Μεκτούβ, Αγάπη μου - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Μεκτούβ, Αγάπη μου

Mektoub, My Love: Canto Uno

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2017
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία, Ιταλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αμπντελατίφ Κεσίς
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Αμπντελατίφ Κεσίς
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Οφελί Μπο, Σαΐν Μπουμεντίν, Χάφσια Χέρζι, Αλεξιά Σαρντάρ, Ντελίντα Κεσίς
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μάρκο Γκρατσιαπλένα
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 181'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: WeirdWave
    Μεκτούβ, Αγάπη μου

O σκηνοθέτης της «Ζωής της Αντέλ» επιστρέφει μ’ ένα ποταμιαίο opus πάνω στην γυναικεία σεξουαλικότητα, το αέναο φλερτ, την διαδοχή των γαλλοτυνησιακών μικροαστικών γενεών σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Νότιας Γαλλίας, το (πλέον περίφημο) «ανδρικό βλέμμα», την ματαιοδοξία της νιότης και το ενδοκινηματογραφικό πείραμα παντρέματος μιας φόρμας κι ενός περιεχομένου που δείχνουν να αντιδρομούν επί τρεις ολόκληρες ώρες. Και είναι μόνο η αρχή…

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Απίθανο μέχρι που μπορεί να φτάσει ένας δημιουργός για να συζητηθεί. Απίθανο επίσης - και ξεκαρδιστικό, αν δεν παίρνεις και τα πράγματα πολύ στα σοβαρά – πόσο ισάριθμες των θεατών μιας ταινίας είναι οι απόψεις περί αυτής.

Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα «δουν» καταπληκτικά πράγματα στο νέο πόνημα του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη. Θα βρουν πάνω απ’ όλα πολιτική. Θα δουν μια αφροδισιακή εκτόνωση, κάτι σαν το σεξ ως όπιο των μαζών, μιας εργατικής, αλλοδαπής τάξης. Θα δουν την θρασεία παραγκώνισή τους από την κεντρική πολιτεία και την ασύδοτη σεξοενασχόλησή τους στην συνειδητά εντελώς απολιτίκ στάση τους - που όμως ταυτόχρονα όταν την κινηματογραφείς είναι η εντελώς πολιτικοποιημένη επισήμανση. Θα δουν αντικειμενικοποιημένες γυναίκες και την σχεδόν πια αυτοματική τους σεξουαλική αντίδραση σ’ αυτόν τον man’s man’s man’s κόσμο ώστε να καταφέρουν να βρουν μια θέση και μια αξία. Θα δουν μια ταινία που ξεκινά με ρήσεις από το Ευαγγέλιο και το Κοράνι περί του θεϊκού φωτός που θα αντιδιασταλούν αμέσως μετά με μια κεσισικής διάρκειας σκηνή σεξ που είναι συνάμα και σκηνή μοιχείας όπως θα μάθουμε αργότερα. Θα δουν πολλά.

Από την άλλη, αυτός ο υπογράφων, μη σας πάρουμε και στο λαιμό μας, είδε κατ΄ αρχάς πολλούς (γυναικείους) κώλους. Αναρίθμητα πλάνα καλλίγραμμων ή στα όρια του όχι και τόσο (ανάλογα τα γούστα σου) γλουτών, γδυτών κι ημίγδυτων, περιπλανώμενων, περιπατητικών, χορευτικών (τόσο twerking από τα χρόνια των μισογύνικων ράπερς των τελών του ’80), στητών ή στηνόμενων προς ολοφάνερη ευφορικότητα του φακού του Κεσίς που δεν διστάζει να αποσπαστεί εντελώς από την οπτική γωνία του επιτήδεια ουδέτερου πρωταγωνιστή του προκειμένου να ευχαριστηθεί ο ίδιος τη νέα του ανακάλυψη, την Οφελί Μπο, σε πόζες for your eyes only.

