Βαβυλώνα - ταινιες || cinemagazine.gr

Βαβυλώνα

Babylon

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντάμιεν Σαζέλ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ντάμιεν Σαζέλ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μαργκό Ρόμπι, Μπραντ Πιτ, Ντιέγκο Κάλβα, Τζιν Σμαρτ, Γιόβαν Αντέπο, Λι Τζουν Λι
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Λάινους Σάντγκρεν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τζάστιν Χούρβιτς
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 189'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tulip Entertainment
    Βαβυλώνα

Εγκληματικά άνιση και συνολικά υποδεέστερη από τα μέρη που την αποτελούν, η «Βαβυλώνα» αποτελεί τον απελευθερωμένο από κάθε φόρμα, αλλά σθεναρά κινηματογραφικό αυτοσχεδιασμό ενός προβοκάτορα. Φλερτάροντας μεγαλοπρεπώς με την καταστροφή, ο Ντάμιεν Σαζέλ ξαναγράφει την ιστορία του πρώιμου Χόλυγουντ με τους δικούς του φανταχτερούς όρους και σφραγίζει την πιο μεγαλεπήβολη μέχρι σήμερα ταινία του με ένα παθιασμένο γράμμα αγάπης προς το σινεμά. Εμείς τι φταίμε;

Από τον Θοδωρή Καραμανώλη

Η ανθρώπινη ιστορία και δη η ιστορία του πολιτισμού και του θεάματος είναι γεμάτη «Βαβυλώνες». Χτισμένη στη δυτική άκρη της Μεσοποταμίας, περιτριγυρισμένη από την έρημο και οχυρωμένη πίσω από πελώρια τείχη, η original Βαβυλώνα έγινε η πρώτη καταγεγραμμένη μεγαλούπολη της αρχαιότητας. Πάνω από μια χιλιετία αργότερα, στα χρόνια του «Βασιλιά των Βασιλέων» Ναβουχοδονόσορ, οι καλλιτέχνες της ισχυρότερης μέχρι τότε πόλης στον κόσμο την στόλισαν με πολύχρωμους λίθους και παραστάσεις ζώων, έχτισαν ζιγκουράτ και ναούς σπάνιου κάλλους, έφτιαξαν τους Κρεμαστούς Κήπους για να γλυκάνουν το νόστο της βασίλισσάς τους. Ο ίδιος ο Ναβουχοδονόσορ στον ύπνο του σκέφτοταν αγάλματα κι ένα βράδυ είδε έναν γίγαντα φτιαγμένο από χρυσό, ασήμι, χαλκό και σίδηρο, αλλά είχε πήλινα πόδια. Μια πέτρα έπεσε στα πόδια του αγάλματος κι αυτό καταστράφηκε για να σηκωθεί στη θέση του ένα βουνό που κάλυψε ολόκληρη την πλάση. Οι μάγοι του κατάλαβαν πως τον είχε κερδίσει ο φόβος. Το τέλος της Βαβυλώνας ήταν κοντά.

Όλοι συμφωνούν πως ήταν υπέροχη όσο κράτησε και τιμωρήθηκε γι' αυτό. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν τη Βαβυλώνα σαν σύμβολο της ασυδοσίας και της ανούσιας χλιδής. Θαμπωμένοι απ' τα ζιγκουράτ οι Χριστιανοί έπλασαν στην παράδοσή τους τον Πύργο της Βαβέλ, ένα κτίριο που θα έφτανε μέχρι το Θεό τους, φτιαγμένο από ανθρώπους που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Κι η Βαβέλ έγινε η ύψιστη έκφραση της ύβρεως στην Παλαιά διαθήκη. Στα όνειρα, στις διδαχές, κι απ' ότι φαίνεται στο κοινό συνειδητό των διάδοχων πολιτισμών, η Βαβυλώνα ήταν ένοχη.

