«Πρέπει να είσαι ατίθασος. Πρέπει να είσαι αληθινός»: Ο σπουδαίος Μαρκ Ράιλανς μιλάει στο cinemagazine.gr - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
19:00
24/11

«Πρέπει να είσαι ατίθασος. Πρέπει να είσαι αληθινός»: Ο σπουδαίος Μαρκ Ράιλανς μιλάει στο cinemagazine.gr

Βραβευμένος με Όσκαρ για την ερμηνεία του στη «Γέφυρα των Κατασκόπων», με καταλυτικής σημασίας ρόλο στο «Bones and All», την καινούργια ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο, ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς στο θέατρο της χώρας του και στο σινεμά παγκοσμίως αποδεικνύεται και έξοχος συνομιλητής στην παρακάτω συνέντευξη που μας παραχώρησε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Αποτελεί εδώ και δεκαετίες λαμπρό θησαυρό της σύγχρονης βρετανικής θεατρικής σκηνής και κινηματογραφίας. Έχει συμμετάσχει μέχρι στιγμής σε είκοσι περίπου ταινίες και συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τον Κρίστοφερ Νόλαν («Δουνκέρκη»), τον Άαρον Σόρκιν («Η Δίκη των 7 του Σικάγο»), τον Πατρίς Λεκόντ («Σαρκική Εξάρτηση»), τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ («Τα Βιβλία του Πρόσπερο»). Για να γνωρίσει μαζικότερη αναγνώριση έπρεπε, ωστόσο, να περιμένει μέχρι το 2015 όπου και κέρδισε το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για την «Γέφυρα των Κατασκόπων» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, τη μία από τις τρεις συνεργασίες του με τον σκηνοθέτη (οι άλλες δύο ήταν το «The BFG» και το «Ready Player One»).

Λίγη ώρα μαζί του όμως και γίνεται αντιληπτό ότι ο γλυκομίλητος 62χρονος ηθοποιός είναι υπερβολικά διακριτικός και μετριόφρων ώστε να επιδιώκει οποιουδήποτε είδους προσοχή και δημοσιότητα, προτιμώντας η δουλειά του να μιλάει για εκείνον. Αντίθετα με τους περισσότερους συναδέλφους του, επίσης, για τους οποίους η διαδικασία μιας συνέντευξης για τις ανάγκες κάποιας ταινίας παραμένει κατά βάση μια προωθητική αγγαρεία που είναι προτιμότερο να διαρκεί όσο το δυνατόν λιγότερο, ο Μαρκ Ράιλανς αφιερώνει στον συνομιλητή του όσο χρόνο και ενδιαφέρον μπορεί, καλύπτοντας με φανερή ευχαρίστηση μια ευρεία γκάμα θεμάτων προς συζήτηση.

Κάπως έτσι, στην κουβέντα που είχαμε μαζί για ένα γεμάτο 45λεπτο, και ξεχωριστά από όσα θα διαβάσετε παρακάτω, ο Ράιλανς πραγματοποίησε παραπάνω της μίας αναφορές στον Σαίξπηρ, μνημόνευσε τον Λόρενς Ολίβιε, σηκώθηκε από τη θέση του για να αναπαραστήσει μια σκηνή της Μέριλ Στριπ από το «The Post» που του έκανε μεγάλη εντύπωση ως προς το παίξιμο της ηθοποιού και δεν υπήρξε καθόλου φειδωλός στις περιγραφές του για το «Bones and All», μιλώντας για «μια πολύ όμορφη ταινία που έγινε ακόμη ομορφότερη κατά τη μεταφορά της από το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε. Οι σκηνές βίας ελαττώθηκαν, δόθηκε χώρος στην ευαισθησία και κάθε σκηνή πλαισιώθηκε με τόση φροντίδα ώστε ήταν αδύνατο οι ηθοποιοί να μην αγαπήσουμε αυτό που κάναμε».

«Δε νομίζω ότι έχω υποδυθεί ποτέ πιο μοναχικό χαρακτήρα από αυτόν της ταινίας του Γκουαντανίνο»

Αναρωτιόμουν πόσο εύκολο ήταν να βρείτε αρκετή κατανόηση και συμπόνοια ώστε να προσεγγίσετε τον ήρωά σας στην ταινία: έναν χαρακτήρα ικανό για την πιο απροσδόκητη τρυφερότητα και για την πιο μεγάλη αποστροφή. 

