Τι συμβαίνει και η «Επιστροφή» δεν ενθουσιάζει το κοινό;

2016-01-28 14:37:54
Από τον Γιάννη Σμοΐλη

Βγαίνοντας από την αίθουσα όπου παρακολούθησα την «Επιστροφή» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, με τις 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ και τις ποικίλες διακρίσεις, άκουσα πολλούς να διαμαρτύρονται: «πολύ αργό», «βαρετό», «δεν γινόταν τίποτα», «και σιγά την ερμηνεία του Ντι Κάπριο». Τι γίνεται; Έχει ξεμάθει το κοινό να βλέπει μεγαλειώδες σινεμά ή, όντως, δεν είναι «Η Επιστροφή» το αριστούργημα που συζητάμε;

Οι ενστάσεις στο διαδίκτυο είναι ήδη αρκετές. Μια γρήγορη βόλτα στα social media αρκεί για να πειστεί κανείς ότι η, υμνημένη –κατά μείζονα λόγο- από την εγχώρια αλλά και διεθνή κριτική, επικολυρική περιπέτεια επιβίωσης του Ινιαρίτου, δεν συγκινεί τους σινεφίλ, τόσο όσο θα περίμενε κανείς. Ο Δημήτρης Δημητρακόπουλος στο Letterboxd, γράφει:

«- Χίλια συγγνώμη σου εύχομαι, Leo μου, αλλά την παράσταση έκλεψε ο Tom Hardy, ο οποίος άνετα κρύφτηκε πίσω από τον ρόλο. Εσύ παρέμεινες ο Leo, αν και βρώμικος, ταλαίπωρος και, το ομολογώ, αφοσιωμένος στις απαιτήσεις.

-Φανταστικά τοπία, εκπληκτικές επιμέρους σκηνές (η πτώση με το άλογο από τον γκρεμό, η αρχική σκηνή της επίθεσης, η διαδρομή του Glass στο ορμητικό ποτάμι, η *αρκούδα*), όμως, εντόπισα και μια αίσθηση ασταθούς ρυθμού, ο οποίος, ειδικά προς το τέλος, μοιάζει να πηδάει σκηνές για να φέρει τους "ήρωές" του σε κοινή (ή συγκρουόμενη, τέλος πάντων) πορεία.

-Το πουλί που βγαίνει από το στήθος της Ινδιάνας, το εκλαμβάνω ως homage στον Jodorowsky αλλιώς... booooo.

-Γενικά, η "ποιητικότητα" της αφήγησης προκύπτει κάπως forced, ειδικά όταν πατάει περισσότερο από όσο θα ήθελα σε Malickικές (ή φλου καλλιτεχνικές) περιοχές. Άσε που θεωρώ ότι μπαίνει και εμπόδιο στην ανάπτυξη της ταινίας, η οποία στήνεται γύρω από αυτά τα πλάνα παρά με βάση την ροή της ιστορίας.

-Με άλλα λόγια, ο Iñárritu τα πάει τέλεια στην εκτέλεση των δύσκολων σκηνών, όμως, μένει εκτεθειμένος σεναριακά, κυρίως γιατί δεν έχει και πολλά ουσιαστικά να πει. Δείχνει, όμως, παπάδες.

-Επίσης, μάστορας στην ένταση, εξαντλεί και τον θεατή μαζί με τον πρωταγωνιστή του. Ο τρόπος με τον οποίο ταλαιπωρεί τον Glass, ωστόσο, αγγίζει και λίγο φιλοσοφία Eli Roth (torture porn που καμουφλάρεται πίσω από ένα ηθικό δίδαγμα, εδώ το στήσιμο ενός νέου κόσμου πάνω στην βία και την καταστροφή των ντόπιων πληθυσμών).»

Ενώ ο Θοδωρής Δημητρόπουλος, στο δικό του Letterboxd, είναι ακόμα πιο καυστικός: «προτιμω να βλεπω το ινσταγκραμ του λουμπεζκι στο κινητο, τουλαχιστον εκει δε με αποσπουν τα ξεκαρδιστικα μουγκρητα του ντικαπριο

edit: ένα ειδικότερο σχόλιο. υπάρχει λόγος που τo grey και το all is lost είναι αριστουργήματα και το revenant (που δεν είναι καλή ταινία) είναι υποψήφιο για εκατό όσκαρ, κι ο λόγος είναι ότι φοράει το μανδύα των παραπάνω ταινιών αλλά τον παραγεμίζει με μια βλακώδη macho revenge ιστορία για να έχει κάτι να βλέπει #ο_κόσμος και για να δώσει στην ιστορία μια δομή κι ένα objective, ένα σκοπό. αλλά μια τέτοια ιστορία ΔΕΝ πρέπει να έχει δομή, ΔΕΝ πρέπει να έχει σκοπό. το revenant δεν δηλώνει καμία υπαρξιακή αγωνία, δεν δηλώνει καν σκέτη αγωνία δηλαδή, είναι μια γραμμική, μονοδιάστατη σαχλαμάρα εκδίκησης, που δεν μιλάει ούτε για τον θεό, ούτε για τη ματαιότητα, ούτε για την ελπίδα, ούτε για την ύπαρξη, ούτε για την αναζήτηση, ούτε για το αβέβαιο, δεν μιλάει για απολύτως τίποτα. ο ινιαριτου είναι ίσως ο πιο ταλαντούχος σκηνοθέτης στο να κάνει ολότελα άδεια πράγματα να φαίνονται πολυεπίπεδα στην ματιά του περαστικού. προσωπικά στην τέχνη αγαπώ το ακριβώς ανάποδο.»

