Ζαν-Ζακ Μπενέξ (1946-2022): Αντίο φίλε - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:45
17/1

Ζαν-Ζακ Μπενέξ (1946-2022): Αντίο φίλε

Αποχαιρετισμός σε έναν σκηνοθέτη που δεν εγκαθιδρύθηκε στ’ αλήθεια ποτέ, όμως για ένα μέρος της γενιάς που ήρθε σε επαφή με τις εικόνες του στη δεκαετία του ’80, δεν θα ξεχαστεί επίσης ποτέ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

«Το προνόμιο του να είσαι Γάλλος σκηνοθέτης είναι ότι βασικά είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις. Η καταστροφή είναι ότι δεν αντιλαμβάνεσαι ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν λειτουργεί έτσι».

Τάδε έφη Ζαν-Ζακ Μπενέξ για μια μεγάλη αλήθεια που κι αυτός, όπως και πολλοί ακόμα, όχι μόνο Γάλλοι, κατάλαβαν άμεσα -και σώθηκαν- ή δεν κατάλαβαν ποτέ -και χάθηκαν. Αυτός, χάθηκε. Τουλάχιστον κατά τα τρεχόντως εννοούμενα, ο Ζαν-Ζακ Μπενέξ δεν θα απασχολήσει την (τρέχουσα) κριτική με το φευγιό του, ενώ παραμένει αμφίβολο αν υπάρχει κάποια νεότερη γενιά σινεφίλ που αναγνωρίζει, ή ακόμα περισσότερο θαυμάζει κι επηρεάζεται, από το έργο του.

Και ποιο έργο του θα ρωτήσει, ελπίζεις καλοπροαίρετα, κάποιος. Οι ταινίες του ήταν λίγες, όλες κι όλες έξι. Οι τέσσερεις από αυτές ήρθαν στην δεκαετία που ορίστηκε (και) από αυτόν, ιδίως στην Γαλλία, αλλά και στην Ευρώπη που τότε ένοιωθε τον γαλλικό Εγκέλαδο της εποχής του Μιτεράν. Οι άλλες δύο είναι παντελώς άγνωστες, παντελώς άσημες κι ας είναι η μία το αντίο του Ιβ Μοντάν («IP-5, Το Νησί των Παχυδέρμων», 1992).

Όμως όταν «συνέβη» ο Μπενέξ στην αυγή του ’80, ουδείς ομόλογός του είχε αντιληφθεί αυτό που τελικά θα γινόταν ένα τoσοδά κινηματάκι του ’80, το λεγόμενo «cinéma du look», το σινεμά της όψης, του στιλ, το ανάλογο που ούτε στην Μεγάλη Βρετανία είχε συμβεί ακόμη, όταν το new wave των Σκοτ (Τόνι και Ρίντλεϊ), του Πάρκερ και του Λάιν ακόμα κυοφορούνταν. Όλοι τους περίμεναν κάτι σαν την «Diva» να συμβεί. Και συνέβη. Και ήταν του Μπενέξ.

Όσο δύσκολο είναι στα πλαίσια μιας δημοσιογραφικής αναφοράς να ενώσεις τις τελείες που φτιάχνουν την εικόνα (περισσότερο: την αίσθηση) μιας εποχής, άλλο τόσο είναι να περιγράψεις τι μας έκανε τότε η «Diva». Πώς μας έδειξε πρώτη φορά τους σκοτεινούς διαδρόμους της, την μοναδική παλέτα της που (στο βίντεο…) έδειχνε ακόμα πιο ασαφής κι ακόμα πιο επαναστατική, πώς μας έβαλε σε διαδρόμους μοναχικών, έμμονων, περιθωριακών κι ανυποψίαστων ηρώων με τον τρόπο του ’80 όμως. (Άραγε πόσα να οφείλει ο Ντέιβιντ Λιντς και το «Μπλε Βελούδο» του στον Μπενέξ;). Η «Diva» εσώκλειε τον Πολάνσκι, τον Ντε Πάλμα, τον Χίτσκοκ, την διαφήμιση, το βίντεο-κλιπ (πριν γίνει καθεστώς), είχε αρκετή μόλυνση από το σινεμά του ’70, είχε όμως και τα δύο της πόδια σε αυτό που ερχόταν. Αυτό που τελικά ποτέ δεν θα γινόταν, εκείνο που η «Diva» υποσχόταν. Όνομα και πράγμα, το ντεμπούτο του Μπενέξ θα έμενε ασυντρόφευτο, απρόσβατο – κι ας ήταν τόσο μεγάλη εμπορική επιτυχία – μυθικά γοητευτικό.