Όπως συμβαίνει και με κάθε άλλο ήρωα που ερμηνεύω, απλώς προσπαθώ να βρω μια ανάγκη που να δικαιολογεί τα λόγια και τις πράξεις. Στο θέατρο μπορεί να μοντάρω τον εαυτό μου κάθε βράδυ, να τον προσαρμόζω ερμηνευτικά, στον κινηματογράφο όμως είναι λάθος να εμπλακείς σε τέτοιου είδους σκέψεις. Πρέπει να είσαι ατίθασος, αυθόρμητος. Πρέπει να είσαι αληθινός. Και βέβαια πρέπει να θέτεις στον εαυτό σου ερωτήσεις σχετικά με τον ήρωά σου. 

Έτσι προσπάθησα κι εγώ να κατανοήσω τον Σάλι που υποδυόμουν στην ταινία. Είναι ρομαντικό το κίνητρό του απέναντι στο κορίτσι ή σεξουαλικό; Θέλει εκείνο να είναι το παιδί που ο ίδιος δεν μπορεί να αποκτήσει; Τον ελκύει το πόσο όμορφη είναι μέσα στην αθωότητα και τη νιότη της; Είναι απλώς μοναξιά αυτό που αισθάνεται; Στο δικό μου μυαλό ο Σάλι μάλλον έψαχνε για θετικά πράγματα και αφορμές που θα έκαναν τη ζωή του πιο υποφερτή. Ίσως κατά βάθος να πίστεψε ότι θα μπορούσε να είναι πραγματικά ο μέντορας που έπρεπε να εμφανιστεί στη ζωή του κοριτσιού ώστε να το βοηθήσει να πορευτεί. Σκέψεις κάνω, όμως. Προσπαθώ να μην κρίνω.

Είναι σημαντικό να συμπαθείτε κάθε φορά τον χαρακτήρα που καλείστε να υποδυθείτε;

Ναι, νομίζω ότι χρειάζεται. Χωρίς να λες ψέματα στο κοινό σου για τον χαρακτήρα αυτόν. Για μένα το να υποδυθώ τον Σάλι δεν αφορούσε τόσο πολύ τον κανιβαλισμό. Ο κανιβαλισμός ήταν μια πάθηση όπως, δεν ξέρω, το να έχεις οποιαδήποτε φρικτή παρόρμηση να βιαιοπραγείς εις βάρος των ανθρώπων, να βασανίζεις τους άλλους συναισθηματικά ή ψυχολογικά. Όπως όμως ο σαιξπηρικός Ιάγος, τον οποίο έχει τύχει να ενσαρκώσω, έτσι και πολλοί ήρωες καταλήγουν να σφάλουν και να πληγώνουν στο όνομα της  αγάπης στην οποία πιστεύουν. Μιλώντας, παρ' όλα αυτά, συγκεκριμένα για τον Σάλι θα έλεγα ότι η μοναξιά του πηγάζει από τη συνειδητοποίηση του κακού που είναι σε θέση να διαπράξει αν βρισκόταν κάποια στιγμή ερωτευμένος. Και, σε ό,τι με αφορά, δε νομίζω ότι έχω υποδυθεί ποτέ πιο μοναχικό χαρακτήρα από αυτόν.

Κατά έναν τρόπο, όμως, δείχνετε πολύ συχνά αδυναμία σε χαρακτήρες μοναχικούς, αταίριαστους.

Πράγματι. Διάβασα τον Λούκα να αναφέρει σε κάποια του συνέντευξη ότι το σινεμά του απασχολούν σε μεγάλο βαθμό οι outsiders. Νιώθω παρόμοια έλξη, ίσως επειδή πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια στην Αμερική του '60 και του '70 και έπειτα, όταν γύρισα στην Αγγλία, ένιωθα αρκετά ξεκομμένος από τον περίγυρό μου, κάπως ξένος στον ίδιο μου τον τόπο. Η μητέρα μου είχε ένα χαρακτηριστικό το οποίο κληρονόμησα κι εγώ. Μπορεί να έχτιζες έναν φράχτη μπροστά της, εκείνη όμως θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δει τι υπάρχει στην άλλη πλευρά του φράχτη. Έτσι συμβαίνει και με μένα. Πιο πολύ με νοιάζει τί έχει η άλλη πλευρά, πέρα από τον φράχτη, παρά όσα ξέρω ότι υπάρχουν μέσα σε αυτόν. 

Ο Μαρκ Ράιλανς (αριστερά) στο Φεστιβάλ Βενετίας πλάι στους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη της ταινίας

«Θα στενοχωριόμουν εάν ορισμένοι νεότεροι ηθοποιοί θεωρούσαν ότι δεν πρέπει να δίνεις καμία σημασία στο κοινό»

Να μιλήσουμε λίγο για τα χρόνια που περάσατε στις ΗΠΑ; Γιατί φαντάζομαι πως στάθηκαν καθοριστικά στη ζωή σας και στη μετέπειτα διάπλασή σας.

