O Mπο Φοβάται
Beau is Afraid
Σε ένα παράλληλο σύμπαν που θα μπορούσε να αποτελεί μια σύγχρονη αναπαράσταση αντίστοιχη με τον «Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων», ο Μπο προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι της μητέρας του πριν να είναι πολύ αργά. Μόνο που ο Μπο φοβάται. Κι εγώ φοβάμαι πως πως οι λέξεις που ακολουθούν ελάχιστο νόημα μπορούν έχουν μπροστά στην ιδιοσυγκρασιακή γραφή του Άρι Άστερ, που σύμφωνα με τα δελτία τύπου αποπειράται μια υπαρξιακή κωμωδία τρόμου, αλλά εν τέλει παραδίδει ένα έργο αταξινόμητο, μοναδικό, απολύτως ανοιχτό σε ερμηνείες και διαθέσεις.
Η ιστορία του Μπο μετά τη γέννα, ξεκινά με μία κίβδηλη συνεδρία. Μια συνάντηση με τον ψυχοθεραπευτή όπου η αμφιβολία πλανάται ως μονοξείδιο στην ατμόσφαιρα. Σαν δηλητήριο που μολύνει την ψυχή και το μυαλό του ήρωα με τύψεις και τον παραλυτικό φόβο του μοιραίου που καραδοκεί, αισθήματα τα οποία δεν τον εγκαταλείπουν μέχρι την πρώτη, εικονική κορύφωση του φιλμ. Ο αρνητισμός που προβάλλεται στον Μπο προκύπτει από τη μητέρα του, μια επιτυχημένη φαρμακοβιομήχανο που ζει σε μια γυάλινη έπαυλη με σοφίτα.
Ο Μπο κάποια στιγμή θα σηκωθεί από την πολυθρόνα για να επιστρέψει στο διαμέρισμά του. Το σπίτι του είναι μια φυσική προέκταση της ταλαίπωρης ύπαρξης του. Ένα μίζερο δυάρι σε μια γωνιά της Κόλασης, με παράθυρο στο Χάος (προσωρινά χωρίς νερό). Και τότε ξεκινά μια σειρά από αλήστου μνήμης δυστυχίες που ξεδιπλώνονται σε τέσσερα διαφορετικά σκηνικά, καλύπτοντας ολόκληρο το φάσμα από το γκροτέσκο μέχρι μια υψίστης αισθητικής και ευφυΐας αναθεώρηση του κλασσικού σχήματος της τραγωδίας.
Μέσα από το «Μπο», ο Άστερ βυθίζεται παράλληλα στη διαδικασία της δικής του ψυχανάλυσης. Ενώ ο ήρωάς του ξεκινάει βεβιασμένα το ταξίδι του, ο ίδιος μένει καθηλωμένος στην πολυθρόνα. Βάζει το alter ego του (Χοακίν Φίνιξ) να ανεβοκατεβαίνει σε ορόφους και πατάρια αντιμετωπίζοντάς τα σαν διαφορετικά επίπεδα του υποσυνείδητου όπως το ορίζουν σκόρπιες αναμνήσεις. Τον αφήνει να επιπλέει σε έναν ωκεανό από συμπλέγματα που εκτείνεται ως το ασυνείδητο ενός αξιοθρήνητου loser. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Άστερ σε έναν βαθμό ταυτίζεται με το αντικείμενό του, γι' αυτό κι υφέρπει η αίσθηση πως αντί για ταινία παρακολουθούμε μια εξαντλητική συνεδρία. Πόσο μάλλον μια συνεδρία χωρίς ειρμό και σταθερές, ένα παραλήρημα που έρχεται ως αποτέλεσμα μαζικής ύπνωσης, αποκαλύπτοντας θραύσματα από κάποιο παρελθόν οιδιπόδειο. Ο Φρόιντ θα ήταν περήφανος...
Αν έπρεπε με το ζόρι να πούμε με τι μοιάζει o sui generis «Μπο», θα λέγαμε πως κάθεται κάπου ανάμεσα στον Τσάρλι Κάουφμαν και το «mother!» του Ντάρεν Αρονόφσκι
Υπάρχει πάντως αδιαμφισβήτητη κινηματογραφική ποιότητα που πλαισιώνει το παραπάνω, τόσο σε εικαστικό όσο και σε αφηγηματικό επίπεδο, αρκεί να δεχτεί κανείς ακέραια την ψυχαναλυτική συνθήκη. Ο Μπο είναι ο αναξιόπιστος οδηγός μας σε μια γραμμική διαδρομή μέσα από έναν λαβύρινθο αναμνήσεων και ερεθισμάτων. Ό,τι τον περιβάλλει δεν μπορεί να έχει ρεαλιστική βάση αφού προέρχεται από συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στα βαθύτερα επίπεδα της ύπαρξης. Έχει δηλαδή την υφή και τη λογική ενός ονείρου. Κάπως έτσι το φιλμ γίνεται αυθόρμητα καφκικό, συνδυάζοντας υπερμεγέθεις απειλές με τη «Δίκη». Γίνεται ένας ιδιάζοντας εφιάλτης, διανθισμένος με κωμικά στοιχεία (τα καλύτερα είναι γραμμένα πάνω σε ταφόπλακες) και δοκιμασμένες horror πρακτικές. Αγγίζει το μεταμοντέρνο χάρη σε μια σωρεία αναφορών στις πρώιμες δουλειές του σκηνοθέτη, αλλά και το πρόσφατο κινηματογραφικό/τηλεοπτικό παρελθόν (το φινάλε είναι ενδεικτικό).
Πάνω απ' όλα όμως αποτελεί τεκμήριο για το ταλέντο του Άστερ που παραμένει αιχμηρός κι εξαιρετικά ενδιαφέροντας παρότι δοκιμάζεται σε ένα αχαρτογράφητο κινηματογραφικό πεδίο. Κατά κάποιο τρόπο είναι μια ταινία που του μοιάζει πολύ. Στην κεκαλυμμένη ανωριμότητα που κρύβεται χάρη στην τελειομανία, στα φαινόμενα που απατούν, στην διαφοροποίηση που καταντά αυτοσκοπός, στον τρόπο που επιλέγει να μιλήσει για το θέμα της... Αν δεν είχατε ποτέ την τύχη να τον δείτε ή να τον ακούσετε, ο Άστερ έχει εμμονή με τις λέξεις κι ως εκ τούτου προσπαθεί να μιλάει αργά, με μεγάλες παύσεις γιατί ψάχνει να βρει πάντα τη σωστή. Το κακό είναι ότι πολλές φορές φαίνεται απ' την αρχή τι προσπαθεί να πει κι απλά τον περιμένεις να τελειώσει.











