Ταινία της Εβδομάδας: «Το Κορίτσι με το Βραχιόλι» και η σημασία του τεκμηρίου της αθωότητας σήμερα - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
9:32
12/5

Ταινία της Εβδομάδας: «Το Κορίτσι με το Βραχιόλι» και η σημασία του τεκμηρίου της αθωότητας σήμερα

Ριμέικ αξιώσεων μιας μέτριας αργεντίνικης ταινίας του 2018, που πραγματεύεται μια άλλου τύπου μοντέρνα επιδημία, αυτήν γύρω από τις πολυσυζητημένες έννοιες της ηθικής και της δικαιοσύνης.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ασφαλώς και οι ταινίες συζητούν με όσα συμβαίνουν στη ζωή μας. Άνθρωποι τις φτιάχνουν, εξού και το να τις βλέπουμε και να τις ακούμε είναι κομμάτι μιας λίαν εποικοδομητικής κοινωνικής έκφρασης και προόδου. Ενίοτε οι ταινίες, βέβαια, συζητούν και μεταξύ τους. Κι έχουμε ένα τέτοιο παράδειγμα σε έργα της πρόσφατης διανομής. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, γράφαμε για το «Δωμάτιο 108» και τον ακούσιο συσχετισμό του με το εγχώριο αστυνομικό δελτίο, καθώς και τον εκούσιο με την παγκόσμια επικαιρότητα των ΜΜΕ και των ΜΚΔ, και της κριτικής της ανυποχώρητης τάσης καθενός από εμάς να εξάγει ηθικές κρίσεις επί ζητημάτων που δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει. «Το Κορίτσι με το Βραχιόλι» έρχεται να συνεχίσει, με συνολικά ελκυστικότερη όψη και επεξεργασμένο περιεχόμενο, ακριβώς αυτή την κουβέντα.

Ακόμα και η υπόθεση της ταινίας μοιάζει σχετική: Την επομένη ενός πάρτι, η οικοδέσποινα βρίσκεται άγρια δολοφονημένη και όλες οι υποψίες πέφτουν πάνω στην καλύτερή της φίλη, η οποία ήταν και η τελευταία που εθεάθη να βγαίνει από το σπίτι. Η ταινία ξεκινά με ένα σταθερό μονοπλάνο κατά το οποίο συλλαμβάνεται η κατηγορούμενη και εν συνεχεία προχωρά δύο χρόνια μετά, στην περίοδο της δίκης της. Όλες οι ενδείξεις, αλλά κυριότερα η συμπεριφορά της, την ενοχοποιούν.

Αυτή που ρυμουλκεί το έργο είναι η νεαρή «κατηγορουμένη», Μελίσα Γκερ, στον δύσκολο ρόλο όχι μόνο ενός ανθρώπινου τεστ Rorschach, αλλά και του μέσου που χρησιμοποιεί η σκηνοθετική διεύθυνση για να θεμελιώσει τον λόγο της

Ο Ντεμουστιέ έχει να διαλέξει ανάμεσα στο whodunit, δηλαδή το θρίλερ, και το δράμα, δηλαδή την πριμοδότηση ενός εντελώς άλλου ερωτήματος. Όπως και ο Στρέκερ στο «Δωμάτιο 108» δεν διαλέγει το θρίλερ, όμως η σεναριακή κατάρτιση και ορισμένες πινελιές παραδοσιακής γραφής, προκειμένου να γίνει το έργο και λίγο πιο προσηνές σε μεγαλύτερο κοινό, διασφαλίζουν μια καλύτερη ταινία.

