Σάρλοτ Ράμπλινγκ: Η Γοητεία του Ακατάκτητου - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
16:50
5/2

Σάρλοτ Ράμπλινγκ: Η Γοητεία του Ακατάκτητου

74 ετών σήμερα μια λαίδη του ευρωπαϊκού σινεμά, ιέρεια με την καλλιτεχνική έννοια δεν μπορείς να την πεις, όχι γιατί δεν είναι άριστη αλλά γιατί η φιλμογραφία της υποφέρει, ωστόσο όμως μια τέτοια γυναίκα, μ’ αυτό που έχει φέρει η Ράμπλινγκ σε καμμιά ντουζίνα έργα, το τιμάς απερίφραστα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αγγλίδα, με μπαμπά ολυμπιονίκη στην 400αρα κολύμβηση, πολυταξιδεμένη από νεαρότατη ηλικία καθώς ο μπαμπάς μετέπειτα υπηρέτησε στον Βρετανικό Στρατό, κάπως έτσι χτίζεται ο κοσμοπολιτισμός κάπως έτσι αποκτάς και το «βλέμμα Ράμπλινγκ», πηγή της απροσδιόριστης όσο και άφατης γοητείας της ως σήμερα.

Στο swinging Λονδίνο του ’60 η Σάρλοτ μπλέκει με το μόντελινγκ, τις φωτογραφήσεις, αναπόφευκτα και με το σινεμά – στο «Hard Day’s Night» μάλιστα κάνει ένα πέρασμα ώστε οι Μπιτλς να δώσουν ευλογία. Από τα πρώτα χρόνια κρατάς το «Georgy Girl», δεύτερος ρόλος, ανάμεσα σε Τζέιμς Μέισον, νεαρό Άλαν Μπέιτς και Λιν Ρεντγκρέιβ, μια βιολονίστα που απολαμβάνει το swinging του πράγματος (μέχρι που την πατάει και μένει έγκυος από τον Μπέιτς) υποδύεται, εξοντωτικά όμορφη, να το σημειώσουμε.

Το ’69 την βάζει ο Βισκόντι στους τεράστιους «Καταραμένους» του, η Ράμπλινγκ περιφέρει την παγωμένη ομορφιά της ανάμεσα στους Ναζί, προαγωγή (…) πιάνεται αυτό, εντούτοις τα έργα που έρχονται ξεχάσιμα (sic) τα λες, άλλο που η παρουσία της ξεχωρίζει. Και ήδη αρχίζει να διαφαίνεται μια μπλαζέ στάση της, μια εκλεκτικότητα, μια κοσμοπολίτικη ραστώνη – αν και σχεδόν κάθε χρόνο κάπου δουλεύει. Ας επισημάνουμε δύο του ’72, μια Άννα Μπολέιν σε μια διασκευή σειράς του BBC για τον Ερρίκο τον 8ο και τις γυναίκες του κι ένα (αξέχαστο) πέρασμα από το «Asylum», ένα ωραίο σπονδυλωτό horror της μη εξαιρετέας Amicus που οι λάτρεις οφείλουν να ψάξουν.

Το ’74 είναι μια γερή χρονιά της αφού παίζει στο διάσημο «Ζαρντόζ» του Μπούρμαν δίπλα στον δασύτριχο Σον Κόνερι (δεν μπορείς να μην το αγαπάς κι ας είναι, ακόμα, κιτς μνημείο το έργο) και φυσικά στον «Θυρωρό της Νύχτας» της Καβάνι, σεξοδιαστροφικής αρτιότητας και με την Ράμπλινγκ να βρίσκει το στοιχείο της – και πόσα κότσια βέβαια να σταθείς απέναντι στον Ντερκ Μπόγκαρντ που αρκεί να σηκώσει ένα φρύδι για να πέσεις εσύ.

Την επόμενη χρονιά είναι ολέθρια και άψογη απέναντι στον Μίτσαμ στο «Farewell, My Lovely», είναι σαφές πως αν ήταν της προηγούμενης γενιάς το κορίτσι θα διέπρεπε στο είδος, το less is more και το βλέμμα εκείνης της διατρητικής μεν ασάφειας δε ποιον αφήνει ασυγκίνητο, και σιγά-σιγά εδώ αρχίζει να παρατηρείς τα πρώτα συμπτώματα «ραμπλινγκισμού», όλο και περισσότερο απέχει, όλο και κάτι κουφές επιλογές κάνει (μα το «Orca»;! – μια ψευτοαρπαχτή της μετα«Jaws» εποχής) και να τα χρόνια περνούν, να και ο γάμος με τον Ζαν-Μισέλ Ζαρ το ’78 (ωραία πρέπει να ήταν στο σπίτι τους, ήρεμα), πέρασμα το ’80 από το «Stardust Memories» του Γούντι Άλεν (την τιμά σενάριο και φωτογραφία) για να φτάσουμε στο 1982, στα υπέροχα 36 της και την «Ετυμηγορία» του Λιούμετ.

