Το Σκαρί
Luzzu
Προερχόμενο από την πλέον ανέλπιστη γωνιά του κινηματογραφικού χάρτη (Μάλτα), το πειστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Άλεξ Καμιλέρι αποτυπώνει ως τίμιο σινεμά βεριτέ τη βιοπάλη ενός Μαλτέζου ψαρά κόντρα στον ανταγωνισμό, την παράνομη αλιεία και τη μαύρη αγορά που λυμαίνεται την ιχθυαγορά του νησιού. Βραβείο ερμηνείας στο Σάντανς για τον ερασιτέχνη πρωταγωνιστή, συμμετοχή στο Διαγωνιστικό των Νυχτών Πρεμιέρας.
Ο Τζέσμαρκ είναι ένας Μαλτέζος ψαράς γύρω στα τριάντα που με το παραδοσιακό οικογενειακό σκαρί του παλεύει να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για τη σύζυγο και το νεογέννητο παιδί τους, κόντρα στον σκληρό ανταγωνισμό, την παράνομη αλιεία και τη μαύρη αγορά που λυμαίνεται την ιχθυαγορά του νησιού. Όμως το γεγονός ότι το μικρό τους θα χρειαστεί ειδική φροντίδα, τον αναγκάζει να υποκύψει στους κανόνες του παιχνιδιού.
Φιλμ απολύτως επίκαιρο και την ίδια στιγμή βγαλμένο θαρρείς από μια άλλη εποχή, εκείνη που είχε τον ιταλικό νεορεαλισμό ως αιχμή της φιλμικής φόρμας, το ταπεινό «Σκαρί» του Άλεξ Καμιλέρι ξεχώρισε από νωρίς στη φεστιβαλική του πορεία. Αρχικά έκλεψε τις εντυπώσεις στο Σάντανς, όπου βραβεύτηκε για την ερμηνεία του ο ερασιτέχνης - και ψαράς στην πραγματική ζωή - πρωταγωνιστής του (Τζέσμαρκ Σικλούνα), ενώ μεταξύ άλλων κόσμησε με τη συμμετοχή του και το Διαγωνιστικό Τμήμα των Νυχτών Πρεμιέρας.
Μιλά με γλώσσα στακάτη και οικουμενική για ζητήματα βιοπάλης, ηθικής τάξης, αλλά και για παραδόσεις που σβήνουν
Σε μια περίοδο που η αναζήτηση instant classic διαμαντιών τείνει να εξελιχθεί σε μία σχεδόν ψυχαναγκαστική επιταγή των media που ασχολούνται με το σινεμά, «Το Σκαρί» ξεχωρίζει μέσα στο γενικότερο «θόρυβο» των καλύτερων της φουρνιάς του. Ξεκινώντας από το ανέλπιστο του πράγματος, που ασφαλώς έχει να κάνει με το ότι ενώ στο άκουσμά της η ταινία του Αμερικανομαλτέζου Καμιλέρι φαντάζει μάλλον αντιεμπορική, καταλήγει να μιλά με γλώσσα στακάτη και οικουμενική για ζητήματα βιοπάλης, ηθικής τάξης, αλλά και για παραδόσεις που σβήνουν, με ό,τι αυτό το τελευταίο συνεπάγεται για τους ανθρώπους τον οποίων η επιβίωση εξαρτάται απ’ αυτές. Ταυτόχρονα, το στοιχείο του ανέλπιστου εκτείνεται αφενός στο ότι μιλάμε για ένα στιβαρό σκηνοθετικό ντεμπούτο, αφετέρου ότι βάζει σε πρώτο κάδρο μια χώρα όπως η Μάλτα. Που, κινηματογραφικά τουλάχιστον, ήταν μέχρι πρότινος γνωστή ως set χολιγουντιανών παραγωγών όπως ο «Μονομάχος».
Στην ιστορία του Τζέσμαρκ, ο Καμιλέρι αποτυπώνει λιτά και νατουραλιστικά σε σημείο που ανά στιγμές συγκλίνει με το ντοκιμαντέρ, το καθημερινό δίλημμα ενός ανθρώπου να ανταποκριθεί στην αναγκαιότητα της επιβίωσης απέναντι σε πρακτικές ξένες προς όσα πρεσβεύει. Πελαγωμένος σε ένα ήδη τοξικό και επιδεινούμενο ανταγωνιστικό πλαίσιο, βλέπει τη μοναδική κληρονομιά του, το πολύχρωμο αλιευτικό σκαρί που στα Μαλτέζικα λέγεται «Luzzu», να πέφτει θύμα μιας εκσυγχρονιστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιδοτεί τους ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων σκαφών να τα παροπλίσουν - τα καλά με ανάλογες «δικές μας» αγροτικές κοινοτικές επιδοτήσεις. Η καταφανής πιστότητα του δράματος ωστόσο, τόσο κοινωνικού όσο και οικογενειακού, δεν εξοκείλει ποτέ σε συναισθηματικά θηρευτικές λογικές.
Η χαρισματική και φωτογενής παρουσία του θαλασσοδαρμένου πρωταγωνιστή αποτελεί πυξίδα για τον Καμιλέρι, πλοηγώντας τον αποφασιστικά προς την επίτευξη ενός τίμιου σινεμά βεριτέ που θα έκανε περήφανους από τους αδελφούς Νταρντέν μέχρι τον Ροσελίνι. Στα θολά νερά μιας πραγματικότητας κυνικής, όπου η παράδοση πνίγεται και το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης σκιαγραφεί τον τόπο καταγωγής του στα πραγματικά του χρώματα, κόντρα στη γνώριμη τουριστική πλευρά του, με μία ιστορία που αφορά τελικά θεαματικά περισσότερους από τους κατοίκους του μικροσκοπικού νησιού.











