Τέρι Γκίλιαμ: Ο τελευταίος Δον Κιχώτης - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:43
22/11

Τέρι Γκίλιαμ: Ο τελευταίος Δον Κιχώτης

Μονομανής, φαντασμένος, εγωπαθής, γκρινιάρης, κακότυχος και αναγκαίος –σε κάποιους έστω από εμάς – ο Τέρι Γκίλιαμ έχει γενέθλια σήμερα, είναι ελαφρώς θαύμα πως κατάφερε να φτάσει τα 78 και τις 13 ταινίες.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ο Τέρι Γκίλιαμ, ο μόνος μη Βρετανός των Monty Python, είναι ο εγγύτερος των συγκαιρινών μας στο είδος της φυσιογνωμίας του Όρσον Γουέλς. Στο βασικό που δεν μοιάζουν και τόσο είναι πως ο Γκίλιαμ είναι πραγματικά ακατάβλητος στο κυνηγητό των παραγωγών, ο Γουέλς έφαγε όλη του τη ζωή ψάχνοντας για λεφτά, δεχόμενος ανάρμοστες συμπεριφορές, παίζοντας σε κακές ταινίες για να αυτοχρηματοδοτείται, έτρωγε τον περίδρομο και τελικά πέθανε και σχετικά πρόωρα. Ο Γκίλιαμ όμως είναι χαλκέντερος. Μέχρι που κατάφερε και να γυρίσει τελικά τον Δον Κιχώτη του, κοντά είκοσι χρόνια μετά από την (επίσημη) έναρξη της προσπάθειάς του, αδιαφορώντας στο ότι οι αλλαγμένοι πια καιροί ουδόλως νοιάζονται για μοναχικούς ιππότες που κυνηγούν ανεμόμυλους. Ίσως γιατί κι ο ίδιος είναι ένας από αυτούς.

Ο Γκίλιαμ έκανε τα αξέχαστα animations των Πυθώνων, ήταν και σκηνοθετικό ντουέτο με τον, επίσης Πύθωνα, Τέρι Τζόουνς και μαζί του έκανε και του ντεμπούτο του στο μεγάλο μήκος με τους αξέχαστους «Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης», το 1975. Η φαντασία του έδειξε τις διαθέσεις της στην επόμενη ταινία, το «Jabberwocky» του 1977 (στην Ελλάδα έπαιρναν εκείνους τους γελοίους τίτλους όπως «Το Αδελφάτο των Ιπποτών και ο Δράκος της Συμφοράς»), βασισμένο σ’ ένα ποίημα του Λιούις Κάρολ, του συγγραφέα της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Ο Γκίλιαμ πιστεύει στα παραμύθια, τα βλέπει σαν τρομακτικές μεταφορές προβλημάτων της ενηλικίωσης, ως εκ τούτου απεχθάνεται τις χαριτωμένες παιδικές ταινίες των τελευταίων ετών (άραγε να τους αρέσει λίγο η «Coco» που του οφείλει και τόσα πολλά;) και η όψη των ταινιών του ισορροπεί (ή και όχι…) ανάμεσα στην παιδικότητα και τον τρόμο – ίσως τελικά ο τρόμος της παιδικότητας που πρόκειται να χαθεί να είναι κι ένα από τα βασικά του μοτίβα.

Το 1981 γράφει μαζί με τον Μάικλ Πάλιν το πιο αλλόκοτο «κυνήγι θησαυρού» που είδες ποτέ, ένα υπέροχο, μαγεμένο και υπόγεια τόσο πονεμένο ταξίδι ανάγκης φυγής, εξόδου από την ασφυκτική δομή μιας κοινωνίας τετραγωνισμένης, ονειρεύεται και Αγαμέμνονα τον Σον Κόνερι (που τυχαία βλέπει το σενάριο, παίρνει τηλέφωνο και λέει ναι στον εμβρόντητο Γκίλιαμ) και καταφέρνει ίσως την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του, μια φορά που η ταινία του βγήκε όπως ήθελε, τα εισιτήρια και οι κριτικές ήταν εξαιρετικά, το μέλλον ήταν μπροστά του.

Όμως δεν έχει την τύχη με το μέρος του. Οπωσδήποτε συμβάλλει και ο ίδιος με τις ανυποχώρητες στάσεις του και την παντελή έλλειψη διπλωματικότητας, όμως η κακοτυχία του είναι παροιμιώδης. Στο «Μπραζίλ», τέσσερα χρόνια μετά, σκηνοθετικά μόνος υπό την αιγίδα ενός αμερικάνικου στούντιο για πρώτη φορά, θα έρθουν αντιξοότητες που θα γίνουν το μενού κι ο μπούσουλας της ζωής του. Οι ιστορίες εδώ, όπως και στα περισσότερα έργα του Γκίλιαμ, θέλουν ξεχωριστό άρθρο, όμως ενδεικτικά η κόντρα για το «Μπραζίλ» ήταν απ΄ ευθείας με τον επικεφαλής της Universal που ήθελε happy end, ο Γκίλιαμ πήρε το δικό του cut, το περιέφερε σε masterclasses που έκανε, έβγαινε στη τηλεόραση με γιγαντοαφίσες του διευθυντή της Universal λέγοντας πως μ’ αυτόν έχει πρόβλημα, οι κριτικοί που είχαν δει το cut του Γκίλιαμ επέμεναν να βγει αυτή η εκδοχή (πόσο άλλες εποχές όμως…) για να φτάσουμε τελικά σε μια πύρρειο νίκη του δημιουργού που έβγαλε τελικά την ταινία που ήθελε στις αίθουσες, όλοι ξέρουμε τι αριστούργημα είναι, μόνο που εισιτήρια δεν συνέβησαν…