Στην αυγή του κινηματογράφου ο Γκρίφιθ συνειδητοποιεί τη δυναμική της αφήγησης και αποπειράται να γυρίσει τη μεγαλύτερη ιστορία που ειπώθηκε ποτέ. H «Μισαλλοδοξία» ένα υπέρ του δέοντος φιλόδοξο αμάλγαμα συγκριτικής μυθολογίας, καλλιτεχνικής αποθέωσης και ασυνείδητης αυτοκαταστροφής, στέκει μέχρι σήμερα ως αδιάσειστο σύμβολο της μεγαλομανίας του αμερικάνικου σινεμά. Κι ο βασικός - αν όχι αποκλειστικός -  λόγος γι' αυτό, είναι το κομμάτι της ταινίας που αφορά στη Βαβυλώνα. Θέλοντας να αφηγηθεί την ιστορία της άλωσής της από τους Πέρσες, ο Γκρίφιθ αποφάσισε να αναπαραστήσει την επιθανάτια μεγαλοπρέπειά της σε όλη της την έκταση. Των Κρεμαστών Κήπων συμπεριλαμβανομένων. Στη μία όχθη της μέχρι τότε ήσυχης Σάνσετ Μπούλεβαρντ αναγέρθηκε ένα πελώριο πλατό, με 10άδες χιλιάδες κομπάρσους να πηγαινοέρχονται κάθε μέρα. Μέχρι που τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν, το αμφιλεγόμενο τετράωρο έπος του Γκρίφιθ κυκλοφόρησε, η «Μισαλλοδοξία» έγινε ένα από τα πιο παρεξηγημένα κεφάλαια της κινηματογραφικής ιστορίας. Η ζωή του Λος Άντζελες δεν θα μπορούσε όμως να είναι πια η ίδια. Γιατί ο ορίζοντας της «Πόλης των Αγγέλων» είχε διαβληθεί δια παντός. Εκεί που κάποτε υπήρχε ουρανός, τώρα υπάρχει μόνο ένα γαργάντιο εγκαταλελειμμένο σετ που έμεινε να ρημάζει. Υπάρχει το φάντασμα μιας ταινίας που στοίχειωσε το δημιουργό της κι έχει στην καρδιά του τη Βαβυλώνα.

Αλλά.

Αυτή είναι η ιστορία της Γένεσης του Χόλυγουντ. Γιατί Χόλυγουντ δεν είναι απλά η δημόσια σφαίρα μέσα στην οποία εμπορευματοποιήθηκε, ανδρώθηκε, τελειοποιήθηκε, εξελίχθηκε και εκλαϊκεύτηκε η τέχνη του Σινεμά. Το Χόλυγουντ έχει γεωγραφικό προσδιορισμό και τα θεμέλιά του μπήκανε χωρίς να το φαντάζεται κανείς, με τις σκαλωσιές της «Μισαλλοδοξίας». Η Σάνσετ πουλήθηκε κι αγοράστηκε, αλλά το κόστος για την αποψίλωση της ανακατασκευασμένης Βαβυλώνας ήταν δυσβάσταχτο. Υπήρχε επίσης θέμα με τους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που εργάστηκαν για το φιλμ και την εκ νέου απορρόφησή τους από την αγορά, αφού ολόκληρη η τότε βιομηχανία του θεάματος δεν είχε την άμεση οικονομική δυνατότητα, τη ρευστότητα θα λέγαμε, που είχε να διαχειριστεί ο Γκρίφιθ όταν ξεκίνησε τη «Μισαλλοδοξία». Είχε όμως τη δυναμική. Έτσι κάποιοι από τους σεναριογράφους, απ' τους πιονέρους σκηνοθέτες, τους πιο εργατικούς τεχνικούς και ορισμένους που ήθελαν να ζήσουν ένα κομμάτι απ' τη διαφαινόμενη μαγεία, μετακόμισαν κάτω απ' τις σκαλωσιές με τις οικογένειές τους. Και σήκωσαν νέα τείχη, άρθρωσαν καινούργια όνειρα, έφτιαξαν αθάνατες εικόνες. Καλλιτέχνες άρχισαν να μεταναστεύουν για να μοιραστούν με το κοινό τις ιστορίες τους, κομπάρσοι, νεαροί και νεαρές γεμάτοι φιλοδοξία, ξημεροβραδιάζονταν στις εισόδους παρακαλώντας τους φύλακες να τους αφήσουν να μπουν μήπως ξεκλέψουν μια ευκαιρία. Γκάνγκστερς και παραγωγοί θωράκισαν με σίδερο κι ατσάλι την ανερχόμενη βιομηχανία, τροφοδοτώντας την με ουσίες και δολάρια ώστε να δουλεύει around the clock. Από το στούντιο στα πάρτι κι από εκεί στο γύρισμα. Μέχρι που κάποια από τα αστέρια στο καινοφανές αυτό στερέωμα ξεκίνησαν να λάμπουν πιο δυνατά κι εγένετο το star system.

