Τζον Λε Καρέ (1931-2020): Ο ανατόμος της εποχής των κατασκόπων δεν είναι πια εδώ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:05
14/12

Τζον Λε Καρέ (1931-2020): Ο ανατόμος της εποχής των κατασκόπων δεν είναι πια εδώ

Από γερμανομαθής νεαρός, κατάσκοπος στην Ψυχρή εποχή και από πάλαι ποτέ άνθρωπος των διαδρόμων, συγγραφέας της βρώμικης ψυχής του 20ού (και όχι μόνο) αιώνα, ο Βρετανός έφυγε πλήρης ημερών στις 12 Δεκεμβρίου. Διαλέγουμε 5+1 μεταφορές βιβλίων του στον κινηματογράφο.

Για τον Τζον λε Καρέ, τόσο παράδοξα για έναν άνθρωπο της θέσης του, δύσκολα θα διαβάσεις τον απόηχο της σκληρής ιδεολογίας πάνω του. Είναι βέβαια δεδομένο ότι ο άγριος νεοφιλελευθερισμός δεν είδε ποτέ πάνω του έναν υποστηρικτή - αντίθετα είδε κάποιον, έστω κι αν δεν τον υπολόγισε ιδιαίτερα, που καθρέφτισε τις συνέπειές του στο άμεσο, απτό μέλλον. Δεδομένα επίσης, μια σκληρά κομμουνιστική διάλεκτος δεν θα μπορούσε να δει πάνω του περισσότερα από έναν παρηκμασμένο απολογητή του Ψυχρού Πολέμου.

Λίγο πιο μετριοπαθώς όμως αν το δει κανείς, ο λε Καρέ, χωρίς ποτέ να αξιώσει λογοτεχνικές δάφνες (όταν ήταν υποψήφιος για Booker, έβαλε τον ατζέντη μέσα σε λιγότερο από μια ώρα να βγάλει δήλωση ότι δεν διεκδικεί σε λογοτεχνική διάκριση), έφταιγε βέβαια και η συμπλεγματική διστακτικότητα των ομολόγων του, κράτησε έναν καθρέφτη μπροστά στην παγωμένη καρδιά των μέσων του 20ού αιώνα. Ενός αιώνα πυρηνικού τρόμου, πλανητικής αυτοκαταστροφής, κλιμακούμενης οικονομικής σύγκρουσης τιτάνων.

Ο λε Καρέ βρήκε τους ανθρώπους μέσα στον χαλασμό, ανθρώπους ολοκληρωτικά αφοσιωμένους σε ιδανικά που έβλεπαν να διαψεύδονται. Ανθρώπους που βαθμιαία εξαντλούνταν στην εξυπηρέτηση αυτοδίκαιων θεσμών. Ανθρώπους που ζούσαν δανεική ζωή κι έβλεπαν γύρω τους έναν έκπτωτο γραφειοκρατικό κόσμο να αφαιμάσσει έναν αιώνα από την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Ειρωνικά, ήταν όλοι τους υπηρέτες του «σωστού τρόπου». Οι άνθρωποι του λε Καρέ υπηρετούν κατ' εξακολούθηση ανάξιους αφέντες χωρίς πρόσωπο. Και καταλήγουν στο τέλος κι οι ίδιοι απονευρωμένοι κι αδειανοί.

«Ο Κατάσκοπος που Γύρισε Από το Κρύο» (The Man Whο Came in From the Cold, 1965), του Μάρτιν Ριτ

Ένα, σύμφωνα με το Time, από τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, δίνει μια από τις καλύτερες ταινίες της ίδιας εποχής. «Ο Κατάσκοπος» αποτυπώνει το zeitgeist των μέσων του '60, της χείριστης εποχής του Ψυχρού Πολέμου, του νεόδμητου ανατολικογερμανικού Τείχους, των κατασκόπων που η εμπειρία του λε Καρέ στα ΜΙ5 και ΜΙ6 πιστοποιεί ότι ουδεμία σχέση είχαν με την spy mania που είχε γεννήσει ο 007 την δεκαετία του '60.

