Νυχτερινοί Επισκέπτες
Les Passagers de la Nuit
Ένα ατμοσφαιρικό κινηματογραφικό εγχειρίδιο αναγνώρισης αγίων, ένας αγαπητικός φόρος τιμής στους σταθερούς και στους περαστικούς συνεπιβάτες των νυχτών μας, με οδηγό μια Σαρλότ Γκενσμπούργκ αλλιώτικη και καλύτερη από ποτέ.
Παρίσι 1981. Το αποτέλεσμα τον εκλογών φέρνει τον σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν στη θέση του Πρόεδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους πανηγυρίζοντας και υπάρχει μια γενικότερη ατμόσφαιρα ελπίδας για αλλαγή – πλήρης η αντιστοιχία με τα «δικά μας», ακόμα και οι χρονιές συμπίπτουν. Ανάμεσα στα παιδιά που βρίσκονται στους δρόμους και η νεαρή Ταλούλα. Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις στη ζωή της Ελιζαμπέτ, μιας σαραντάχρονης, άνεργης γυναίκας, κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρες μοιάζουν. Ένα διαζύγιο με τον άντρα της την αφήνει μόνη και αναγκασμένη να βρει δουλειά για να στηρίξει τα δυο έφηβα παιδιά της. Κατόπιν παρότρυνσής τους, στέλνει μια επιστολή στην αγαπημένη της εκπομπή λόγου και βραδινών εξομολογήσεων που λέγεται «Passagers de la Nuit». Η επιστολή κεντρίζει το ενδιαφέρον της παρουσιάστριας – μια σταθερά ακτινοβολούσα Εμανουέλ Μπεάρ-, η Ελιζαμπέτ περνά από συνέντευξη και τελικά προσλαμβάνεται ως υπεύθυνη του τηλεφωνικού κέντρου της εκπομπής.
Ο δρόμος της θα διασταυρωθεί με εκείνον της Ταλούλα, που ζει στους πια στους δρόμους και έρχεται ως ανώνυμη καλεσμένη στην εκπομπή για να μιλήσει για την εμπειρία της. Το μοναχικό αυτό κορίτσι θα τραβήξει το ενδιαφέρον της Ελιζαμπέτ, η οποία θα την καλέσει να μείνει σε ένα δώμα που της ανήκει, ευρισκόμενο πάνω από το διαμέρισμά τους. Οι τέσσερις τους θα σχηματίσουν μια οικογένεια, τα μέλη της οποίας συναντούμε σε διαφορετικές φάσεις μέσα στη δεκαετία, στη νέα ταινία του Μίκαελ Χερς («Αμάντα») που για μας αποτέλεσε το highlight του προγράμματος του περασμένου Φεστιβάλ Βερολίνου, με το «A Love Song» να ακολουθεί από κοντά. Με μια tracklist απαρτιζόμενη από γνώριμες μελωδίες της δεκαετίας, έναν synth ονειρότοπο που υφαίνει για να ντύσει μουσικά τα δρώμενα ο Αντουάν Σανκό και μια χρωματική παλέτα κινούμενη κάπου ανάμεσα στο μπλε και στο μωβ του λυκόφωτος, ο Χερς χτίζει μια ‘80s «φούσκα», μέσα στην οποία χωράει ταράτσες, εξομολογητικά βλέμματα και στιγμές που σε πραγματικό χρόνο διαρκούν λίγα λεπτά, αλλά σε βιωμένο εσωκλείουν μια ολόκληρη ζωή.
Η επικοινωνία, η έγνοια και η αλληλοβοήθεια είναι οι βασικές θεματικές αυτού του τρυφερού κινηματογραφικού εγχειριδίου αναγνώρισης αγίων και χειρονομιών που μόνο ο χρόνος (απ)έδειξε το σημαίνον της ύπαρξής τους. Ο Χερς στήνει χαμηλόφωνα, σκηνή προς σκηνή, έναν ατμοσφαιρικό φόρο τιμής σε εκείνους που, έστω και για λίγο, υπήρξαν συνεπιβάτες στις νύχτες μας, εντοπίζοντας τους πρωτογενείς φορείς αλλαγής κι ελπίδας στην κατανόηση και στην ιδιωτική πρωτοβουλία της καλοσύνης. Κάλλιστα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η στάση του απέναντι στην περίοδο Μιτεράν είναι επιδοκιμαστική, έτσι όπως αφήνει την αίσθηση «των καλύτερων μας χρόνων», ταυτόχρονα, όμως, κι εκείνος που διαφωνεί, θα διαπιστώσει ότι στην ταινία το κράτος απέχει και οι ήρωες έχουν μόνο ο ένας τον άλλο. Από τη στιγμή που ο Χερς δεν επιθυμεί να πολιτικολογήσει, αυτό δεν αποτελεί αδυναμία, αλλά (τρόπον τινά διαδραστική) ενίσχυση: όλοι οι θεατές χωράνε σε αυτή την τεράστια αγκαλιά υπό τους ήχους του «Et si tu n'existais pas» του Τζο Ντασέν - η σκηνή ανθολογίας της ταινίας.
Μια πανέμορφη και ατμοσφαιρική κινηματογραφική διαδρομή με οδηγό τη Σαρλότ Γκενσμπούργκ, σε μια ερμηνεία απαλλαγμένη από όλα τα νευρωσικά ερμηνευτικά τικ που ανέπτυξε με τα χρόνια, πέρα για πέρα ανθρώπινη και προσιτή και άρα σε πλήρη αρμονία με την ιδιοσυγκρασία της ταινίας που καλείται να κουβαλήσει πρωταγωνιστικά.