Εκεί ακριβώς είναι το σημείο απ' όπου πιάνει το νήμα ο Ντάμιεν Σαζέλ. Κι αν η εισαγωγή σας φαίνεται μεγάλη, κάθε λέξη έχει ξεχωριστό νόημα αν την πετάξεις μπροστά απ' τον προτζέκτορα όσο παίζει η «Βαβυλώνα». Η οποία μέχρι να σκάσει ο τίτλος στο πανί, σε έχει πάρει και σε έχει σηκώσει πάνω από ένα οργιώδες σκηνικό. Ένα αμαρτωλό σουαρέ πλημμυρισμένο από θείες «μπρούτζινες» jazz μελωδίες και τα πάθη της μέθεξης ενός πλήθους που ζει εν αγνοία του τις τελευταίες μέρες της Ρώμης. Ένας νεαρός Μεξικάνος παραγιός φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία του οργίου. Μια εντυπωσιακή ξανθιά κάνει φασαρία και δίνει ψεύτικο όνομα στον πορτιέρη, αλλά αυτός αρνείται να την αφήσει να περάσει. Μετά από λίγο φτάνει ο Τζακ Κόνραντ, το μετέπειτα μεγαλύτερο συμβόλαιο της MGM, γεννημένος σταρ, βασιλιάς στο σύγχρονο Πύργο της Βαβέλ, ενστικτώδης μελετητής ξένων γλωσσών. Στη σκηνή του κλαμπ όπου λαμβάνει χώρα το μυστήριο, ένας νεαρός τρομπετίστας ξεφυσάει για να πάει όσο πιο μακριά γίνεται η βραδιά. Κι αυτοί οι τέσσερις είναι τα μεγαλύτερα κομμάτια σε ένα πολυπρόσωπο μωσαϊκό από χαρακτήρες που συνυπάρχουν αποκλειστικά στα set pieces μιας κατακερματισμένης, σε ό,τι έχει να κάνει με τους χαρακτήρες, αφήγηση.

Μέσα στην ταινία γίνεται αναφορά σε μία ακόμη «Βαβυλώνα»: στο διαβόητο «Hollywood Babylon» του Κένεθ Άνγκερ, απ' όπου ανασύρονται (τουλάχιστον) δύο πικάντικες ιστορίες

 

Παρά τη μέθη και τη μουσική, ο ήλιος κάπως καταφέρνει να σηκωθεί. Η φρενίτιδα συνεχίζεται στο γύρισμα. Η νεαρή ξανθιά είναι πλέον ηθοποιός, ο παραγιός έχει γίνει βοηθός παραγωγής και ο Τζακ Κόνραντ του Μπραντ Πιτ είναι ο Ναβουχοδονόσορας. Είναι ο βασιλιάς του Χόλυγουντ που με ένα τηλεφώνημά του μπορεί να κανονίσει τα πάντα. Από τις κερκίδες μια κριτικός με ουρά και ύφος που θα ζήλευαν όλα τα παγώνια της Ινδίας, περιγράφει γλαφυρά τη στιγμή για τις φυλλάδες. Το ηλιοβασίλεμα, που θα τους βρει όλους νικητές. Και τότε πέφτει ο τίτλος για να ξεκινήσει μια πολύ διαφορετική ταινία.

