Άμστερνταμ - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Άμστερνταμ

Amsterdam

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Ο' Ράσελ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ντέιβιντ Ο' Ράσελ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Κρίστιαν Μπέιλ, Μάργκο Ρόμπι, Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Μάικλ Σάνον, Ράμι Μάλεκ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Εμανουέλ Λουμπέσκι
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ντάνιελ Πέμπερτον
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood Entertainment
    Άμστερνταμ

Ερευνώντας το μυστηριώδη θάνατο ενός απόστρατου αξιωματικού, δύο βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου και το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου παρασύρονται σε μια συνομωσία πανεθνικού βεληνεκούς που απειλεί να ανατρέψει τις πολιτικές ισορροπίες στις Η.Π.Α.

Από τον Θοδωρή Καραμανώλη

Αυτή η απλή και γενικόλογη σύνοψη έχει όλα όσα χρειάζεται να ξέρετε πριν δείτε το «Άμστερνταμ», κι αυτό σημαίνει αφενός ότι καλύτερα να μην ψάξετε περισσότερα, αφετέρου ότι το κείμενο που ακολουθεί κάποιοι δικαιολογημένα μπορεί να θεωρήσουν πως έχει, χλιαρά μεν, spoilers δε.

Πρόκειται αν μη τι άλλο για ένα παραδοσιακό whodunnit που ξεκινά με τον θάνατο του πατέρα της Τέι-Τέι. Aπό την αυτοψία του προκύπτει το πρώτο στοιχείο μιας υπόθεσης που έχουν αναλάβει άθελά τους ο Κρίστιαν Μπέιλ και ο Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον, ορκισμένοι φίλοι και ανορθόδοξοι συνεργάτες με τις ιδιότητες του ιατρού που ειδικεύεται στις πειραματικές θεραπείες και του δικηγόρου σε μια χώρα που οι μαύροι θεωρούνται πολίτες κατώτερης κατηγορίας αντίστοιχα. Αμφότεροι με τα σημάδια του Πρώτου Παγκοσμίου να έχουν διαβάλει οριστικά το παρουσιαστικό τους.

Κάπου εκεί έρχεται το πρώτο φλας μπακ που μας ταξιδεύει στην ιστορία της γνωριμίας τους στη Γαλλία. Tην ιστορία της γνωριμίας τους και με τη Μάργκο Ρόμπι βεβαίως βεβαίως, που τους συνάντησε ημιθανείς, να έχουν μετά βίας επιζήσει από μια αυτοκτονική έφοδο που επέβαλαν οι στρατηγοί στο 369ο Σύνταγμα (το Σύνταγμα των Αφροαμερικάνων), και σαν νοσοκόμα ανέλαβε να βγάλει 100άδες σκάγια απ’ τα κατακρεουργημένα κορμιά τους. Μια γνωριμία που τους έφερε στο Άμστερνταμ του μεσοπολέμου, να χορεύουν και να τραγουδούν ανάμεσα σε μποέμ και μοντέρνα έργα τέχνης (ειρήσθω εν παρόδω, πολλά από αυτά έχει επιμεληθεί η ίδια η Ρόμπι, που για αρκετή ώρα στην ταινία κυκλοφορεί με μια Super 8 κάμερα στο χέρι). Μέχρι που έπρεπε να χωρίσουν, για να ξανασμίξουν μια δεκαετία μετά στο Μανχάταν, στην περίοδο της «Μεγάλης Ύφεσης» και του «Νιου Ντιλ» που ακολούθησε.

Για μια ταινία ριζωμένη στην αμερικανική ιστορία ο τίτλος μόνο τυχαίος δεν είναι: Το Άμστερνταμ είναι η μητέρα πόλη του Μανχάταν και της ευρύτερης Νέας Υόρκης 

Στα χρόνια του Ρούσβελτ, που ως ήρωες του Ά Παγκοσμίου δυσκολευόταν να τα βγάλουν πέρα. Χάρη στις σθεναρές αντιδράσεις του Κογκρέσου οι αποζημιώσεις στους βετεράνους δόθηκαν με καθυστέρηση 15 περίπου ετών, γεγονός που εννοείται δημιούργησε αναταραχές στην επιφάνεια της Αμερικανικής κοινωνίας κι έφερε τους απόμαχους διαμαρτυρόμενους στο προαύλιο του Λευκού Οίκου. Παράλληλα τους συσπείρωσε και τους πόλωσε, γι’ αυτό και οι ήρωές μας στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ προσπαθούν να βρουν ομιλητή για τον ετήσιο χορό του 369 (και άλλων δύο συνταγμάτων που να με συμπαθάνε, δεν θυμάμαι τα διακριτικά νούμερά τους).