Μαζί με τα σχόλια αναγνωστών μεγάλων κινηματογραφικών σάιτ, όπως το IMDB, που εκφράζουν δυσαρέσκεια από τη μεγάλη διάρκεια και την, σε μεγάλο βαθμό, σιωπηλή εκτύλιξη των γεγονότων, υπάρχουν και οι γλαφυρά τεκμηριωμένες γνώμες στα blogs, όπως αυτή που εκφράζει ο Γιώργος Παπαδημητρίου στο CineDogs, γράφοντας:

«Ο Ινιάριτου χρησιμοποιεί την αγριάδα του φυσικού τοπίου ως αρένα για τη μάχη επιβίωσης του ήρωά του. Ως ναό δοκιμασίας των ανθρώπινων αντοχών και τέλεσης μίας αρχετυπικής σκληρότητας. Η δράση απλώνεται σε κακοτράχαλους γκρεμούς κι ορμητικούς ποταμούς, σε θύελλες και παγετούς. Οι πληγές είναι ανοιχτές και ζέχνουν και τα πάντα είναι ενταγμένα στο δίπολο επιβίωσης-αφανισμού. Η απεραντοσύνη του τοπίου αντιπαραβάλλεται με (καταχρηστικα στη συχνότητά τους) πολύ κοντινά πλάνα στα ανθρώπινα πρόσωπα, σε κάθε «κρίσιμη» ή συγκινητικά φορτισμένη στιγμή. Οι σκηνές δράσης είναι ενορχηστρωμένες και χορογραφημένες σαν ματωμένο πατινάζ στον πάγο, τα κάδρα είναι μελετημένα, ενδελεχή, λεπτομερή. Ο Ινιάριτου φροντίζει λοιπόν εξονυχιστικά το περίβλημα της ταινίας του, λησμονώντας όμως να της προσδώσει ψυχή. Παραδίδεται σχεδόν αβλεπεί στη διαχρονική ιδεοληπτική του εμμονή με τον ανθρώπινο πόνο και ζόφο, ξεχνώντας να του προσδώσει πραγματικά μεγαλοπρεπείς, πραγματικά ανθρώπινες διαστάσεις.»

Ο Παναγιώτης Μπερζιγιαννίδης, στο προφίλ του στο Facebook, αναρτά τα εξής για την «Επιστροφή»:

«Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι η διάρκειά της. Πρόκειται για μια αργόσυρτη ταινία δυόμισι ωρών και κανονικά δεν θα είχα πρόβλημα, αφού λατρεύω το αργό σινεμά, αλλά εδώ αντικρύζω ένα άδειο κέλυφος με επίφαση Μεγάλου Έπους. Η υπόθεση θα μπορούσε να χωρέσει σε μια σφιχτή ταινία μιάμισης ώρας χωρίς αχρείαστα sub-plots που την κάνουν να χάνει σε συνοχή και focus. Ο Λουμπέσκι κάνει παπάδες στη φωτογραφία (χαίρω πολύ), αλλά έλεος με τα μονοπλάνα ρε Ινιαρίτου. Τώρα που βρήκαμε παπά να θάψουμε δυο-τρεις; Τα ατελείωτα μονοπλάνα του τεντώνουν την αίσθηση που αφήνουν οι σκηνές στο μάτι, στρετσάρουν κάπως τον χρόνο, και νομίζεις ότι έχεις δει ταινία δεκαπέντε ωρών. Εκτός κι αν αυτό ήταν το νόημα.

Εκεί έγκειται η δεύτερη μεγάλη μου ένσταση. Για κάποιο λόγο (να'ναι το περσινό Όσκαρ για το "Birdman"; ), ο Ινιαρίτου νιώθω ότι πιστεύει πως μας κάνει χάρη που γυρίζει ταινίες και τυλίγει τα πάντα με μια αύρα Τέχνης-που-δεν-μπορείς-να-συλλάβεις-γιατί-είσαι-ρηχός-και-θα-σου-δείξω-εγώ. Μεγάλα, ανοιχτά, επικά πλάνα της Μάνας Γης, ονειρικές σεκάνς που δεν εξυπηρετούν σε τίποτα την πλοκή (θα το καταλάβαινα αν τις χρέωνε στην υποθερμία, αλλά δεν υπάρχει πουθενά τέτοιο hint), βιρτουοζιτέ που γίνεται αυτοσκοπός και όχι μέσο. Όταν κάνει αυτά τα κόλπα ο Μάλικ (που τα έκανε από το "Badlands" ακόμα, μην ξεχνιόμαστε) τον κατηγορείτε ως δηθεν-ά και ακαταλαβίστικο, τώρα θα σκιστείτε για να μας αποδείξετε ότι ο Ινιαρίτου είναι ο νέος Ταρκόφσκι. Μόνο που ο Μάλικ κάνει ταινίες με φιλοσοφικό πρόσημο, ταινίες-ποιήματα, ο Ινιαρίτου έστησε απλά έναν οδηγό επιβίωσης στην Άγρια Φύση του 19ου αιώνα. Πρωτόγονα όμορφο στην όψη, σίγουρα, αλλά άψυχο σαν κατασκεύασμα. Αυτό που με εκνεύρισε περισσότερο, είναι η υπερβολική σιγουριά του ότι η ιστορία του θα αγγίξει το κοινό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αντέξει δυο ώρες χωρίς διάλογο, χωρίς αφήγηση, και χωρίς ΚΑΤΙ να γίνεται επί της ουσίας. Έκανε λάθος.