Για πολλούς από εμάς καλύτερη δεν υπήρξε, τουλάχιστον μέχρι τις παρουσίες της ωριμότητάς της των τελευταίων δέκα χρόνων, απίστευτο παίξιμο απέναντι στον Νιούμαν, προσωπική μου γνώμη δεν υπήρξε συμπρωταγωνίστριά του που να τον έπαιξε έτσι – και σίγουρα να τον ώθησε κι αυτόν στην μεγάλη ερμηνεία του. Αίνιγμα, διεστραμμένη γοητεία, βλέμμα πάντα και σημαδεμένη προδοσία κι όλ’ αυτά μ’ ένα στήσιμο, ένα κοίταγμα και δυο ατάκες. Πώς δεν ήταν υποψήφια (και δεν το πήρε – το πήρε η Τζέσικα Λανγκ στο… «Τούτσι») αυτοί το ξέρουν.

Μια πολύ ωραία ταινία έρχεται το 1985 με το ερωτικό (αλλά πολύ) θρίλερ του Ζακ Ντερέ (ο σκηνοθέτης του «Μπορσαλίνο» και της «Πισίνας» που, τι κρίμα, δεν είναι γνωστές οι τουλάχιστον 10 καλύτερες ακόμα ταινίες του), «On Ne Meurt Que Deux Fois», δίπλα στο Μισέλ Σερό και, ω του θαύματος, πρώτη υποψηφιότητα για Σεζάρ. Σεζάρ που, φαντάσου, το 2001 της έδωσαν τιμητικό βραβείο συνεισφοράς και ΜΕΤΑ άλλες τρεις υποψηφιότητες.

Το 1987 παίζει βέβαια στον «Δαιμονισμένο Άγγελο» του Πάρκερ, τρεις πόντους πάνω η ερμηνεία του Μίκι Ρουρκ καθώς απέναντί της, λιγοστεύουν ακόμα περισσότερο οι εμφανίσεις, το ’98 μαθαίνει από τις εφημερίδες ότι ο Ζαρ ξενοκοιμάται, χωρίζουν ηχηρά κι εκείνη πέφτει σε κατάθλιψη, συναντά τον Κακογιάννη και ξανά τον Άλαν Μπέιτς στον «Βυσσινόκηπο», βαθιά προβληματικό έργο, δεν σώζεται από τις ερμηνείες κύρους τους, έρχεται και λίγο Χόλιγουντ ακόμα στη συνέχεια, παίζει λίγο στο «Spy Game» απέναντι στον Ρέντφορντ, όμως είναι έναρξη μιας συνεργασίας με τον Φρανσουά Οζόν την προηγούμενη χρονιά (2000) που αρχίζει να βγάζει από μέσα της υλικά της σημερινής της μορφής, μια υψηλή ανθρωπιά, μια άλλου τύπου ζέστη και μια ευθεία αναμέτρηση με την ηλικία και το δικαίωμα στον έρωτα.

Το «Κάτω απ’ την Άμμο» και η «Πισίνα» (και τα δύο της απέφεραν υποψηφιότητα για Σεζάρ) είναι, κατά την ίδια, οι ταινίες που την ελευθέρωσαν από το βάρος της αδελφής της που αυτοκτόνησε το 1966, οι ταινίες που την επανέφεραν στο παιχνίδι των ρόλων με προκλητικά για την ίδια χαρακτηριστικά και οπωσδήποτε ανανέωσαν την εικόνα της όσο και το ενδιαφέρον νεώτερων δημιουργών στο πρόσωπό της.

Στην τελευταία δεκαετία πέρασε από την «Μελαγχολία» του Τρίερ, από εκείνη την περίφημη χαμένη ευκαιρία ενός τρομερού καστ το «Eye of the Storm», ανάμεσα σε Τζέφρι Ρας και Τζούντι Ντέιβις του Φρεντ Σκεπίσι, ακόμα και το «Forbidden Room» του γνωστού και μη εξαιρετέου Γκάι Μάντιν και των σινεφίλ αβάν γκαρντ ονειρώξεών του. Η αποθέωση όμως έρχεται με τα «45 Χρόνια», δίπλα στον Τομ Κόρτνεϊ, ηχηρή στις σιωπές της μελέτη του γάμου, του έρωτα, της τρίτης ηλικίας και της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, θέλει αποσκευές να χτίσεις έτσι τον ρόλο, η πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ ήταν γεγονός – καγχάζουμε το ότι δεν το πήρε κιόλας.

Συνεχίζει θαρραλέα όπως δεν έκανε νεότερη, εξακολουθεί να τριγυρίζει την Ευρώπη και τις παραγωγές της συνδέοντας έτσι κουλτούρες και φιλμογραφίες, κεντάει πάντα ένα ζηλευτό πρότυπο ερμηνεύτριας και γυναίκας των χρόνων και των εμπειριών της, να είναι γερή, δείχνει να έχει αποθέματα για μεγάλες ερμηνείες ακόμα, αρκεί να δοθούν και οι ευκαιρίες.