Μια ταινία που σαν ανταγωνιστή για τους ήρωές της δεν βλέπει τον τοκογλύφο του Τόμπι Μαγκουάιρ, όπως έχει αναπαραχθεί κατά κόρον, αλλά την έλευση του ήχου στον κινηματογράφο. Το πέρασμα από τον βωβό στον ομιλούντα που γεννάει νέες ευκαιρίες, νέες προκλήσεις και «Singin' in the Rain». Για να ξεμπερδέψουμε με τα εύκολα, δεν έχει νόημα να απαριθμήσουμε κινηματογραφικές αναφορές, μηδέ να περάσουμε την ταινία από αυτό το πρίσμα. Από αυτή την άποψη η «Βαβυλώνα» είναι θησαυρός, είναι μια μη πεπερασμένη ποσότητα, ικανή να ξελογιάσει κάθε ιθαγενή της μεγάλης οθόνης. Επίσης, ό,τι ξεκινάς να βλέπεις στο δεύτερο μισό, με τα δεδομένα και τα σταθμά του δημόσιου διαλόγου (που να παραδεχτούμε πως περνάει την πιο ανέμπνευστή του περίοδο) είναι μια πολύ κακή, μία μάλλον αφόρητη ταινία.

Και για να συνεχίσουμε ένα δημόσιο διάλογο υποταγμένο στη δικτατορία των τρόπων του είναι, του φαίνεσθαι και του φέρεσθαι, η «Βαβυλώνα» μοιάζει με μια διόλου συναισθηματική εκδοχή του «La La Land». Έχει ένα ζευγάρι που ερμηνευτικά δεν συναντιέται πουθενά και σεναριακά περνάει τα χίλια μύρια όσα, για να φτάσει εν τέλει στο θεατή μια σταγόνα απ' το όνειρό του. Που ακόμη κι αν ταυτίσουμε τον έκδηλο μισανθρωπισμό (που κορυφώνεται με μία κυριολεκτική κατάβαση του Ντιέγκο Κάλβα στην Κόλαση) αφενός με την ηθική παρακμή του νεογέννητου ακόμα Χόλυγουντ κι αφετέρου με μία κυνική ματιά πάνω στην αθέατη πλευρά της showbiz, δεν υπάρχει δραματουργία να την υποστηρίξει. Υπάρχει αντίθετα, ένας σκηνοθέτης που επιδεικνύει την εδώ και χρόνια διεγνωσμένη βιρτουοζιτέ του στα όρια της μανιέρας. Πρόκειται για μια επίδειξη ισχύος πολύ υψηλού προϋπολογισμού, που κάνει πολύ πιο έντονη την υπογραφή και το αποτύπωμα του Σαζέλ σαν αυτόνομη μονάδα μέσα στο στουντιακό σύστημα.

Υπάρχουν πάντως κι άλλα «αλλά». Πολύ μεγαλύτερα απ' το αν η «Βαβυλώνα» έχει ή δεν έχει σενάριο και χαρακτήρες της προκοπής. Το ευτυχές είναι πως η ταινία τα κάνει απολύτως point της. Γιατί πρώτον, μη μου πείτε πως πρέπει να σταθώ μπροστά απ' αυτό το φρενήρες κατασκεύασμα και να ψάξω αρχή, μέση και τέλος σε πράξεις που στην τελική βγάζουν νόημα μόνο στη λογική της μαζοποίησης. Στη λογική της κατανάλωσης και της ευκολότερης πέψης του κινηματογραφικού προϊόντος. Άντε και στη λογική της συγκριτικής μυθολογίας που γέννησε το κοινό μας αφήγημα (σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε). Και δεύτερον, όπως αναφέραμε ήδη, δεν υπάρχουν σκηνές σε λογική αλληλουχία αλλά εκτεταμένα, εντυπωσιακά και εξαιρετικά σκηνοθετημένα set pieces. Σκηνές ανθολογίας όπως θα λέγαμε κάποτε.

