Η Πένθιμη Παρέλαση των Ρόδων
Funeral Parade of Roses

Ενας «Οιδίπους Τύρρανος» των γκέι μπαρ και των αποχωρητηρίων κλεισμένος σε μια από τις πιο πρωτοποριακές και τολμηρές ταινίες του ιαπωνικού σινεμά. Επετειακή προβολή 50 ετών από την πρώτη κυκλοφορία του φιλμ, με ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες.
Από τους πρωτεργάτες του ιαπωνικού πειραματικού κινηματογράφου, κυρίως μέσα από τα πρώτα μικρού μήκους φιλμ που γύρισε στο διάστημα ανάμεσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 και στα τέλη του ‘60, ο Τόσιο Ματσουμότο έστρεψε την κάμερά του σε αυτό που πίστευε ότι αποτελούσε την εικόνα μιας χώρας η οποία αποφάσιζε, μέσω της νεολαίας της, να προσπεράσει τα μεταπολεμικά της τραύματα και να ανταποκριθεί στην ραγδαία πολιτιστική και κοινωνική αλλαγή που συντελείτο σε πάμπολλες γωνιές του υπόλοιπου πλανήτη, εκείνη την εποχή.
Επαναστατώντας ενάντια στο κατεστημένο που οι γονείς τους βοήθησαν να εγκαθιδρυθεί, ένα ολόκληρο νεανικό ρεύμα έθεσε μέσω της τέχνης για πρώτη φορά σε αμφισβήτηση οτιδήποτε θεωρείτο μέχρι τότε ταμπού και απαγορευμένο, ορίζοντας ταυτόχρονα ως σκοπό να επανεφεύρει την εθνική του ταυτότητα ή να την αντικαταστήσει με μία καινούρια. Την ίδια ώρα, πολυάριθμοι κινηματογραφιστές προσπαθούσαν να ενσωματώσουν όλες τις αναφορές τους από το γαλλικό Νέο Κύμα και το αμερικανικό underground σινεμά στην πιθανότητα μιας εγχώριας κινηματογραφίας αντισυμβατικής και επείγουσας, τολμηρής και αυθάδικης. Ο Ναγκίσα Όσιμα, ο Σοχέι Ιμαμούρα, ο Μασαχίρο Σινόντα και ο Τόσιο Ματσουμότο ηγήθηκαν μιας νέας στρατιάς δημιουργών οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο και ανταπόκριση μέσα από καλλιτεχνικές κολλεκτίβες που αναλάμβαναν την οικονομική τους εξασφάλιση και την διανομή των έργων τους. Μέσα από την υποστήριξη μιας τέτοιας κολλεκτίβας, με έντονη δραστηριότητα σε θεατρικά και εικαστικά δρώμενα, μπόρεσε να γίνει εφικτή και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 37χρονου τότε σκηνοθέτη.
Ένα παροξυσμικό και ενθουσιώδες κολάζ που πειραματίζεται συνέχεια με τις αμέτρητες δυνατότητες και τεχνικές της σκηνοθεσίας
Διαβαίνοντας απάτητες (και ανήκουστες) για το εγχώριο σινεμά περιοχές της τότε ιαπωνικής πραγματικότητας, ο Ματσουμότο εμπνεύστηκε το θρασύτατο ντεμπούτο του από τον περιθωριακό μικρόκοσμο των γκέι μπαρ και από την μέχρι πρότινος κρυμμένη και καταπιεσμένη ομοφυλόφιλη κοινότητα που τώρα επιχειρούσε να χειραφετηθεί, δίνοντας στον σκηνοθέτη μια προσωμοίωση της νέας, εναλλακτικής ζωής την οποία ονειρευόταν η γενιά του ως απάντηση στο παραδόπιστο και πειθαρχημένο παρελθόν της χώρας. Στο σκηνικό αυτό δοκίμασε ο Ματσουμότο να τοποθετήσει μια εκμοντερνισμένη και ασυνήθιστη εκδοχή της τραγωδίας του «Οιδίποδα Τύραννου», περνώντας την όμως μέσα από την ιστορία ενός μοιραίου ερωτικού τριγώνου ανάμεσα σε δυο νεαρούς τραβεστί που διεκδικούν το ίδιο αντικείμενο πόθου: έναν ώριμο άντρα ο οποίος κουβαλά, χωρίς να το ξέρει, το μυστικό που θα οδηγήσει το φιλμ στην μακάβρια κατάληξή του.