Τρίτον, η ταινία υποφέρει από στερεότυπα. Ο ΝτιΚάπριο/Γκλας είναι ο ήρωας της υπόθεσης, γιατί έτσι, ο (εξαιρετικός, ίσως καλύτερος κι από τον Λίο) Τομ Χάρντι/Φιτζέραλντ είναι ο villain, και πέραν τούτου, ουδέν. Οι Ινδιάνοι και οι Γάλλοι παρουσιάζονται όσο πιο κλισέ γίνεται, οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι μόνο μια σημείωση στο σενάριο, αλλά ακόμα και για τους δύο πρωταγωνιστές δεν δίνεται κανένα background που να δικαιολογεί τη στάση ή την μεταστροφή τους, καμιά πληροφορία για το παρελθόν τους (πέρα από κάτι οπτασίες, εντάξει, Μεγάλο Σινεμά, το καταλάβαμε), κανένα tip που να δίνει άλλοθι στις πράξεις τους στην ερημιά. Καταλαβαίνω, είναι ένα σκληρό περιβάλλον και μια σκληρή περίοδος, όλα πρέπει να είναι ωμά, αντρικά, αλλά δεν μπορείς να συνδεθείς εύκολα με τους χαρακτήρες, με αποτέλεσμα ό,τι κι αν κάνουν, να σε αφήνει παγερά αδιάφορο. Με λίγα λόγια, είτε επέστρεφε είτε όχι ο Γκλας για να εκδικηθεί τον Φιτζέραλντ, το ίδιο θα μου έκανε. Σε έναν κόσμο όμως που χαρακτηρίζεται από τον αμοραλισμό του, περίμενα να παίξουν πολλές γκρίζες ζώνες στον χαρακτήρα των αντι-ηρώων, και όχι κάτι τόσο βολικά μανιχαϊστικό. Το φινάλε χαρακτηρίζεται από ευκολίες και από έλλειψη φαντασίας, ενώ κλασικά στη τελευταία σκηνή ο Ινιαρίτου τρώει τα μούτρα του πέφτοντας στην παγίδα που έστησε ο ίδιος για το κοινό του.»

Κι έτσι τίθεται το βασανιστικό ερώτημα: ό,τι κι αν γράφουν οι διάσημες πένες, όσο κι αν ανεβάζουν το γόητρο και τη «μετοχή» μιας ταινίας, στο χρηματιστήριο των πολιτιστικών αξιών, οι υποψηφιότητες για Όσκαρ που συγκεντρώνει, όσο μεταφυσικό δέος κι αν εμφυσούν τα μεγαλόπρεπα πλάνα της σε ορισμένους πιστούς των κινούμενων εικόνων, αν έχει χάσει την επαφή της με το συναίσθημα των θεατών, κάπου στη διαδρομή, μπορούμε να το παραβλέψουμε;

Μπορούμε να συνεχίσουμε τους διθυράμβους, σαν να μην μας αφορά ο τρόπος που γίνεται η πρόσληψή της, από μια μεγάλη μερίδα των κινηματογραφόφιλων; Έχουμε το δικαίωμα να της πιστώνουμε μια «μουσειακή» υπεροχή και να την ανακηρύσσουμε αιώνια, προβλέποντας τιμές που επίκεινται μέσα στα μελλοντικά βάθη, αν στην σημερινή, ζώσα επαφή της με τον κόσμο, έχει αποτύχει να μεταδώσει την ανατριχίλα για την οποία προοριζόταν;

Βέβαια, θα πουν κάποιοι, υπάρχουν κι οι αντίθετες απόψεις, που της αναγνωρίζουν, εδώ, στο παρόν, ένα αδιαπραγμάτευτο κλέος. Και –φυσικά- όταν ένα κινηματογραφικό έργο διχάζει, αυτό σημαίνει ότι έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Σίγουρα. Αν, όμως, προκαλεί ακραία συναισθήματα. Οι χλιαρές αντιδράσεις είναι οι χειρότερες. Αυτές του «ναι μεν…αλλά». Κι ο Ινιαρίτου δεν μπήκε σε όλο αυτό τον κόπο για να δρέψει αυτές τις τελευταίες.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