Ολίβια Nτε Χάβιλαντ (1916-2020): Το τελευταίο βασιλικό χολιγουντιανό αίμα - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:30
27/7

Ολίβια Nτε Χάβιλαντ (1916-2020): Το τελευταίο βασιλικό χολιγουντιανό αίμα

Καθ' όλα ανάγωγο το 2020, φρόντισε να ρίξει και τις δύο χρονογέφυρες των πρώτων χρόνων του ομιλούντος. Πρώτα ο Κερκ Ντάγκλας τον Φεβρουάριο και τώρα η Ολίβια Nτε Χάβιλαντ, η Μέλανι του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», των δύο Όσκαρ, του «αντάρτικου» στο Χόλιγουντ της κυριαρχίας των μεγάλων στούντιο.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Κάποια πράγματα μπορεί να θέλεις να διαρκέσουν για πάντα, αλλά οφείλεις τουλάχιστον μια ευγνωμοσύνη μιας και διήρκεσαν τελικά μια αιωνιότητα – και κάτι. Η Ντε Χάβιλαντ, όπως και ο Ντάγκλας, εδώ και χρόνια ενσάρκωνε μια χρονογέφυρα πραγματική, ανθρώπινη, με μια εντελώς περασμένη εποχή του κινηματογράφου μας. Η εποχή της δόξας της ήταν εποχή μεγάλων στούντιο, πρωτόγνωρου θεάματος, κυριαρχίας του κινηματογράφου (τηλεόραση στην πρώτη δόξα της δεν υπήρχε καν), ταινιών που περισσότερο από θεμέλια όρισαν ύψη και όρια της τέχνης. Δεν είναι ζήτημα παρελθοντολαγνείας, είναι τεκμηριωμένη κρίση περί της ποιότητας του κινηματογράφου. Είναι και μια μελαγχολία, ασφαλώς, συνειδητοποίησης του χρόνου.

Με τον Τζίμι Στιούαρτ, ένα φλερτ που δεν κράτησε πολύ

Η Ντε Χάβιλαντ συνόψιζε πολλά από τα ωραία, τα σημαντικά αλλά και τα πιπεράτα διασκεδαστικά μιας απλησίαστης, κατά τα άλλα, εποχής αίγλης, που δεν σκοτιζόταν από την «ενανθρώπιση» των ΜΚΔ. Γεννήθηκε στο Τόκιο του 1916 – απίστευτο δεν ακούγεται; - από Βρετανούς γονείς, που ενάμιση χρόνο μετά θα γεννούσαν και την μικρότερη αδελφή της, Τζόαν Φοντέιν. Ποτέ δεν συμπαθήθηκαν ιδιαίτερα, η Ολίβια δεν ήθελε μικρότερη αδελφή, η Τζόαν δεν την πήγαινε γενικώς, η μαμά δεν βοήθησε την κατάσταση. (Εξού και Φοντέιν άλλαξε επώνυμο, «το Ντε Χάβιλαντ είναι της Ολίβια», έλεγε η ψυχολογημένη μαμά).

Γιατί το έλεγε; Γιατί η Ολίβια βρέθηκε από νωρίς στο θέατρο και το σινεμά, με το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» (1935) του μεγάλου Μαξ Ράινχαρντ, αυτού του κολοσσού της Βαϊμάρης που κατέφθασε στο Χόλιγουντ για να φέρει λίγη χρυσόσκονη ευρωπαϊκής περιωπής, να συγκαταλέγεται στην χρονιά του ντεμπούτου της. Στην ταινία ενδιαφέρθηκε και έμαθε πολλά, μεταξύ άλλων από έναν επίσης μεγάλο εμιγκρέ και μετέπειτα δημιουργό, τον Γουίλιαμ Ντίτερλε.