Αν λοιπόν και μόνο αν, η κατακερματισμένη αφήγηση δεν λέει τις ιστορίες αυτών των χαρακτήρων, αλλά τις ιστορίες «φαντασμάτων και αγγέλων» από το βιβλίο των θρύλων του Χόλυγουντ; Αν στον Ναβουχοδονόσορα του Μπραντ Πιτ, που οραματίζεται την υψηλή τέχνη μέσα από το γκρέμισμα της προσωπικής του αυτοκρατορίας, κάποιοι θυμηθούν ή ανακαλύψουν την ιστορία των σταρς που καθόρισε το σινεμά που βλέπουμε σήμερα; Αν η ελλιπώς ορισμένη αλλά καλώς εννοούμενη σινεφιλία, αυτή που θα σε φέρει πιο κοντά στις ιδέες που αγάπησες in the first place, είναι το μόνο νόημα;

Αν όλ' αυτά, τότε κάπως κι όλα δένουν. Μπορεί όχι απαραίτητα στο πακέτο μια εμπορικής παραγωγής, αλλά μιας κινηματογραφικής παρέμβασης που σαν σκοπό είχε να προκαλέσει. Η «Βαβυλώνα» -ήδη το γνωρίζουμε αλλά και να μην το ξέραμε πάλι το ίδιο θα γράφαμε- θα δημιουργήσει μεγάλο χάσμα μεταξύ των αντιδράσεων που θα συναντήσει. Είναι μια ταινία που είτε της βάλει κάποιος μηδέν είτε πέντε, δεν χάνει από την έντασή της. Γιατί με το περιεχόμενό της σου επιτρέπει να εξερευνήσεις αυτό το χάσμα, να βουτήξεις στο κενό και να βγεις αναβαπτισμένος ή καταρρακωμένος απ' την εμπειρία μιας προβολής μυστήριο (ή/και μαρτύριο). Με τον τρόπο της, έστω αυτόν τον άκομψο αφηγηματικά τρόπο που έχει, θέτει μια μακρά σειρά από θέματα, που άπτονται της διαδικασίας του σινεμά, του ρόλου της κριτικής, της ευθύνης του δημιουργού, του σεξισμού/ρατσισμού, της ιστορίας της τέχνης, της λειτουργίας της αίθουσας και πολλών άλλων που αν κάποιος έχει οποιαδήποτε συνάφεια με κινηματογραφικό υποκείμενο και το πως προκύπτει, έχει τρομερό ενδιαφέρον να ανακαλύψει όσο παρακολουθεί ένα ομολογουμένως τρομερά ανισόρροπο φιλμ. Έκρυθμο στο βαθμό που λες θα εκραγεί κι όταν πια εκρηγνύεται μπορεί να ξεθυμαίνει για ώρες...

Επειδή όμως μετά τις δηλώσεις του Σαζέλ είναι πασιφανές πια πως πρόκειται για προβοκάτσια, προερχόμενη μάλιστα από τις βάσεις ενός συστήματος που εδώ και χρόνια θεωρούσαμε ερμητικά σφραγισμένο (ένα μπράβο εδώ να το πούμε), υπάρχουν points τα οποία δεν γίνεται να παραβλέψουμε. Ένα πολύ βασικό έχει να κάνει με το σινεμά ως τέχνη, ή ως υψηλή τέχνη που η κουβέντα είναι ανοιχτή εδώ και χρόνια, αλλά πάντα καταλήγει νομοτελειακά σε συμπλέγματα, ανωτερότητας ή κατωτερότητας.
Όχι, το σινεμά δεν είναι τέχνη επειδή αφορά δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, ούτε επειδή μπορεί και γεννάει τους δικούς του λαϊκούς ήρωες. Είναι κάτι που δεδομένα αυτονομείται πολύ εύκολα από τις τέχνες τις οποίες κληρονόμησε όντας η κοινή συνισταμένη τους, και που σίγουρα στη συνείδηση του κοινού τις έχει ξεπεράσει. Η «Βαβυλώνα» κουβαλάει αυτό το κόμπλεξ και το φωνάζει, προσπαθεί πολύ για να είναι τέχνη υπερκερνώντας τους κανόνες του καθώς πρέπει κινηματογράφου. Κι αν πεις ότι υπάρχει άτυπος ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο (να φτιάχνουμε δηλαδή τέχνη για το πανί), με τη «Βαβυλώνα» ο «κομπλεξικός» Σαζέλ θα πρέπει να συγκαταλέγεται πλέον στους πρωτοπόρους.

