με αυτή τη φιλοσοφία, ζω στο Παρίσι με τη σύντροφό μου και δουλεύω όσο περισσότερο μπορώ σε ταινίες και σενάρια που μ' ενδιαφέρουν. Δεν έχω δικό μου σπίτι και αυτοκίνητο, άλλωστε ο ηθοποιός πρέπει να είναι αόρατος, να μην τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι.»

Από τα τέλη της δεκατίας του 90, ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία, κάνοντας σχεδόν ερασιτεχνικά φιλμ, φανερά επηρεασμένος από τις συνεργασίες του με τον Τρίερ. «Το πρώτο μου φιλμ ("Lovers") ήταν στη λογική του Δόγματος και το έκανα με μια μικρή φορητή κάμερα. Προσπάθησα τα επόμενα χρόνια να φτιάξω ταινίες χωρίς να έχω δημιουργικά όρια, εξερευνώντας τη σεξουαλικότητα του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά υπάρχει πάντα η δυσκολία της διανομής. Ευτυχώς υπάρχουν τα φεστιβάλ γιατί αλλιώς δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να κάνω ταινίες. Όταν βγαίνει μια ταινία του ανεξάρτητου κυκλώματος σε διανομή, οι δημιουργοί νιώθουν σαν να είναι σε ρινγκ απέναντι από τον Μάικ Τάισον, με δεμένα χέρια. Πόσο να αντέξουν;»

Τελειώνοντας, υπενθύμισε την αξία του ντοκιμαντέρ και της ζωής του Ζακ Μαγιόλ: «Όταν το είδα ολοκληρωμένο, χάρηκα γιατί δεν απευθύνεται μόνο σε ανθρώπους που τους ενδιαφέρει η κατάδυση. Είναι σαν μια προειδοποίηση προς όλους πως πρέπει να ξαναφτιάξουμε τη σχέση μας με τη φύση. Ο Μπαγιόλ περνούσε πολλές στιγμές ηρεμίας κάτω από το νερό, κρατώντας την αναπνοή του, παίζοντας δηλαδή κατά κάποιο τρόπο με τον θάνατο. Και όταν το κάνεις αυτό, αντιλαμβάνεσαι πως δεν είσαι κάτι σημαντικό, και έτσι δε ξοδεύεις τη ζωή σου για να κάνεις κακό στους γύρω σου. Ακούγεται ιδεαλιστικό, αλλά έτσι νιώθω και εγώ.»