Ο Ρίτσαρντ Μπέρτον είναι ο ορισμός του αδειασμένου αντι-ήρωα, του ανθρώπου που μια αναλαμπή ανθρωπιάς αρκεί να τον παροτρύνει να θυμηθεί τι θα πει ζωή, μόνο και μόνο για να έρθει η Ιστορία με δυο κινήσεις να τον ξαναπετάξει, μια για πάντα, στο εξουθενωμένο ψυχροπολεμικό μηδέν. Μια από τις πεσιμιστικότερες δημιουργίες του σινεμά, ο καλύτερος Control στο πρόσωπο του Σίριλ Κιούζακ για τον λε Καρέ και μια από τις τέσσερεις αγαπημένες του κινηματογραφικές μεταφορές έργων του. Ηλίας Δημόπουλος

«Η Κατάσκοπος του Λονδίνου» (The Deadly Affair, 1967) του Σίντνεϊ Λιουμέτ

Παραδόξως, αλλά και ενδεικτικά, άγνωστη ταινία του «κανόνα λε Καρέ», παρότι φτιαγμένη σε μια δεκαετία λατρείας στην κατασκοπεία, από ένα καστ, μπρος και πίσω από την κάμερα, μεγάλης κλάσεως. Μεγάλη κλάση που είναι βέβαια σαφής (Λιουμέτ σκηνοθεσία, Μέισον, Σινιορέ στους ρόλους, Κουίνσι Τζόουνς μουσική, Φρέντι Γιανγκ φωτογράφος, τι άλλο να ζητήσει κανείς;), το ίδιο και η ιστορία του Τζορτζ Σμάιλι, που όμως για λόγους δικαιωμάτων έχει αλλάξει σε Ντόμπς. Η ιστορία δε, χτυπά φλέβα στους γνώστες του «Tinker Tailor Soldier Spy», δεν θα αποκαλύψουμε όμως περισσότερα.

Άψογη ατμόσφαιρα, βρετανική αφαίρεση εποχής στην περιγραφή της πλοκής, ρυθμός απατηλά αργός και τελικά εκκωφαντικά αποκαλυπτικός, τέλειο mood από τον Κουίνσι και την Άστρουντ Ζιλμπέρτου στο ονειρώδες «Who Needs Forever», μια από τις ωραιότερες προσθήκες για τον ενδιαφερόμενο θεατή. Ηλίας Δημόπουλος

«Η Ρωσική Εστία» (The Russia House, 1990) του Φρεντ Σκέπισι

Όταν ο 007 ήρθε στον κόσμο του λε Καρέ. Ο Μπάρλεϊ (Σων Κόνερι), ένας «κυνικός» 60άρης ειρηνιστής και εκδότης βιβλίων, εμπνέει έναν υψηλά ιστάμενο Ρώσο επιστήμονα (Κλάους-Μαρία Μπραντάουερ) να δώσει μυστικά της πατρίδας του προκειμένου να εκπνεύσει ο Ψυχρός Πόλεμος, κι ερωτεύεται μια Ρωσίδα γραμματέα (Μισέλ Φάιφερ), που μεσολαβεί στην κατασκοπευτική του δράση για να μάθει εάν τα μυστικά είναι αυθεντικά ή παγίδα των Ρώσων.

Με την ταινία να ξεκινά παραγωγή ενώ ακόμα το μυθιστόρημα γράφονταν, οι ελπίδες εδώ ήταν τεράστιες, λόγω καστ, Τομ Στόπαρντ στο σενάριο (αρχική επιλογή σκηνοθέτη ήταν ο Μάικ Νίκολς) και φυσικά θέματος. Όμως ο κόσμος το 1990 ήδη άλλαζε, η στρυφνή σκηνοθετική λογική του Σκέπισι ήταν καλή για το φεστιβάλ του Βερολίνου (υποψήφια για Άρκτο η ταινία) αλλά όχι για το box office, που δεν «καταλάβαινε» πια τα διλήμματα της ψυχροπολεμικής εποχής, αλλά και δεν κατανοούσε ότι η Πτώση ενός Τείχους δεν σήμαινε παρά την ανόρθωση μιας νέας σειράς προβλημάτων που κρατούν ως σήμερα. Ένα από τα ωραιότερα σάουντρακ όλων των εποχών επίσης, από τον Τζέρι Γκόλντσμιθ, ενώ και μια από τις σπάνιες φορές στον κόσμο του λε Καρέ που ο ήρωας καταφέρνει μια αναγέννηση. Ηλίας Δημόπουλος

«Ο Επίμονος Κηπουρός» (The Constant Gardener, 2005) του Φερνάντο Μεϊρέγιες

Βρετανός διπλωμάτης αναζητά τους υπαίτιους πίσω από τη δολοφονία της γυναίκας του, μιας πολιτικής ακτιβίστριας, στην Κένυα. Σε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές του φιλμ, ο ήρωας μαθαίνει ότι η σύζυγός του έχει πιθανότατα βρεθεί νεκρή. Προετοιμάζοντάς σε για ένα σφοδρό και δακρυγόνο ξέσπασμα που δεν θα έρθει ποτέ, ο ηθοποιός απαντά με μια αδιόρατη και σιωπηλή, εσωτερική αποσύνθεση. Παραμένοντας ακίνητος, κρατά αξιοθαύμαστα τον έλεγχο των κινήσεών του, μια ξαφνική σκιά στο βλέμμα και τις εκφράσεις του προσώπου προδίδουν, εντούτοις, τη βουβή οδύνη πίσω από την ήσυχη επιφάνεια.