Η διαμαρτυρία των βετεράνων δεν υπάρχει στην ταινία, όλα τα υπόλοιπα είναι σεναριακές λεπτομέρειες, κάθε μία από τις οποίες έχεις τη δική της ξεχωριστή σημασία κι είμαστε ακόμη στην εισαγωγή. Υπάρχει τόση πληροφορία να συνοδεύει τους πολυάριθμους εκκεντρικούς που παρελαύνουν από το εκράν, που οποιαδήποτε απόπειρα περιγραφής της πλοκής ή των χαρακτήρων δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Είναι ένα από τα πρώτα πράγματα για τα οποία κατηγορήθηκε η ταινία και οι επικριτές έχουν ομολογουμένως δίκιο. Πρόκειται για 134 εξαιρετικά πυκνά λεπτά, μέσα στα οποία συνυπάρχουν αυτόφωτες καρικατούρες οικείων φυσιογνωμιών από το κινηματογραφικό παρελθόν και την ιστορία. Κουβαλούν και προβάλουν το μικρόκοσμό τους σε έναν εκθαμβωτικό καμβά, όπου οι πρωταγωνιστές και δη ο σακάτης γιατρός του Μπέιλ, αποτελούν απλά τον καταλύτη. Έχουμε να κάνουμε με μια πλοκή που τρέχει 100άρι παράλληλα σε δεκάδες μικρο-υποθέσεις, αρκετές από τις οποίες μπορεί αρχικά να μοιάζουν ασήμαντες. Δεν είναι.

Τα πάντα ωστόσο έχουν τη θέση τους, αλλά όχι και το χώρο που ενδεχομένως να τους αναλογούσε. Είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που μια αφήγηση πλατειάζει και ασφυκτιά ταυτόχρονα. Και γενικά, σε πολλά από τα επιμέρους του, το «Άμστερνταμ» είναι και δεν είναι. Η σκηνοθεσία του για παράδειγμα, που προσομοιάζει το κλασσικό Χόλιγουντ. Τα σκηνικά ανασυνθέτουν (συγκλονιστικά θα πω, πιστά υποθέτω) την εποχή στην οποία αναφέρονται, η εκφορά του λόγου είναι παλιακή και το γύρισμα είναι μελετημένο σε βαθμό κακουργήματος ώστε να αποπνέει το παλιομοδίτικο, όπως και η μουσική. Το ακούς στις οκτάβες και τις εντάσεις που ανεβοκατεβαίνουν εν πλήρη ποιητική αδεία, το βλέπεις στον τρόπο που η κάμερα σκύβει για να συναντήσει το βλέμμα των σταρς στο πλάνο της εισαγωγής τους, το αφουγκράζεσαι στον τρόπο με τον οποίο ψάχνει μέσα στο κάδρο τα στοιχεία που θα λύσουν το μυστήριο. Μιας και τα αναφέραμε στο «Άμστερνταμ» εκτός τη Ρόμπι, υπάρχουν άλλοι τρεις πραγματικοί καλλιτέχνες: ο Ράσελ που επτά χρόνια μετά το απογοητευτικό «Joy» επιστρέφει για να επικυρώσει την auterίστικη υπογραφή του, ο Μπέιλ, με κάθε μέτρο και σταθμό ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικάνους ηθοποιούς, ο οποίος ασπάστηκε το παρόν σαν έργο ζωής και παραδίδει αβίαστα μια από τις καλύτερες ερμηνείες του και τέλος, γι’ αυτόν άλλωστε η παύση, ο Εμάνουελ Λουμπέσκι. Χάρη στην καλλιτεχνική διεύθυνση και τη μοναδική φωτογραφική ευαισθησία του το «Άμστερνταμ» καταλήγει μια από τις πιο όμορφες χολιγουντιανές παραγωγές του σήμερα.

Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ είχε γράψει συνολικά 12 σενάρια μέχρι να ξεκινήσει το γύρισμα. Φαίνεται ότι προσπάθησε να τα γυρίσει όλα με τη μία…

Δεν παίζουν όλοι όμως σε αυτό το επίπεδο κι οι δορυφορικοί ηθοποιοί είναι οι πρώτοι που «κλωτσάνε». Δηλαδή, από τη μία έχεις καλλιτέχνες κι από την άλλη τον Ουάσινγκτον, το Ράμι Μάλεκ και την Άνια Τέιλορ-Τζόι να περιφέρονται άχαροι μέσα σ’ όλα τους τα λούσα. Για να αναπαράγει κανείς την χρυσή εποχή του σταρ σίστεμ τα ονόματα από μόνα τους δεν αρκούν, χρειάζεται κι η λάμψη. (Να τα λέμε κι αυτά,) οι προαναφερόμενοι για τις ταινίες της σειράς και τις σειρές που την είδαν ταινίες, μια χαρά είναι, στο «Άμστερνταμ» αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Όχι επειδή δεν είναι καλοί, αλλά γιατί οι εικόνες έγιναν ξαφνικά καλύτερες.

Στον αντίποδα υπάρχει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, μια κατηγορία ηθοποιού μόνος του, που έχει αναλάβει τον πιο σημαντικό ρόλο της ιστορίας. Ενσαρκώνοντας τον Σμάντλι Μπάτλερ (αναφέρεται ως Στρατηγός Ντίλενμπεκ), αναλαμβάνει να γειώσει το άναρχο σύνολο και να πιλοτάρει την ταινία στην κλιμάκωσή της, όπου κλασσικότροπα σκεπτόμενος φαντάζομαι υπήρχε η πρόθεση για έναν καινούργιο «Μεγάλο Δικτάτορα». Αν υπάρχει μια σταγόνα αλήθειας σε όσα βλέπουμε κι ως μας υπόσχεται η εναρκτήρια κάρτα, ο Μπάτλερ είναι η πολύ λεπτή γραμμή που χώριζε την Αμερική από τη μετατροπή της σε ένα φασιστικό έθνος, αφού αρνήθηκε να ηγηθεί ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος που θα τον έφερνε απ’ ευθείας στο Οβάλ Γραφείο. Η επιρροή που είχε σε μια κρίσιμη μερίδα του κοινού (τους ίδιους ατιμασμένους βετεράνους στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω) εξασφάλιζε στον ίδιο και τους υποτιθέμενους εντολείς του (επί της ουσίας οι μεγαλύτεροι επιχειρηματίες της εποχής) το απαραίτητο προφίλ και το συγχωροχάρτι για την αλλαγή του πολιτεύματος.

Ο Ράσελ βάζει τα λόγια του Μπάτλερ στο στόμα του Ντε Νίρο κι αδιαφορεί για το γεγονός ότι η πραγματική ιστορία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται σαν θεωρία συνομωσίας. Κι αφού θεωρία, μπορούμε κι εμείς να τη θεωρήσουμε σαν μια από αυτές που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να συνέβησαν στ’ αλήθεια. Να πιστέψουμε δηλαδή πως ένας στρατηγός των ΗΠΑ, ο οποίος καθ’ ομολογίαν του πέρασε πάνω από το μισό της ζωής του στο πεδίο της μάχης για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, είχε τη νηφαλιότητα να αρνηθεί το πραξικόπημα που θα τον έκανε ηγέτη στο στρατού που θα ήλεγχε ολόκληρο το έθνος. Ότι ένας αχυράνθρωπος απέκτησε συνείδηση κι είδε την πραγματική του υπόσταση, βάζοντας από μόνος του τέλος στα δόλια σχέδια των ολιγαρχών…

Θα μπορούσε κανείς να πει πως το «Άμστερνταμ» είναι (και) μια ταινία για την αξία που μπορεί να έχουν οι θεωρίες συνωμοσίας στις ζωές μας, ακόμα κι αν αποτελούν αποκλειστικά προϊόν φαντασίας