Στο κέντρο της, το εντελώς άλλο ερώτημα που αναφέραμε, η απόσταση ανάμεσα στην Ηθική και την Δικαιοσύνη. Το καλό και το κακό δεν είναι η δουλειά του πολύπαθου θεσμού. Αυτός έρχεται σε έναν κόσμο που η ηθική έχει προαποφασίσει τι είναι τι και έργο του πια είναι η αυστηρή έρευνα, τεκμηρίου αθωότητας δεδομένου, για το κατά πόσον το κακό συνέβη με υπαίτιο εκείνον που κατηγορείται. Με άλλα λόγια, οι προσδοκίες και το αίσθημα της κοινής γνώμης, αμφότερα καθορισμένα από γενικότερα (και ανεξέλεγκτα) χαρακτηριστικά που ουδεμία σχέση έχουν με τις ειδικές συνθήκες ενός εγκλήματος, δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο στην απονομή της Δικαιοσύνης. Πιο σταράτα ακόμα; Το προφίλ, οι αντιδράσεις και ο συσχετισμός ενός κατηγορούμενου με το «τι θα κάναμε εμείς» (δηλαδή τι θεωρούμε εμείς δέον) είναι εμπόδια, αντί εφόδια, στο έργο της Δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, ακριβώς όπως και στην ταινία του Στρέκερ, ο Ντεμουστιέ φτιάχνει μια ταινία για την απρέπεια του να εξανίστασαι - και να ενδίδεις σε ηθικές κρίσεις και ιαχές για πράγματα που δεν γνωρίζεις.

Το πώς το κατορθώνει η γαλλική ταινία είναι λιγότερο ασκητικό, αν και σαφώς στεγνό και ρεαλιστικό, λιγότερο εγκεφαλικό και περισσότερο περιεκτικό τελικά. Διότι μπορεί εδώ να υπάρχει το περιστασιακό ολίσθημα μιας μουσικής υπογράμμισης - λειτουργικό, μελωδικό σάουντρακ από την νεαρή βιολονίστα Κάρλα Παλόνε - που πράγματι σε κάποιες στιγμές δείχνει την δυσπιστία της σκηνοθεσίας στο δράμα που περιγράφει, ή κάποια πλοκή που αποκαλύπτεται βολικά στο τελευταίο τρίτο του έργου, όμως αντισταθμιστικά υπάρχουν διαυγείς παρατηρήσεις: Το χάσμα των γενιών προφέρει το πρώτο άρθρο ενός κοινωνικού/διαπροσωπικού «συντάγματος», που οι γηραιότεροι οφείλουν να μάθουν για να κατανοούν τους νεότερους. Με τη σειρά του αυτό οδηγεί σε κάποιες αποκαλυπτικές σκηνές, όπως αυτή της σιωπής της κατηγορουμένης, που δοκιμάζουν τις ικανότητες κρίσης (και κριτικής, στα κινηματογραφικά δικά μας) του θεατή.

Οι ερμηνείες είναι συλλήβδην επαρκείς, ίσως, κατά τον υπογράφοντα πάντα, με την εξαίρεση της εισαγγελέως - παρότι η αδελφή του σκηνοθέτη που την υποδύεται, η Αναΐς Ντεμουστιέ, είναι από τις ανερχόμενες στη Γαλλία. Αυτή όμως που ρυμουλκεί το έργο είναι η νεαρή «κατηγορουμένη», Μελίσα Γκερ, στο ντεμπούτο της, στον δύσκολο ρόλο όχι μόνο ενός ανθρώπινου τεστ Rorschach, αλλά και του μέσου που χρησιμοποιεί η σκηνοθετική διεύθυνση για να θεμελιώσει τον λόγο της.

Αν η σκηνοθεσία έπαιρνε και τις δύσκολες αποφάσεις, να μην δείξει ας πούμε την ετυμηγορία ή να μην δείξει πλάνο αντίδρασης στο τελικό λογύδριο της κατηγορουμένης (αν και το κάνει τελικά με σοβαρότητα και καθόλου μελοδραματισμό), θα μιλούσαμε για μια ακόμα μεγαλύτερη στιγμή. Που πάντως, ακόμα κι έτσι, συνιστά ένα έργο όχι μόνο κινηματογραφικά αρτιμελές, αλλά και ωφέλιμο ειδικά για τους γονείς που συναποτελούν την περίφημη, ωρυόμενη, «κοινή γνώμη». Υπόδειγμα, τέλος, της διαφοράς προσέγγισης πάνω στην ίδια πρώτη ύλη, σε σχέση με την πληθωρικά επιδεικτική αργεντίνικη ταινία του 2018.