Τhe End - ταινιες || cinemagazine.gr

Τhe End

Τhe End

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Δανία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ην. Βασίλειο, Σουηδία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόσουα Οπενχάιμερ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Τζόσουα Οπενχάιμερ, Ράσμους Χάιστερμπεργκ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τίλντα Σουίντον, Μάικλ Σάνον, Τζορτζ ΜακΚάι, Μόουζες Ίνγκραμ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μίκαηλ Κρίτσμαν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάριους Ντε Βρις, Τζος Σμιντ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 156'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Weird Wave
    Τhe End

Ο Τζορτζ ΜακΚάι, η Τίλντα Σουίντον κι ο Μάικλ Σάνον χορεύουν και τραγουδούν για το τέλος του κόσμου. Το σοκαριστικό ντεμπούτο του Τζόσουα Οπενχάιμερ στη μυθοπλασία είναι ένα μιούζικαλ που δεν μοιάζει με κανένα άλλο και παρά τον τίτλο του δεν οδηγεί πουθενά, καθώς αναλύεται σε κοινωνικοπολιτικές συνιστώσες.

Από τον Θοδωρή Καραμανώλη

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο νεαρός γιος μιας από τις τελευταίες οικογένειες του πλανήτη. Έχει γεννηθεί μέσα στο καταφύγιο που έφτιαξε ο πατέρας του, ένας από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες του πάλαι ποτέ δυτικού κόσμου στο πεδίο της ενέργειας. Η μητέρα του στα νιάτα της ήταν μπαλαρίνα, ενώ μαζί τους, κάτω αμέτρητους κυβικούς τόνους τσιμέντου μένουν ένας γιατρός, και δύο επιλαχόντες που έχουν αναλάβει ρόλους υπηρετικού προσωπικού.

Αν και ποτέ δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς τους έχει οδηγήσει να απομονωθούν (για 25 όπως αποκαλύπτεται χρόνια), από τα λεγόμενα καταλαβαίνουμε πως το κλίμα κι οι θερμοκρασίες στην επιφάνεια της Γης έφτασαν σε τέτοια ακρότατα που καθιστούν τη διαβίωση αδύνατη. Ή σχεδόν αδύνατη αφού μια μέρα ένας αναπάντεχος επισκέπτης εμφανίζεται στον παγωμένο προθάλαμο του καταφυγίου.

Από αυτήν την εξαιρετικά συνοπτική περιγραφή που παραθέτουμε, ο σκηνοθέτης έχει σκεφτεί ένα μιούζικαλ απ’ τη χρυσή εποχή του είδους. Λέγοντας «συνοπτικό», εννοούμε πως θα ήταν αδύνατο να περιγράψουμε την πλοκή, όχι μόνο χωρίς να αποκαλύψουμε κρίσιμες και μαρτυριάρικες λεπτομέρειες, αλλά και τις ιδέες που στροβιλίζονται σαν καρουζέλ μπροστά απ’ τα μάτια του θεατή. Στο «The End» άπαντα τα στοιχεία που το αποτελούν σχετίζονται εν τέλει με την πλοκή.

Λέγοντας στη συνέχεια «σκηνοθέτης», δεν μπορούμε παρά να μείνουμε για λίγο στην περίπτωση του Τζόσουα Οπενχάιμερ. Από την πλευρά της κριτικής, πρόκειται για τον πιο αναγνωρισμένο ντοκιμαντερίστα του 21ου αιώνα, με τις δύο μεγάλου μήκους ταινίες του («Η Πράξη του Φόνου» & «Η Όψη της Σιωπής») να φιγουράρουν πολύ ψηλά στις λίστες με τα καλύτερα μετά το 2000. Για τα πολύ υψηλά κλιμάκια της σύγχρονης κινηματογραφικής διανόησης ο Οπενχάιμερ, παραμένει μία από τις μεγαλύτερες ελπίδες των. Έχει άλλωστε κι ο ίδιος επενδύσει σ’ αυτή τη διαδικασία συμμετέχοντας σαν σύμβουλος ή παραγωγός σε ορισμένα απ’ τα πιο αξιόλογα ντοκιμαντέρ της τελευταίας δεκαετίας. Αν υπάρχει λόγος που τα υπογραμμίζουμε όλα αυτά είναι για να πείσουμε πως ο μειλίχιος και πολυσχιδέστατος Τεξανός, κέρδισε και με το παραπάνω το δικαίωμα του στο υπέρμετρα φιλόδοξο και την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. Και το εξαργυρώνει με τρόπο αμετροεπή σε ένα ναυάγιο.