«Οι Περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών» (1938)

Αμέσως η Γουόρνερ είδε στο πρόσωπό της την παρτενέρ του Έρολ Φλιν, στο «Captain Blood» του Μάικλ Κέρτιζ. Την υπέγραψε για 7 χρόνια και με Φλιν/Κέρτιζ θα γύριζαν κάμποσες ταινίες ανάμεσά τους την «Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας» και τις «Περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών», όλα τους μεγάλες επιτυχίες, πηγές καυτού κουτσομπολιού για την σχέση της με τον Έρολ Φλιν (δεν συνέβη τίποτα ποτέ) και όλα τους…πριν το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Που θα ερχόταν το 1939 (την επόμενη χρονιά του θριαμβευτικού «Ρομπέν των Δασών» αλλά μαζί με το «Dodge City» – φαντάσου – επίσης με Κέρτιζ και Φλιν!) και θα έδενε ισόβια την Ολίβια με την Μέλανι, χαρίζοντάς της μια εικόνα άπειρης καλοήθειας αλλά και κινηματογραφικά «γαλάζιου αίματος». Στο «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» θα έρθει και η πρώτη οσκαρική υποψηφιότητα. 81 χρόνια πριν, η μέχρι προχθές ζωντανή Ντε Χάβιλαντ μεσουρανούσε σε ένα Χόλιγουντ ακμάζον και ουσιαστικά…νεοσύστατο, ενώ ο ομιλών κινηματογράφος δεν είχε κλείσει παρά τα δέκα του χρόνια!

Την μεθεπόμενη χρονιά μπαίνουν οι βάσεις του «Τι Απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» μίσους μεταξύ των δύο αδελφών. Είναι και οι δυο τους υποψήφιες, η Φοντέιν για τo «Suspicion», η Ντε Χάβιλαντ για το «Ας μην Ξημερώσει Ποτέ» (εντυπωσιακή στον ρόλο μιας αφελούς δασκάλας που αφυπνίζεται σεξουαλικά, και όχι μόνο, από τον έρωτά της για έναν Ευρωπαίο ζιγκολό, τον Σαρλ Μπουαγιέ), η πρώτη κερδίζει το βραβείο, η Μέλανι ψιθυρίζει με χαρά «το πήραμε», η Φοντέιν όμως ούτε να την κοιτάξει. Έκτοτε η Ντε Χάβιλαντ δεν την συγχώρεσε ποτέ. Όταν πήρε ένα από τα Όσκαρ της απέφυγε ακόμα και να χαιρετήσει την αδελφή της αφήνοντάς την με τεντωμένο χέρι. Περιστασιακά τις συνέλαβε ο φακός μαζί δημοσίως, στην πράξη όμως δεν μιλούσε η μία στην άλλη επί χρόνια και κάποια στιγμή η ρήξη ήταν τελειωτική. Όταν η Φοντέιν πέθανε στα 96 της το 2013, η Ντε Χάβιλαντ δήλωσε «σοκαρισμένη και θλιμμένη». Μάλλον δεν ήταν.

Sisters

Πίσω στην καριέρα της η Ντε Χάβιλαντ, παρότι όχι αναλογικά αναγνωρισμένη, έχει ρόλους σε έργα που τεκμηριώνουν την βαριά σκιά της, κι ας είναι η παλαιότητα εχθρός της μνήμης και των επιλογών των νεότερων σινεφιλικών (;)  γενιών. Μένω σε τρεις από την δεκαετία του ’40. Το «Dark Mirror» του Σιόντμακ, όπου υποδύεται διπλό ρόλο διδύμων, η μια καλή η άλλη κακιά (…), το «Snake Pit» (1948) του Ανατόλ Λίτβακ, που της έφερε μια ακόμα υποψηφιότητα και φυσικά την «Κληρονόμο» (1949), το επίτευγμα του Γουάιλερ, με αυτήν να παραδίδει μια υποδειγματική ερμηνεία συγκράτησης και εσωτερικού πάθους. Αυτό θα ήταν και το δεύτερο Όσκαρ της, το πρώτο της ήταν το 1946 με το «To Each His Own» του Μίτσελ Λάισεν, απολύτως ξεχασμένο, απολύτως άδικα, ρομαντικό δράμα κλάσεως. Από το ’39 ως το ’49 η ηθοποιός θα είχε πάρει δύο Όσκαρ από πέντε υποψηφιότητες. Ήταν η πιο μεγάλη της εποχή.