Στην πραγματικότητα, να αφήσουμε τις αρλούμπες του διανοουμενισμού, η ταινία δεν είναι καν μια ταινία για την ηδονοβλεψία, είναι το hardcore υγρό όνειρο ενός κοινού ασύστολου ματάκια, που δεν ντρέπεται δευτερόλεπτο να αποδεικνύει τόσο το βίτσιο του όσο και την ασίγαστη αυταρέσκειά του σ’ ένα υλικό που λίγη σημασία έχει τελικά πόσο πιστεύει. Φυσικά, μην παρεξηγηθούμε κιόλας, το σινεμά είναι η τέχνη του βλέμματος. Το ερώτημα όμως παραμένει κι έχει τεθεί συνολικά από τον Χίτσκοκ και ειδικά από τον Χάνεκε, του οποίου τα «Παράξενα Παιχνίδια» μυστηριωδώς ανακαλεί στην ιδιοσυγκρασία του έργου του ο Κεσίς. Είσαι συνένοχος συναινώντας στην παρατήρηση των (ανήθικων;) τεκταινομένων επί της οθόνης; Οφείλεις, όπως θα συγκατένευε ο Χάνεκε, να φύγεις από την αίθουσα ενοχλημένος από το male gaze που συνυπογράφεις εξακολουθώντας να παρακολουθείς; (Ασφαλώς ναι, αν δεν είχα το κριτικό μου καθήκον ανειλημμένο, στην ακαδημαϊκή μισή ώρα θα είχα αποχωρήσει ευγενικά όσο και γρήγορα).

Σε μια σκηνή, φευγαλέα, η Μπο κοιτάζει τον φακό α λα Μπέργκμαν, Χάνεκε (και Βουγιουκλάκη) ρωτώντας σε, κατά μία έννοια, που στέκεσαι εσύ θεατή στο θέαμα των αλλεπάλληλων γκρο στους διονυσιακούς γλουτούς μου;  Που στέκεσαι στο οργιαστικό παιχνίδι που στήνουν οι αρσενικοί γύρω από το φύλο μου; Πώς βλέπεις ακόμα-ακόμα το γεγονός πως μια ολόκληρη πολιτεία φτωχομπουρζουάδων τυνησιακής καταγωγής (η διαδικασία ενσωμάτωσης του «ξένου» γύρω από μια ενστικτώδη αλλά και γκετοποιημένη συμπεριφορά είναι λανθάνον μοτίβο του έργου) προσδένει όλη του την ύπαρξη σε μια μόλις συγκαλυμμένη σωματεμπορία, σε μια ατέρμονη, νομιμοφανή, συζήτηση που μοιάζει αφόρητα προσηλωμένη γύρω από την σεξουαλική μου εκμετάλλευση;

Ο Κεσίς, αν δεν ήταν τόσο σιελορροϊκά ματάκιας, αν είχε κάνει έναν κόπο να φτιάξει έναν μύθο γύρω από ένα αποπνικτικά διαλογικό έργο που γίνεται ασήμαντο (σε βαθμό τηλεοπτικού reality) στην προσπάθειά του να περιγράψει την πολιτική σημασία του να σε υποχρεώνουν να είσαι ασήμαντος (πόσο περισσότερο ανιαρά διανοούμενος και ομφαλοσκοπών μπορεί να γίνει κανείς;), θα είχε στα χέρια του κάτι. Τώρα όλο αυτό, το τρίωρο επαναλαμβάνω, καλοφωτογραφημένο γαϊτανάκι διαλογικών ασημαντοτήτων, γλουτοφετιχισμού (sic), ωραιοπάθειας (σκηνοθέτη κυρίως, οι πρωταγωνιστές έχουν ελαφρυντικό υπέροχης νεότητας και σφρίγους) και αφόρητης επαναληπτικότητας διακοπτόμενης από εικονογραφικές προβοκάτσιες χονδροειδέστατου συμβολισμού για το ξεκάρφωμα (το απόγειο: ο τοκετός σε πραγματικό χρόνο μιας προβατίνας!), δεν είναι παρά το καπρίτσιο ενός σκηνοθέτη που στην αυνανιστική του ομφαλοσκόπηση έχει χάσει κάθε μέτρο επαφής με το κείμενο του έργου, το αντικείμενο των υποκείμενων πρωταγωνιστών του (τρέχα γύρευε) και την κινηματογραφόφιλη ευαισθησία.

Το «Μεκτούβ» («πεπρωμένο» σε ελεύθερη μετάφραση) είναι το ναδίρ του auteur-ισμού που συνοδεύει χαιρέκακα το ζενίθ της αυτοαπορρόφησης ενός σκηνοθέτη που τα πάθη (ενδεχομένως και οι στερήσεις) του έχουν πάρει απελπιστικά το πάνω χέρι.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Μεκτούβ, Αγάπη μου
  • Μεκτούβ, Αγάπη μου