Μπριζίτ Μπαρντό (1934-2025): Το Σινεμά χωρίς τη νιότη του - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:23
29/12

Μπριζίτ Μπαρντό (1934-2025): Το Σινεμά χωρίς τη νιότη του

Η τελευταία πραγματική διασημότητα του γαλλικού κινηματογράφου από την δεκαετία του ’50, η προτελευταία του Ευρωπαϊκού, μια γυναίκα που συζητήθηκε όσο καμμία στην Γηραιά Ήπειρο, ένα σύμβολο πραγματικό.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο να μιλήσεις αυστηρά κινηματογραφικά για την Μπαρντό – δεν έχει αρκετές καλές ταινίες. Έχει βέβαια δύο μεγάλες: Μία που είναι χαρακτηριστική της παντοδυναμίας της όψης της και των συνεπειών της σε κοινό, εποχή και δημιουργούς, η «Περιφρόνηση», του Γκοντάρ. Ο JLG δεν την ήθελε αλλά την χρειαζόταν, (κατά μία έννοια η γενιά των Cahiers την…περιφρονούσε, πλην –φυσικά- Τριφώ) όμως στο τέλος, όλοι ξέρουμε πια, και το ξέρανε από τότε, ότι χωρίς αυτήν η «Περιφρόνηση» θα ήταν μια λιγότερη ταινία. Η άλλη, η ακόμα καλύτερη και η ενδεικτική μιας δυνατότητας ερμηνευτικής, είναι βέβαια «Η Αλήθεια» του Ανρί-Ζορζ Κλουζώ, μια ταινία ευρέως άγνωστη δυστυχώς, στην οποία η Μπαρντό, υπό την (ας την πούμε ευγενικά) πιεστική καθοδήγηση του σκηνοθέτη, έβγαλε έναν ρόλο που άπαξ και τον δεις σε συνοδεύει για πάντα σαν αιχμηρή ανάμνηση.

Ήταν επίσης ένας ρόλος πολύ κοντά στη ζωή της, μια ζωή που όσο κι αν τελικά γραπώθηκε πάνω της με την έννοια της μακροβιότητας, εκείνη πέρασε καιρός να την αγαπήσει. Κι αυτό είναι ένας εύσχημος τρόπος να σημειωθεί ότι επιχείρησε υπερβολικά πολλές φορές να τελειώσει τη ζωή της. Το «γιατί» εμπίπτει στο τεράστιο θέμα της Μπαρντό και της σχέσης της με τον κόσμο. Μιας σχέσης την οποία βλέποντάς την από μακριά είναι ίσως κατάτι πιο ξεκάθαρο γιατί γέννησε τόσες εντάσεις γύρω από το πρόσωπό της. Η Μπαρντό γνώρισε 70 χρόνια Προέδρους της Γαλλίας, εκκινώντας από τον Στρατηγό Ντε Γκώλ (άντε να την συμπαθήσουν τα Cahiers), δύσκολα έκρυψε (αν όχι ξεκάθαρα διαφήμισε) τις ακροδεξιές της κλίσεις, κυρίως σε θέματα ρατσισμού και από την άλλη μπορούσε, πάντα με κέντρο την φιλοζωία της, να παίρνει θέσεις που θα μπέρδευαν τόσο αυτούς που δεν αντέχουν να μην είσαι με το μέρος τους, όσο και τους ψύχραιμους μελετητές. Όταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραφε το 1960 το απολαυστικό «Σύνδρομο της Λολίτας», με αφορμή κι αιτία την B.B. φυσικά, αυτό δεν έδινε απλά το μέτρο της διείσδυσης της τελευταίας στην διεθνή κοινωνία. Ήταν η απόδειξη πως ενίοτε η Ομορφιά συντρίβει τις ηθικές ενατενίσεις, εξανεμίζει τα τετριμμένα, αποχρωματίζει κάθε προσπάθεια προσγείωσης στην κοινοτοπία. «Ξέρω ότι πρωτεύει η αγάπη σας στα ζώα», την ρωτούσε ο δημοσιογράφος μιας εποχής που είχε μπρος της τον λόγο έκλειψής της. «Όχι, πρωτεύει η αγάπη μου για το σεξ», απαντούσε η Μπαρντό και η Ευρώπη έπαιρνε ρεύμα σεξουαλικής επανάστασης.