Λέγοντας μιούζικαλ, μην φέρετε στο μυαλό σας τον κινηματογράφο αλλά το Broadway της «Χρυσής Εποχής», όπως εύστοχα επικαλείται κι ο ίδιος στις συνεντεύξεις του. Όχι επειδή του λείπει η κινηματογραφικότητα, αλλά επειδή στα τραγουδιστικά του μέρη επιτρέπει πολλή περισσότερη περιπλάνηση κι εξερεύνηση απ’ όσο αφήνει (ή ενδεχομένως κι αντέχει) η αφηγηματικότητα στο σινεμά. Είναι ο βασικός μηχανισμός για να μεγαλώσει τον καμβά του σε επίπεδα αντίστοιχα μ’ αυτά της φιλοδοξία του, ώστε να ξεδιπλώσει εν τέλει έναν στοχασμό και μια αλληγορία που φαίνεται να περικλείει τα πάντα όσα θα μας νοιάζουν αν ποτέ βρεθούμε μπροστά απ’ το ούτως ή άλλως επερχόμενο τέλος του κόσμου. Ή του όποιου κόσμου, γιατί απ’ ότι φαίνεται δεν σημαίνει για όλους το ίδιο.

Για τον Οπενχάιμερ, όπως και για τους περισσότερους πριν από αυτόν, είναι το τέλος του δυτικού πολιτισμού που θα προκύψει απ’ την μεταβολή του περιβάλλοντος. Ως απάντηση σε αυτό το τέλος φτιάχνει ένα συμβολικό καταφύγιο για τους ήρωές του, που τους συναντά στην αρχή του Χειμώνα. Γύρω απ’ το εντυπωσιακό είναι η αλήθεια κτίσμα που μπορεί να προσφέρει πρακτικά τα πάντα στους επιζήσαντες, υπάρχουν παγωμένοι διάδρομοι που υπονοούν πως έχει ξεκινήσει κάτι σαν εποχή των παγετώνων. Το ψυχρό σκηνικό συμπληρώνουν τα κατάψυχρα χρώματα στις αίθουσες του καταφυγίου. Ειδικά αυτή που μας υποδέχεται στον πρόλογο και φιλοξενεί πίνακες ζωγραφικής που εκπροσωπούν διαφορετικά καλλιτεχνικά ρεύματα. Το αισθητικό πλαίσιο που επιχειρεί να θέσει ο σκηνοθέτης είναι παραπάνω κι από σαφές, το ίδιο κι οι ιδέες που το συνοδεύουν. Τα πάντα σχετικά με όσα συμβαίνουν φαίνεται να καταλήγουν στο γιο, που εκπαιδεύεται και σκληραγωγείται για να γίνει το κακέκτυπο ενός αναγεννησιακού χαρακτήρα. Ολόκληρο το πρώτο μέρος υπονοεί τη στείρα διαπαιδαγώγησή του. Είναι ένας άνθρωπος που μεγαλώνει κι εκπαιδεύεται με τις αναμνήσεις, τα μέτρα και τα σταθμά ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια. Υπονοείται και μια ημιθανής ελπίδα ότι μια μέρα, με τις γνώσεις και τις επιχειρηματικές δεξιότητες του πατέρα του, πλάι στις καλλιτεχνικές ανησυχίες της μητέρας του, θα μπορούσε να τον ξαναφτιάξει.

Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, αυτή η τόσο υποσχόμενη και ενδιαφέρουσα εισαγωγή υπονομεύεται απ’ την ίδια τη σκηνοθεσία στα πιο βασικά της στάδια. Για να το πούμε πιο απλά το μιούζικαλ φαλτσάρει, κι η χοροχραφημένη κάμερα που έχει βρει όλες τις σωστές γωνίες μέσα στο καταφύγιο, δεν αρκεί για να κόψει τα φάλτσα. Αν ο κόσμος τελειώσει με ένα τραγούδι όπως λένε μερικοί, να μην το πει η Τίλντα Σουίντον. Σε ένα ξεκάθαρα τεχνικό είδος είναι φανερό πως λείπει αρκετή απ’ την τεχνική. Κι όσο τα αδιάφορα νούμερα διαδέχονται το ένα το άλλο, ο θεατής πρέπει να ακολουθήσει κάθε χαρακτήρα στο σόλο του για να μάθει τις ξεχωριστές ιστορίες, τα παρακείμενα κι όλα όσα θέλει να πει ο καλλιτέχνης.