Επίσης, έχει απόλυτο νόημα η επανάληψη των μύθων και της ιστορίας είτε πρόκειται για τις γραφές είτε για τη γέννηση του Χόλυγουντ. Όχι απλά επειδή ενέχει τη γνώση και την πρόγνωση, αλλά επειδή οι κοινοί της τόποι είναι η φαιά ουσία που καλύπτει την ενιαία μας διαδρομή προς την τέχνη. Κάπως έτσι μια ταινία που είναι γεμάτη από αναφορές, βγάζει απόλυτο νόημα ακόμη κι αν δεν αναγνωρίσεις μέσα της τον Κινγκ Κονγκ ή αν δεν ξέρεις τις μισές απ' τις ταινίες του τζαζεμένου μοντάζ που παίζει λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Η ενοχοποιημένη απ' τους κάθε λογής ηθικολόγους Βαβυλώνα είναι ένα διαχρονικό και παγκόσμιο σύμβολο. Η αισθητική που φέρει το άκουσμα της λέξης και μόνο, είναι αρκετή για να προκύψει νόημα σε οποιοδήποτε διάλογο. Στην περίπτωσή μας, αυτόν που επιχειρεί μια ηδονική ελεγεία για το μεγάλο σινεμά, η οποία ξεκίνησε με τον Σαζέλ να πατάει το κουμπί της αυτοκαταστροφής και συνεχίστηκε σε μια αίθουσα που για τρεις ώρες ανέδυε το άρωμα της πιο γλυκιάς παρακμής.

Τέλος, δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη χωρίς την ύβρη. Η «Βαβυλώνα» είναι μια μορφή ύβρεως (που χρειαζόταν). Κουβαλάει την απολύτως αρμοστή αλαζονεία ενός δημιουργού που πιστεύει πως θα γίνει ο καταλύτης για κάτι μεγαλύτερο. Που θα κοιτάξει αφ' υψηλού όσους του πουν για τα λεφτά της Paramount, για τα εισιτήρια που δεν θα κάνει και για τα βραβεία που δεν θα έρθουν (εκτός από δύο κατηγορίες - μουσική και καλλιτεχνική διεύθυνση) και θα αισθάνεται πως είναι καλύτερος.

Προσωπικά μιλώντας, θα έχει δίκιο...

Ο θρύλος λέει πως ο Ηρόδοτος έμεινε άφωνος όχι απ' όσα εντυπωσιακά αντίκρυσε να στέκουν στη Βαβυλώνα, αλλά από τα ερείπια που τον έκαναν να αναλογιστεί πως επρόκειτο μάλλον για την λαμπρότερη πόλη που υπήρξε ποτέ. Έτσι κι εγώ στέκομαι με δέος μπροστά στα συντρίμμια μιας μεγαλεπήβολης ταινίας με πήλινα πόδια, για να έχουν κάπου να σημαδεύουν οι επικριτές της. Δεν θα ξεχάσω όμως πως για μία περίπου ώρα με πήγε «στο καλύτερο μέρος του κόσμου» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπραντ Πιτ. Σε ένα διθυραμβικό ηλιοβασίλεμα, ανάμεσα σε «αγγέλους και φαντάσματα», να ξαναδιαβάζω εικονογραφημένες τις ιστορίες που μεγάλωναν μέσα μου και μέσα μας τον κινηματογράφο. Μέχρι να ερωτευτούμε την οθόνη. Κι όταν ύστερα λαθρεπιβάτες σε μια δεσμίδα φωτός, κάποιοι γίναμε επιτέλους μάρτυρες του ξεπεσμένου μεγαλείου των κλασικών, μπορούσαμε πια να το παραδεχτούμε.

Η «Βαβυλώνα» είναι αυτή η παραδοχή.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Βαβυλώνα
  • Βαβυλώνα