Ακολούθως ήταν η ώρα του «Φεγγαριού στον Υπόνομο», αδύναμη συνέχεια θα πουν οι πιο πολλοί, παντοδύναμη γοητεία (βοηθούντων Ντεπαρτιέ και Κίνσκι – ονόματα για την γενιά εκείνη σημαδιακά σε κάθε τους παρουσία) θα πούμε «εμείς». Πρόκειται ασφαλώς περί συναισθήματος που θολώνει την κρίση, όμως αν αφαιρέσεις το συναίσθημα από την σινεφιλική κρίση, μένεις με μια στέρφα άποψη, με χάρτινα πόδια, χωρίς προσωπικές ιστορίες.

Όλα τα παραπάνω τελειώθηκαν (και τελείωσαν) το 1986 στην «Betty Blue». Μια, δεκτόν ελαττωματική, ταινία που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί (τώρα ξέρουμε ότι και οι παλαιότεροι τότε επίσης δεν είχαν ξαναδεί), που μεμιάς μας έδειξε τον κόσμο και στους τίτλους τέλους της τον εξαφάνισε. Δεν το καταλάβαμε όταν συνέβαινε, μας το έδειξε ο χρόνος. Της ζωής μας και της ζωής των ανθρώπων της, του Ανγκλάντ, της Νταλ, του ίδιου του Μπενέξ που, με τον έναν ή άλλον τρόπο, εδώ ίσως εξαντλήθηκε. Πάντοτε ζούσαμε με την Μπέτι, ίσως και γι’ αυτό ο θάνατος του Μπενέξ μας χτύπησε λίγο πισώπλατα, τώρα μένει το θάρρος να την ξαναδούμε, να μάθουμε στα προχωρημένα μας χρόνια που στεκόμαστε.

Με αυτά τα δύο έργα ο Μπενέξ έφτασε στα Σεζάρ, στις Κάννες, στην underground φήμη που βαθμιαία θα γινόταν mainstream, στις παρυφές του Χόλυγουντ (είπαμε πουθενά αλλού ο κόσμος δεν λειτουργεί έτσι), στην άτυπη ηγετική σύσταση μιας ομάδας τρομερών παιδιών της νέας τότε γαλλικής γενιάς (ο Μπεσόν, ο Καράξ – ακόμα και στην φυσιογνωμία, μυστηριωδώς, ήταν συγγενείς όλοι τους), που η κριτική επιλεκτικά καταλάβαινε, και κάποιος κόσμος, όχι πολύς, σημαδευόταν ισόβια.

«Η Ροζαλίν και τα Λιοντάρια» (1989) ήταν το τέλος. Μαζί με το ’80 ένας διάττων αστέρας έσβηνε στο βάθος του ορίζοντα, τα σακούλι είχε αδειάσει, ένας είδος ερωτικότατου σινεμά στιλ (αντί ουσίας, θα έλεγε ένας κριτικός) θα χανόταν από το στερέωμα, όχι προτού μπολιάσει (λιγάκι) την ωριμότερη δεκαετία που ερχόταν και της οποίας ο Μπενέξ, με τα ντοκιμαντερικά πειράματα, τις αποτυχίες, το αποτράβηγμα, δεν θα ήταν πια μέρος. Έτσι είναι, οι μεγάλες λάμψεις διαρκούν λίγο. Αλλά φωτίζουν ζωές για πάντα.