Γουάι δε φακ νοτ. Γιατί όχι. Γιατί το θέμα επί της ουσίας δεν είναι αν τα κατάφερε μόνος, είναι αν όντως κάποιοι είχαν την πρόθεση να επιβάλλουν το φασισμό στις ΗΠΑ προς ιδίον όφελος, καθιστώντας τη χώρα κομμάτι του Άξονα στο κοντινό μέλλον… Και στον απόηχο της αποτυχίας τους ξέσπασε ένας ακόμη Παγκόσμιος που γέννησε καινούργιους βετεράνους… Και 70 χρόνια αργότερα όλα αυτά για επιχειρηματίες που διαχειρίζονται την πολιτική εξουσία και για κλιμάκωση την πολεμικής απειλής ακούγονται παραδόξως επίκαιρα και κάθε άλλο παρά θεωρητικά. Έχουμε ακούσει και χειρότερα άλλωστε - ας πούμε τι θα σας φαινόταν πιο περίεργο, ότι οι κεφαλαιούχοι θα μας κάνουν όλους φασίστες αν τους συμφέρει οικονομικά ή ότι ένας από τους παραγωγούς του «Άμστερνταμ» είναι διεθνής με τα χρώματα της Εθνικής Ελλάδος στο λακρός (πίστευε και μη ερεύνα)…  

Αν υπάρχει μότο στην ταινία, δεν είναι διόλου πρωτότυπο και λέει πως «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Η αποκάλυψη κι η υπενθύμιση της συνομωσίας ορίζει το έντονο πολιτικό υπόβαθρο σε μια περίπλοκη αφήγηση, που δεδομένου του ανάλαφρου τόνου της, αρχικά φαίνεται ακίνδυνη. Είναι όμως μια εξαιρετικά εύστοχη κι επίκαιρη δουλειά, ενδεικτικότατη της εποχής της και της αρμόζει μια νηφάλια κι υπεύθυνη προσέγγιση. Στοιχεία που δεν επέδειξαν επουδενί όσοι έσπευσαν να καταδικάσουν ένα σαφέστατα προβληματικό, αλλά απολύτως ενδιαφέρον φιλμ. Επίσης, για να μην παρανοούμε, κατ’ αρχάς η βασική θέση του δεν είναι αντιφασιστική, άλλοι είναι οι κακοί της ιστορίας και συνέχισαν να υπάρχουν εκτός φασιστικού πλαισίου. Κατά δεύτερον υπάρχουν τόσα και τόσο όμορφα κομμάτια για να εκτιμήσεις, που φτάνουν και περισσεύουν για να το διαχωρίσουν αποφασιστικά από τα πλαστικά υποπροϊόντα τα οποία κατακλύζουν τη στουντιακή παραγωγή. Και τέλος υπάρχει ένας έκδηλος συναισθηματισμός που προκύπτει απ’ το ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Θα φέρει τα κακά, θα φέρει και τα καλά. Έναν Λουμπέσκι, μια ηθοποιό με τη ακριβοθώρητη χάρη της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, έναν σκηνοθέτη που δεν φοβάται να εικονοποιήσει κάθε του έμπνευση κι ας τα κάνει μαντάρα στο σενάριο και στα ταμεία. Έναν άνθρωπο που έχει ιδέες κι επιτέλους κάτι ουσιαστικό να πει. Έστω κι αν δεν είναι δικό του, έστω κι αν βρίσκεται κρυμμένο σε μια σκοτεινή γωνία της ιστορίας και κάποιοι λένε ότι δεν έγινε ποτέ. Υπάρχει κάτι ποιητικό στις ιδιοτροπίες μιας κοπέλας που φτιάχνει έργα τέχνης από τις σφαίρες του πολέμου, υπάρχει κάτι μεγαλύτερο κάτω από την μεγαλομανία ενός δημιουργού που με τις επιλογές του βάζει  τρικλοποδιές στον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμη κι έτσι όμως, οι πολλοί ας φάνε «Μαύρο Πάνθηρα» (μια εβδομάδα έμεινε). Εμείς θα έχουμε για πάντα το «Άμστερνταμ».

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Άμστερνταμ
  • Άμστερνταμ