Strange Darling
Strange Darling
Μια ματιά στην πιο πρόσφατη, αιματοβαμμένη δράση ενός κατά συρροή δολοφόνου.
Ειλικρινά, όσα λιγότερα γνωρίζει κανείς για την ταινία του Τζ. Τ. Μόλνερ τόσο το καλύτερο. Αυτό από μόνο του είναι ολίγον τι προβληματικό για εμάς που γράφουμε τα κείμενα, ιδιαίτερα όταν πρέπει να σταθείς απέναντι στο εκάστοτε κινηματογραφικό δημιούργημα και να βάλεις σε μια τάξη τις σκέψεις σου αναφορικά με το τι αποκόμισες από αυτό, που στέκεται στο ευρύτερο πλαίσιο της εποχής του (το κρατάμε αυτό) και τι μπορείς να περιμένεις (και εσύ αλλά και εμείς) ως θεατές από την ταινία.
Θα ξεκινήσω λέγοντας χαλάλι για την αδυναμία σύλληψης ενός πιο επικεντρωμένου και ουσιαστικού γραπτού, αν μη τι άλλο γιατί το «Strange Darling» είναι ένα φιλμ που παίζει διαρκώς με τις προσδοκίες σου, τα πιστεύω σου και τα καλώς(;) επιμερισμένα «κουτάκια» της καθημερινότητάς σου (και μας) ως προς το τι είναι σωστό, τι αναμενόμενο και τι σημαίνει τελικά όλα αυτά να μην έχουν καμία απολύτως σημασία.
Το βασικό πλαίσιο της πλοκής είναι εξαιρετικά απλό: μια γυναίκα και ένας άνδρας που δεν γνωρίζονταν πρωτύτερα, βρίσκονται για ένα one night stand. Από τα συμφραζόμενα αφήνεται να εννοηθεί πως η γυναίκα είναι «πεταλουδίτσα της νύχτας» (sic) και ο τύπος…ένας τυχαίος τύπος, αν και το γεγονός πως κουβαλάει στο αυτοκίνητό του ένα shotgun, μάλλον καθιστά τα πράγματα λιγάκι πιο περίπλοκα, αλλά και κάπως πιο ξεκάθαρα.
Πέρα από την κεντρική ιδέα της (συν)εύρεσης των πρωταγωνιστών – εδώ έχουμε δυο ατόφια δυναμικές ερμηνείες για το είδος του θρίλερ από τους Γουίλα Φιτζέραλντ και Κάιλ Γκάρνερ – η ιστορία είναι χωρισμένη σεναριακά σε έξι κεφάλαια, με την πλοκή να ακολουθεί εσκεμμένα μη γραμμική αφήγηση, χρησιμοποιώντας την εν λόγω τεχνική προκειμένου να θολώσει τα νερά ως προς τα κίνητρα των ηρώων, αλλά και να διατηρήσει το τοπίο ομιχλώδες σε ό,τι αφορά στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε αυτά που μας δίνει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, αφού ο Μόλνερ υπογράφει και το σενάριο.
Το ζήτημα της πρόσληψης των όσων βλέπουμε, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο είναι στημένη η αφήγηση διαδραματίζει μείζονα ρόλο εδώ στο πως ανανεώνεται το είδος του thriller, με τον Μόλνερ να μην ακολουθεί την πεπατημένη, ακόμα κι αν αυτό που κάνει πρόκειται στην ουσία για ένα εύρημα που υπάρχει σχεδόν από πάντα στο σινεμά. Η χρονικά ιδιότυπη, εκφρασμένη δράση και όχι η διαισθητική απόπειρα στη μαντεψιά για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, συνιστά την ουσία της ταινίας, γύρω από την οποία εκτυλίσσεται μια, κατά τα άλλα, καθαρόαιμη crime υπόθεση που δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα εάν ακολουθούσε τη γραμμική φόρμα.
Σε επίπεδο εποχής το φιλμ έρχεται και γραπώνεται σε μια meta #MeToo πραγματικότητα και η αλήθεια είναι πως μάλλον θα προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ως περιεχόμενο έρχεται πακέτο και με μια εκτενή σεκάνς προκαταρκτικών που «παίζουν» με το υποθεσιακά διφορούμενο μοτίβο της σεξουαλικής συναίνεσης. Εντούτοις, χρήσιμο είναι να θυμόμαστε πως «τέρατα» - κάθε πιθανού συνδυασμού - υπήρχαν από πάντα και θα υπάρχουν στο διηνεκές ή τουλάχιστον μέχρι να σταματήσει η ανθρωπότητα να αναπνέει πάνω σε τούτον τον πλανήτη.
Ο Μόλνερ έχει μελετήσει τις αναφορές του και τους σκηνοθέτες πίσω από αυτές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν δεν υπήρχαν εκείνοι, το «Strange Darling» θα είχε ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική διαδρομή, πιθανότατα προβλέψιμη και ενδεχομένως εκνευριστικά στερεοτυπική για το genre. Αντιθέτως, τόσο το σενάριο, όσο και το σκηνοθετικό στιλιζάρισμα (με ντεμπούτο στη διεύθυνση φωτογραφίας από τον ηθοποιό Τζιοβάνι Ριμπίζι) συνθέτουν ένα φιλμ που φλερτάρει με τις pulp καταβολές του, παραμένοντας, την ίδια στιγμή, σύγχρονο και αρκούντως καυστικό ως προς τις σχέσεις και τη δυναμική των φύλων. Η αγάπη όντως πονά. Εξαρτάται βέβαια από ποια πλευρά της βρίσκεσαι: από εκείνη που τη δίνει ή από εκείνη που τη δέχεται;