Κάπως έτσι άρχισε το Χόλιγουντ να παίρνει μυρωδιά ότι είχε μπλέξει με ωραίο, τρελό και ασυμβίβαστο, η Columbia αυτή τη φορά θα έπαιρνε το ρίσκο και το όνομα αυτού «Οι Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν», τρία χρόνια μετά, το 1988. Η ταινία φέρνει πέντε φορές λιγότερα από τον προϋπολογισμό της, βρείτε όμως έναν που την είδε τότε και την ξέχασε. Ο Γκίλιαμ ήταν στο στοιχείο του, ο βαρόνος του δεν ήταν παρά ο σκηνοθέτης, ο θαυμάσιος ψεύτης που αντί κακοήθειας καταφεύγει στην φαντασία του μπας και καλυτερέψει τη ζωή, μήπως και δείξει έναν δρόμο που η παραπάνω φαντασία θα άλλαζε την ασχήμια του ορθoλογισμού.

Δυο χρόνια μετά, ο Γκίλιαμ κάνει την πιο κανονική ταινία του, τον «Βασιλιά της Μοναξιάς», «κανονική» βέβαια λέγοντας με τον εκστατικό Ρόμπιν Γουίλιαμς στο ρόλο ενός άστεγου που κυνηγά το Άγιο Δισκοπότηρο, «κανονική» γεμάτη ανθρώπους πάσχοντες να συγκολλήσουν μια κατακερματισμένη ζωή. Αντίθετα με τον μύθο που συγχέει τα προβλήματα παραγωγής των ταινιών του με την εμπορική επιτυχία, ο Γκίλιαμ έχει καλύτερο box office απ’ ότι νομίζουν οι πιο πολλοί. Κι αυτή είναι και η καλύτερη υπεράσπιση της «γραμμής Γκίλιαμ» που πάντα κατακεραύνωνε το Χόλιγουντ πως αντιμετωπίζει το κοινό σαν ηλιθίους που δεν καταλαβαίνουν. Ο Γκίλιαμ ξέρει πως το φάουλ είναι στους πομπούς, είναι σε «μας», που εκτιμώντας λάθος την εμπορικότητα ποντάρουμε σε λάθος άλογο, στην ανοησία του μέσου όρου. Εν πάση περιπτώσει ο «Βασιλιάς της Μοναξιάς» πήγε μια χαρά στα ταμεία διπλασιάζοντας τον προϋπολογισμό του.

Στη συνέχεια έρχονται φυσικά οι «12 Πίθηκοι», ενδεχομένως η κορύφωση του έργου του, ένα πεσιμιστικό έργο πάνω στη μοίρα, τον χρόνο και την ιστορία. Παρά τις εντυπωσιακές εισπράξεις, ο Γκίλιαμ ακατάβλητος στρέφεται στον Χάντερ Τόμσον, στα 57 του η έννοια της φαντασίας χρειάζεται πιο διεστραμμένες, πιο νοσηρές, παραισθησιακές όψεις, υπάρχει μια πολιτική ψυχεδελικότητα στο έργο, αυτονόητα όμως απευθυνόμενη σε κλάσματα κοινού που το mainstream βγάζει φλύκταινες στη σκέψη τους, γνωρίζεται όμως με τον Τζόνι Ντεπ που θα είναι κοντά του στην δονκιχωτική αποτυχία.

Από τις αρχές του 2000 ο Γκίλιαμ δουλεύει τον Κιχώτη του, με Ντεπ και Ζαν Ροσφόρ πρωταγωνιστές, όταν το σετ πλημμυρίζει, καταστρέφεται και ο Ροσφόρ δεν μπορεί να ιππεύσει. Η παραγωγή όχι μόνο διαλύεται αλλά οι ασφάλειες ζητούν και 15 εκατομμύρια. Ο Γκίλιαμ, που δυο χρόνια πριν ήταν η πρώτη επιλογή της Ρόουλινγκ για τον πρώτο Χάρι Πότερ (φυσικά το στούντιο είπε άσε J.K., έχουμε τον Κολόμπους γι’ αυτή τη δουλειά, ξέρουμε μεις), βρίσκεται χωρίς δουλειά, με κατεστραμμένο το όνειρο της ζωής του - ειρωνικά, ακριβώς το ίδιο με τον Όρσον Γουέλς..

Θα χρειαστεί να περάσουν επτά ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στους «Αδελφούς Γκριμ» (που επίσης έκαναν εισιτήρια!) και το «Tideland» (που δεν είδε κανείς), το 2005. Όμως πια η εποχή είχε αλλάξει οριστικά. Η φαντασία του Γκίλιαμ είχε αντικατασταθεί (;) από τα οργανωμένα χολιγουντιανά συστήματα φαντασίας, ο «Χάρι Πότερ» και ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» είναι ταινίες στη βάση τους κανονικές, «συστημικές» μάλλον θα τις έλεγε ο ίδιος, χωρίς την έκπληξη, το ξάφνιασμα, την αιχμή ενός πραγματικού έργου τέχνης.

Σ’ έναν βαθμό έχει δίκιο ο Τέρι Γκίλιαμ της ζωής μας, αυτός ο ασυμβίβαστος παραμυθάς που θα κατατροπωνόταν από τέρατα που δεν έφτιαξε ο ίδιος. Στα 78 του, με τον Κιχώτη του τελικά έτοιμο (αλλά πώς να φτιάξεις έναν Κιχώτη όταν πια ο χρόνος είναι τόσο πίσω σου;), κύριο παραμένει πως είναι μαζί μας, πως ακόμα έχει την όρεξη, πως ακόμα η διαβολιά του αντισυμβατικού βιζέρ του είναι παρούσα.
Να είναι γερός.