Που κρατημό δεν έχει, καθώς μέσα στην ανοστιά, μέσα σ’ αυτή την δημιουργική άπνοια αποπειράται να σηκώσει μια τρόπον τινά παραβολή που εξετάζει μικροσκοπικά ένα βολικό σύνολο της κοινωνίας που ζούμε. Οι έχοντες έρχονται αντιμέτωποι με τις ευθύνες τους απέναντι στον Τρίτο Κόσμο και το περιβάλλον, οι καλλιτέχνες με τη ματαιότητα της τέχνης τους, όλοι με τις προσωπικές τους επιλογές στη ζωή που άφησαν πίσω. Μέσα από όλα αυτά ανακύπτουν σχεδόν οργανικά ταξικά ζητήματα κι οι μικρές τραγωδίες, που αγωνιούν να μεταμορφωθούν σε διδακτικά αφηγήματα σε καθώς η ιστορία ξαναγράφεται για τα μάτια της νεότερης, της ύστατης γενιάς. Ακολουθώντας όμως κάθε προσωπικό νήμα μέχρι την άκρη, το καρουζέλ των ιδεών γίνεται παρακατιανό γαϊτανάκι που στην κορυφή του έχει τις τύψεις όσων επιβίωσαν της καταστροφής. Τύψεις για όσα θα μπορούσαν να είχαν κάνει όσο ήταν ακόμη στην επιφάνεια, τύψεις όσα θα ‘θελαν να σώσουν μαζί τους στο καταφύγιο αλλά δεν τα κατάφεραν.

Είναι απορίας άξιο πώς ένα τόσο ενδιαφέρον εγχείρημα καταλήγει τόσο αναιμικό στην οθόνη. Μειλίχιο και πολυσχιδές, όπως ο δημιουργός του, αλλά ταυτόχρονα τόσο άψυχο και αβαρές.  Το «The End» αποπειράται πάρα πολλά στην τραβηγμένη διάρκειά του, πειραματίζεται, αφηγείται, στοχάζεται και φιλοσοφεί για να προτείνει τις αγωνίες του στο θεατή και να τις συζητήσουνε παρέα. Η ανατροπή της δεύτερης πράξης όμως οδηγεί σε τόσες εξεζητημένες επιλογές που ενώ γεννιέται η ελπίδα, το καταφύγιο μετατρέπεται σε καθαρτήριο. Για τους θεατές όχι για τους ήρωες του. Μια ταινία που επιχειρεί να πατήσει σε διάφορα θέματα με τρόπο που άπτεται της φιλοσοφίας για να δομήσει ένα ντετερμινιστικό σχόλιο για μια κοινωνία που οδεύει στην αυτοκαταστροφή της, εν τέλει δεν πατάει πουθενά. Ομοίως, καταναλώνεται απ’ την ίδια φιλοδοξία του δημιουργού της κι ενώ διαθέτει ένα πλούτο ιδεών, παραμένει μετριότατη στα πιο βασικά της φιλμοκατασκευής.

Το φιλμ τελειώνει με ένα πλάνο ικανό να ακυρώσει οποιοδήποτε ηθικό δίδαγμα. Όλες αυτές οι σκέψεις για μια παρέα στο τέλος του χρόνου, που μετανιώνει για όσα δεν πρόλαβε να ζήσει όσο μπορούσε ακόμα να κοιτάζει τον ουρανό (κι ένα παιδί που ποτέ δεν τον είδε), σίγουρα άξιζε κάτι παραπάνω από μια αδιέξοδη σπουδή της αποτυχίας του δυτικού τρόπου σκέψης. Έχει ουσία (όχι ιδιαίτερα φαιά όσο και να προσπάθησαν οι σκηνογράφοι) μόνο για όσους επιδίδονται στο να μιλάνε περί ανέμων, υδάτων και λοιπών ενεργοπαραγωγών δυνάμεων έχοντας σαν αφορμή το σινεμά. Για όσους βλέπουν ταινίες είτε επειδή θέλουν να ανακαλύψουν κάτι σχετικά με το μυστήριο της ζωής (το μικρό, το μέγα ©) είτε επειδή απλά γουστάρουν, η σκληρή αλήθεια είναι πως ακόμη και χωρίς καμία καταστροφή ο χρόνος μας στην επιφάνεια του πλανήτη μας είναι πολύ λίγος για να τον ξοδεύουμε σε ταινίες όπως το «The End».  

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Τhe End
  • Τhe End