Σε αυτό ακριβώς το μικρό ρεσιτάλ εγκρατούς υποκριτικής κρύβεται και η καρδιά ολόκληρου του φιλμ. Λιγότερο μια κριτική της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ή μια πολεμική ενάντια στα βρώμικα παιχνίδια των φαρμακοβιομηχανιών, ο Κηπουρός είναι η ιστορία της βίαιης επιφοίτησης που συναντά ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Ο Τζάστιν συνειδητοποιεί την ηθική βρωμιά που έχει συσσωρευτεί γύρω του, τη μοναξιά του να μην εμπιστεύεσαι κανέναν, την προδοσία των ιδανικών στα οποία πίστευε και την απόγνωση του να ξέρει ότι η αγαπημένη του έχει πέσει νεκρή από ύπουλες σφαίρες ως μια μέγιστη υπαρξιακή έγερση. Υπό τη σκιά ενός ολόκληρου δικού του κόσμου που γκρεμίζεται τώρα ιλιγγιωδώς, εκείνος αποποιείται το συμβιβασμό και την εθελοτυφλία, υπογράφοντας έτσι μια αργή, συνειδητή πορεία προς τον χαμό του.

Ο Μεϊρέλες αντιλαμβάνεται αυτή τη μεταστροφή κινησιολογικά, ανεβάζοντας τους ρυθμούς και σφίγγοντας τον κλοιό της ίντριγκας γύρω από τον πρωταγωνιστή του. Χωρίς να αποφεύγει κάποιους σεναριακούς διδακτισμούς, σεβόμενος όμως τη μεθοδική πένα του Τζον Λε Καρέ στο βιβλίο του οποίου βασίζεται το φιλμ, σφραγίζει στις λαχανιαστές σκηνοθετικές του ανάσες κάτι από την ήσυχη απελπισία ενός ήρωα που καλείται να αποχαιρετήσει οριστικά την καλά διαφυλαγμένη αθωότητά του. Μαζί ενδεχομένως με τη ζωή του. Όσκαρ Β' Γυναικείου στην Ρέιτσελ Βάις. Λουκάς Κατσίκας

«Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι» (Tinker Tailor Soldier Spy, 2011) του Τόμας Άλφρεντσον

Μετά από το αριστουργηματικό «Άσε το Κακό να Μπει», που χρησιμοποίησε το genre των βαμπίρ για να πει μια ανθρώπινη ιστορία μοναξιάς και φιλίας, ο Σουηδός σκηνοθέτης Τόμας Άλφρεντσον κάνει το ριψοκίνδυνο βήμα προς τις «μεγάλες κατηγορίες» με ένα αγγλόφωνο ντεμπούτο που τον φέρνει σε μια άλλη χώρα, μια καθ’ όλα βρετανική ιστορία από ένα κλασικό βιβλίο και ένα εμβληματικό αγγλικό χαρακτήρα – κι όμως του ταιριάζει γάντι. Η χαμηλών τόνων αλλά άκρως χαρακτηριστική του προσέγγιση έχει φτιάξει μια πραγματικά αξιοθαύμαστη κατασκοπική ταινία, που αφήνει τις φανφάρες ή τα πολλά κόλπα και χρησιμοποιεί ένα σύμπαν αγαπητό στο σινεμά για να φτιάξει με ευγλωττία μια ιστορία για ανθρώπους εξίσου περιθωριποιημένους.

Και τη φτιάχνει θαυμάσια. Οι κατάσκοποι στον κόσμο του Σμάιλι είναι άνθρωποι μισεροί, τραυματισμένοι από την προσπάθειά τους να κάνουν το καθήκον τους σε έναν ολοένα και πιο αμφίσημο κόσμο και να διατηρήσουν τουλάχιστον μια βιτρίνα αξιοπρεπούς ζωής. Η νοσταλγία για την δουλειά τους στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι απλά μια διαστρεβλωμένη ανάμνηση αλλά μια βαθιά ανάγκη να νιώσουν σιγουριά ότι αυτό που κάνουν είναι το σωστό, ότι αξίζει πραγματικά και βοηθά ουσιαστικά. Τέτοιες βεβαιότητες είχαν βέβαια στερέψει τη περίοδο που τους γνωρίζουμε – τώρα έχει μείνει μόνο η πικρία για τις μικρές και μεγάλες ήττες τους, και ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών παρανοϊκός φόβος της προδοσίας, που τους τρώει τα σωθικά.