Ως ντοκουμέντο ενός αθέατου Τόκιο που επιχειρεί την σεξουαλική του απελευθέρωση και απενοχοποίηση και μιας μεταβατικής περιόδου για μια ολόκληρη νεολαία, το «Funeral Parade Of Roses» διατηρεί μέχρι σήμερα μια αυθεντικότητα και έναν χαρακτήρα μαρτυρίας που το κάνουν μοναδικό. Ως πρώτη ταινία στα χρονικά της ιαπωνικής κινηματογραφίας η οποία αντιμετώπισε με τόσο ανοιχτό τρόπο το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, το ατίθασο δημιούργημα του Ματσουμότο έχει την δική του ιστορική θέση. Ο σημαντικότερος, εντούτοις, λόγος για τον οποίο αξίζει να μνημονεύει κανείς αυτό το avant garde μελόδραμα δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Η ταινία προέκυψε από μια αυθόρμητη ανάγκη έκφρασης ενός καλλιτέχνη ο οποίος προσπαθούσε να μεταφράσει με κινηματογραφικούς όρους τις ραγδαίες αλλαγές που διέκρινε να συντελούνται στον συλλογικό ψυχισμό γύρω του.
Οι ρομαντικές εξεγέρσεις θα σβήσουν μόλις οι καπνοί από τα μποέμ δωμάτια των δήθεν επαναστατών χαθούν στον αέρα
Για τον λόγο αυτό, η «Πένθιμη Παρέλαση των Ρόδων» του είναι λιγότερο μια συμβατική δημιουργία και περισσότερο ένα παροξυσμικό και ενθουσιώδες κολάζ που πειραματίζεται συνέχεια με τις αμέτρητες δυνατότητες και τεχνικές της σκηνοθεσίας, διασκεδάζει όταν μπερδεύει τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και την μυθοπλασία, παραβιάζει την αφήγηση με αναπάντεχες εικονογραφικά σφήνες και συνεχείς λογοτεχνικές αναφορές και φροντίζει να υπενθυμίζει συνεχώς ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι μία ταινία. Κι όταν τα παιχνίδια του Ματσουμότο με τους φακούς, τις γωνίες λήψης, τις πειραγμένες εικόνες και τις ραδιουργίες της φωτογραφίας πάψουν, το φιλμ βουτά με το κεφάλι σε ένα φινάλε τόσο σκοτεινό που έρχεται σε βίαιη αντίθεση με το ευφορικό κλίμα του υπόλοιπου φιλμ.
Μπορεί να βρισκόταν στο μέσο μιας εποχής που έδινε σε πολλούς την εντύπωση ότι τα πράγματα επρόκειτο να αλλάξουν προς το καλύτερο, ο Ματσουμότο δεν έτρεφε, παρ’ όλα αυτά, τις παραμικρές ψευδαισθήσεις. Οι χαρακτήρες του αναζητούν μάταια μία ταυτότητα. Οι ήρωές του συντρίβονται όταν οι μάσκες που τόσον καιρό τους κρατούσαν ασφαλείς μακριά από την αλήθεια αρχίσουν να υποχωρούν και να πέφτουν με θόρυβο. Οι ρομαντικές εξεγέρσεις θα σβήσουν μόλις οι καπνοί από τα μποέμ δωμάτια των δήθεν επαναστατών χαθούν στον αέρα. Κι ο πρωταγωνιστής του θα δώσει φωνή στην απελπισία μιας ολόκληρης γενιάς όταν, στη μέση ενός νεκροταφείου βουτηγμένου στο νερό και την λάσπη, θα σταθεί για να ευχηθεί «ολόκληρος ο κόσμος να μπορούσε να βουλιάξει». Όσο για τον δημιουργό αυτής της εμπρηστικής ταινίας, μετά από δυο ακόμη δημιουργίες μεγάλου μήκους επέστρεψε στα μικρού μήκους φιλμάκια με τα οποία ξεκίνησε την καριέρα του. Και χρειάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια μέχρι η ταινία του να ανακαλυφθεί από τις νεώτερες γενιές θεατών.