Ντυνόταν, χτενιζόταν, παρουσιαζόταν διαφορετικά. Όχι τυχαία δημιουργώντας στυλ, εξίσου όχι τυχαία αντιμετωπιζόμενο με καχυποψία, φθόνο και, φυσικά, ηδονοθηρία. Ας είμαστε ειλικρινείς, όπως και κατά έναν σχετικά παρόμοιο τρόπο με την Μέριλιν Μονρό, το φιλήδονο βλέμμα γνώρισε συλλογικά την πιο μεγάλη του τύχη στον 20ό αιώνα στο πρόσωπο της B.B.. Κι όμως, παρότι εκείνη φαινόταν με άνεση να αλλάζει τους κανόνες και να γέρνει με μισό δαχτυλάκι την πλάστιγγα προς καιρούς σεξουαλικής χειραφέτησης, υπήρχε κάτι στο πρόσωπό της, κάτι στον τρόπο της, που πατούσε με άνεση στην φύση του Μέσου και την έκανε πλήρως απρόσβατη. Την Μπαρντό την ήθελαν όλοι. Αλλά δεν μπορούσε να την έχει κανείς – έξω από εκείνους που επέλεγε. Κάποια στιγμή, σε μια αποθέωση timing (και αυτογνωσίας), μόλις στα 39 της, αποφάσισε να εγκαταλείψει και το Σινεμά, κατεβάζοντας το κλείστρο και στο συλλογικό αφήνιασμα. Από εδώ και μπρος θα ήταν Μπαρντό και τα ζώα της.

Στον κινηματογράφο ήταν ο μέγας μέντορας/ελάσσων σκηνοθέτης Ροζέ Βαντίμ που ήξερε πως να σκανδαλίσει το πράγμα. «Και ο Θεός Έπλασε την Γυναίκα» (1956), ταινία-σταθμός που υπερβαίνει, καλώς ή κακώς, τις κριτικές αποτιμήσεις, ταινία που φωτογραφίζει την στιγμή που περνάς από μια εξελικτική στιγμή του Θεάματος στην επόμενη. Τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο μετά στην Ευρώπη. (Το 1953 είχε συμβεί το ίδιο στην πουριτανική Αμερική, λόγω Μέριλιν, όμως εδώ το σεξ ήταν «καθαρότερο» δίχως την χολιγουντιανή μηχανή πίσω του.) «En cas de malheur» το 1958, του μεγάλου Κλοντ-Οτάν Λαρά (που τα Cahiers μέμφονταν), μόλις λίγο πριν την έκρηξη του Νέου Κύματος, απέναντι σε μια κατεστημένη Εικόνα, τον ασύγκριτο Γκαμπέν, που αντέχει χαρακτηριστικά στην θρυλική σκηνή του έργου που όποιος είδε ποτέ δεν ξέχασε. Όχι μια μεγάλη ταινία, αλλά βασική στους λάτρεις της εποχής και μέρος του «Κανόνα Σιμενόν» για τους θαυμαστές του συγγραφέα. Την επόμενη χρονιά «La femme et le pantin», του γίγαντα Ντιβιβιέ, του «μισογύνη» Ντιβιβιέ, όχι σε μια από τις εκλεκτές στιγμές του, ενδεικτικά όμως της αγέρωχης αντοχής της Μπαρντό. Πέρασμα στην «Διαθήκη του Ορφέα» του Κοκτώ το 1960 – είναι απίστευτο το πώς σε μια μέτρια καλλιτεχνικά καριέρα συνωθούνται συσχετισμοί με τέτοια ονόματα, εντελώς άλλη η εποχή ποιοτικά – «Αλήθεια» την ίδια χρονιά και «Vie privée» το 1962, τουτέστιν η δεύτερη (πρώτη χρονικά) προσέγγισή της από δημιουργό της Νουβέλ Βαγκ, τον Λουί Μαλ, σε μια από τις ωραιότερες στιγμές του, Μαρτσέλο Μαστρογιάννι συνοδοιπορούντος. Ο Μαλ θα επανέκαμπτε, με το «Viva Maria!», έχοντας την Μπαρντό δίπλα στην αγαπημένη του Ζαν Μορώ, μια ταινία έγχρωμη, ευχάριστη, απολαυστική, λίγη. Ο υπογράφων, καθώς αγαπά τις ταινίες, δεν αντιστάθηκε ποτέ στο δραματικό (και έλασσον) «À coeur joie» του Μπουργκινιόν, ένα ακόμα δείγμα στο οποίο δεν χορταίνεται η Μπαρντό και ο απρόσβατος πόθος που γεννά εντός κι εκτός ταινίας. Την επόμενη χρονιά πάμε στις ΗΠΑ όπου ένας Καναδός (Έντουαρντ Ντμίτρικ) σκηνοθετεί έναν Σκωτσέζο (Σον Κόνερι) και μια Γαλλίδα (Μπαρντό) σε ένα γουέστερν, πώς να βγει καλό, η Μπαρντό δεν έχει τίποτα να θυμάται ελκυστικά από αυτό (ξαναλέω, έπαιζε και ο Κόνερι), την ίδια χρονιά παίζει με τον φίλο της τον Ντελόν στο σπονδυλωτό «Spirits of the Dead» των Βαντίμ-Μαλ-Φελίνι (αυτή στον Μαλ), κρατάμε το «Boulevard du Rhum» του Ενρικό δίπλα σε μέγα Βεντούρα (1971) και κάπου εδώ, με τα χίλια ζόρια, ολοκληρώνεται η ανθολόγηση μιας καριέρας.