Είναι ένα ελκυστικό, εγκεφαλικό σκηνικό, κόντρα στα κινηματογραφικά κλισέ για την κατασκοπεία, και ο Άλφρεντσον κάνει πραγματικό πάρτι με όλες τις πτυχές ενός σεναρίου-σταυροβελονιά από τους Πίτερ Στρόγκαν και Μπρίτζετ Ο’Κόνορ, που πραγματικά παραδίδει μαθήματα υπομονής στην αφήγηση, παίρνοντας ενίοτε και μεγάλα ρίσκα, χτίζοντας αθόρυβα χαρακτήρες και υποπλοκές. Ο Σουηδός σκηνοθέτης έχει κάνει επίσης μια εξαιρετική επιλογή συνεργατών, με πρώτο και καλύτερο τον διευθυντή φωτογραφίας Χόιτε βαν Χόιτεμα να δημιουργεί με μαεστρία έναν κόσμο άκρως μελαγχολικό αλλά ταυτόχρονα ελκυστικό με θλιβερούς, ομιχλώδεις εσωτερικούς και μη χώρους, ποτισμένους από την καχύποπτη δυσφορία που κυβερνά την ιστορία.

Πανέξυπνη και η απόφαση που επέλεξε γνώριμα πρόσωπα στο καστ (αλλιώς η πλοκή θα ήταν ακόμη πιο περίπλοκη), ένα καστ που είναι κάτι παραπάνω από διαλεχτό και φυσικά στέκεται στο σύνολό του αντάξιο της περίστασης και των ζουμερών ρόλων. Ποια άλλη ερμηνεία λοιπόν θα μπορούσε να ηγείται μιας τόσο λιγομίλητης αλλάς γεμάτης αυτοπεποίθηση ταινίας και του καστ της, παρά ο σοφά μελετημένος Σμάιλι από τον πάντα εξαιρετικό Γκάρι Όλντμαν; Ο χαρακτήρας του είναι ένας άνθρωπος σχεδόν ξεγραμμένος στην αρχή, κάποιος που μιλά ελάχιστα και αρκείται στο να παρατηρεί τον κόσμο από το περιθώριο, κι όμως κάποιες στιγμές, φευγαλέα, αναδύεται ως ο πιο τρομερός αντίπαλος του παιχνιδιού που ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Χρειάζεται έναν ηθοποιό εξίσου έξυπνο και συγκρατημένο – γιατί ο ρόλος και η ιστορία όλη δεν θα λειτουργούσε χωρίς μέτρο – και ο Όλντμαν δείχνει μια αξιοθαύμαστη εγκράτεια και σοφία στην ερμηνεία του. Χριστίνα Λιάπη

«Ο Νο1 Καταζητούμενος» (A Most Wanted Man, 2014) του Άντον Κόρμπιν

Στην μετά την 11η Σεπτεμβρίου αντιτρομοκρατική εποχή, ο επικεφαλής της γερμανικής κατασκοπευτικής υπηρεσίας που κινείται στον υπόκοσμο των μεταναστών του Αμβούργου, καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα – υπό τις πιέσεις των ανωτέρων του αλλά και των Αμερικανών - την περίπτωση ενός λαθραίου Τσετσένου μουσουλμάνου που διεκδικεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, κληροδότημα του στρατιωτικού πατέρα του σε τοπική τράπεζα. Η υπόθεσή του περιπλέκεται με την παρακολούθηση του επικεφαλής μιας ισλαμικής ανθρωπιστικής οργάνωσης, για τον οποίο υπάρχουν υποψίες πως συνδέεται με την Αλ Κάιντα.

Επίκαιρο κατασκοπικό θρίλερ, αργών αρχικά ρυθμών με τη δράση να εξελίσσεται στο πρώτο μέρος μέσα από συζητήσεις και συναντήσεις σε κλειστούς χώρους και στο δεύτερο, μέσα από άριστα υπολογισμένες ανατροπές. Ο Άντον Κόρμπιν («Control», «Ο Αμερικανός») μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ με ρεαλισμό και κοφτερή αιχμηρότητα, ενώ κινεί προσεκτικά τα πιόνια του στην αμφίσημου ηθικού βάρους σκακιέρα του σύγχρονου αντιτρομοκρατικού πολέμου. Πληθωρικός και διττός, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν κυριαρχεί επί του καλού πολυεθνικού καστ στην προτελευταία ερμηνεία της καριέρας του. Άντα Δαλιάκα