Η Ντε Χάβιλαντ μετοίκησε στο Παρίσι (1953) και από το ’50 και μετά αραιώνει τις εμφανίσεις της. Όμως εκεί στις αρχές του 1940 είχε καταφέρει κάτι που άλλαξε το Χόλιγουντ που γνώριζε η ως τότε ιστορία. «Δεμένη» με 7ετές συμβόλαιο στην Γουόρνερ, όπως ήταν ο κανόνας τότε για όλους τους ηθοποιούς (ενίοτε αυτό έσπαγε με ιδιωτικές συμφωνίες δανεισμού/ανταλλαγής ενός σταρ σε ταινία άλλου στούντιο), απέρριψε ρόλο που αισθανόταν ότι ήταν κατώτερος του ονόματος και του ταλέντου της. Καθώς το συμβόλαιο έληγε, η Γουόρνερ ξέθαψε έναν απίθανο κανονισμό και να για την τιμωρήσει της επέβαλε ποινή επέκτασης του συμβολαίου για έξι μήνες, αφήνοντάς την όμως χωρίς πρόταση για ταινία. Κι εν συνεχεία της το έκανε ξανά για άλλους έξι μήνες. Η Ντε Χάβιλαντ τόλμησε το απίστευτο. Πήγε κοτζάμ Γουόρνερ στα δικαστήρια! Και σε μια εξέλιξη ιστορική κέρδισε τη δίκη, ελευθερώνοντας έκτοτε όλους τους ηθοποιούς από τα συμβόλαια ζωής που ήταν υποχρεωμένοι να υπακούν σε στούντιο-αφέντες. Για τρία χρόνια ήταν χωρίς ταινία (1943-1945). Όμως το 1946 θα επέστρεφε με τέσσερεις (!) ταινίες και για την μία, όπως είδαμε πιο πάνω θα κέρδιζε και το Όσκαρ. Ιστορία είχε γραφτεί.

Το 1964, με το «Μυστικό της Σάρλοτ», δίπλα στην φιλενάδα της την Μπέτι Ντέιβις, θα έκανε τον τελευταίο πρώτο ρόλο της στο σινεμά – έναν ρόλο που είχε η Τζόαν Κρόφορντ, καθώς η ταινία υπολογιζόταν στην φλέβα του «Τι Απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;». Σκηνοθέτης ήταν και πάλι ο Ρόμπερτ Όλντριτς – και η ταινία θαυμάσια στο είδος και την παραξενιά της. Το 1965 θα γινόταν η πρώτη γυναίκα επικεφαλής της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών. Έκτοτε (τα τελευταία σχεδόν 60 χρόνια δηλαδή…) υπήρξε η περιστασιακή τηλεόραση, κάποιες μεγαλοπαραγωγές καταστροφής με επιτελεία σταρ άλλων εποχών («Airport ‘77», «Το Σμήνος») και ζωηρότητα που δεν έφτανε όμως τελικά σε κάποια «επιστροφή». Στα 102 της, πριν δύο χρόνια, την είχαμε ακούσει ξανά αφού κατέθεσε μήνυση συκοφαντίας (που έχασε) για την σειρά «Feud: Bette and Joan», όπου κατά την γνώμη της σκιαγραφήθηκε υπό αρνητικό φως ως έμπιστη φίλη της Ντέιβις.

Και χθες, Κυριακή, ήρθε η ώρα της δικής της κουρτίνας, του δικού της close up. Στο πρόσωπό της αποχαιρετούμε την χολιγουντιανή αριστοκρατία, τον τελευταίο σάρκινο δίαυλο με μια εποχή που όρισε την 7η Τέχνη – κι έκανε μάλλον κι εμάς να αισθανόμαστε λίγο νεότεροι. Ελαφρύ το χώμα Μέλανι, υπέροχη η ανάμνηση.