Πώς αποχαιρετάς την Μπριζίτ Μπαρντό; Υπήρξε ένα έξοχο συνονθύλευμα αντιφάσεων, πολιτικών, κοινωνικών, ανθρώπινων, μια γυναίκα-Γυναίκα της εποχής της – με αυτό εννοώντας της εποχής που δημιούργησε και διόλου την εποχή που την φιλοξένησε. Αντιπροσώπευσε ορισμικά την θηλυκότητα, παρότι δεν ήταν χυμώδης, και το σεξ, παρότι δεν ήταν ποτέ πραγματικά διαθέσιμη. Το πρόσωπό της (αν έπρεπε να συνοψίσεις σε ένα αίτιο τον ερωτισμό της, κι όμως, ήταν σ’ αυτό) εμπεριείχε την πρόκληση και την απόρριψη. Η στάση της ήταν αδέσμευτη, η ειλικρίνειά της σκληρή (στο παιδί της, στους άντρες της, στις απόψεις της), η σχέση της με την διασημότητα και τις πιέσεις της ταραχώδης. Λάτρεψε τα ζώα, και εδώ οι ειδικότεροι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια μακρολογία ψυχανάλυσης, έμοιασε ότι η λατρεία αυτή αντικατέστησε πηγές διαρκούς απογοήτευσης. Μηδένισε, ίσως απλοϊκά, το #MeToo («εγώ αγαπώ τους άντρες»), έζησε όπως ήθελε, «έκανε το δικό της». Κατάλαβε, ή συναισθάνθηκε, ότι το ηδονικό βλέμμα την απαιτούσε και – επειδή τις απαιτήσεις δεν τις γούσταρε, αλλά ήταν και σοφή – όταν ήρθε η ώρα έκοψε τον φακό σαν κακή συνήθεια. Η ανάμνηση της επιθυμίας είναι κάποτε μεγαλύτερη από την επιθυμία καθαυτή. Ω ναι, ήταν συνώνυμο του ερωτισμού η Μπριζίτ Μπαρντό, τον ανέλκυσε στα πραγματικά του, ουσιώδη ύψη. Είναι ευτυχές που δοξάστηκε εν ζωή, είναι δυστυχές που πάντοτε ο θάνατος αφήνει την αίσθηση λειψή. Η Μπαρντό έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αποχαιρέτησε αυτή, εμείς δεν θα μπορούσαμε.