Πέρασα τα χρόνια αυτά στη μεσοδυτική Αμερική, εκεί που περίπου εκτυλίσσεται και η ταινία, οπότε το γύρισμα στάθηκε για μένα μια ευπρόσδεκτη επιστροφή στο «σπίτι». Εξίσου ενδιαφέρον μου φάνηκε και το γεγονός ότι το συνεργείο της ταινίας απαρτιζόταν ως επί το πλείστον από ντόπιους οι οποίοι δήλωσαν συμμετοχή όχι μόνο για λόγο βιοποριστικό αλλά και επειδή είχαν περιέργεια να δουν πώς θα αντίκριζε και θα απεικόνιζε τα μέρη τους ένας Ευρωπαίος σκηνοθέτης. Οπότε θέλατε να με ρωτήσετε σχετικά με το πώς μεγάλωσα εκεί;

Ναι, κυρίως στη διάρκεια του '70. Κι έπειτα ήθελα να ρωτήσω πόσο περίεργο ήταν για εσάς το να μετακομίζετε στην Αγγλία, τέλη της δεκαετίας, και να πρέπει να ξεκινήσετε εκεί ουσιαστικά την ενήλικη ζωή σας.

Σωστά, ήμουν 18 ετών όταν πήγα. Ήταν πράγματι πολύ περίεργο. Είχα έναν δάσκαλο στο αμερικανικό σχολείο που φοιτούσα ο οποίος λάτρευε το κλασσικό αγγλικό θέατρο και τις ξένες ταινίες - Κουροσάβα, Βισκόντι- και ίσως χάρη σε εκείνον ήρθα σε επαφή με αυτές πριν συμπληρώσω καλά-καλά τα 16 μου χρόνια. Οπότε κατέληξα στην Αγγλία κουβαλώντας ήδη μέσα μου μια τεράστια αγάπη προς την ευρωπαϊκή κουλτούρα, σε αντίθεση με τους περισσότερους που με γνώριζαν και οι οποίοι πίστευαν ότι είχα εκτεθεί αποκλειστικά στην αμερικανική κουλτούρα και πως τα μόνα είδωλα που θα είχα λογικά έπρεπε να είναι καλλιτέχνες όπως ο Έλβις. Εγώ όμως δεν ήξερα ηθοποιούς όπως τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, τον Σπένσερ Τρέισι, την Κάθριν Χέπμπορν ή σκηνοθέτες όπως τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, για παράδειγμα. Ήξερα ευτυχώς τον Σκορσέζε, τον Πατσίνο και τον Ντε Νίρο και φτάνοντας στην Αγγλία διαπίστωσα ότι ήταν και οι μόνοι για τους οποίους ήθελαν να μιλάνε διαρκώς οι Εγγλέζοι ηθοποιοί εκείνη την εποχή. Όμως εγώ δεν ήμουν θαυμαστής της ερμηνευτικής Μεθόδου. Είχα διδαχτεί ότι όλα πρέπει να είναι συνειδητά και πως οτιδήποτε μη συνειδητό συνέβαινε στην υποκριτική ήταν για τα σκουπίδια. Πόσο λάθος είχα. 

Στην πορεία άλλαξε η άποψή σας; 

Σίγουρα μεγάλωσα στη δεκαετία του '70 με μια αρνητική στάση προς τη Μέθοδο. Αλλά όταν έφτασα στην Αγγλία, τη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης ενδιέφερε πολύ η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση. Τους ενδιέφερε τα πράγματα να είναι παρόντα - τόσο παρόντα ώστε τουλάχιστον επάνω στην σκηνή και μπροστά από την κάμερα να μην ξέρεις αν πρόκειται για υποκριτική. Θυμάμαι να συνεργάζομαι με τον Γκάρι Όλντμαν, στην πρώτη μου δουλειά στη Γλασκόβη, για ένα θεατρικό έργο. Εκείνος είχε μόλις εμφανιστεί στο προσκήνιο και δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ήμουν σε μια αίθουσα πρόβας, έβλεπα για πρώτη φορά τον Γκάρι να παίζει και σκεφτόμουν «αυτό που βλέπω μπροστά μου δεν ακολουθεί το σενάριο που μας έχουν δώσει να μελετήσουμε». Παρότι, λοιπόν, είχα διαβάσει το έργο, ήμουν μέσα στο έργο, όταν ήρθε εκείνος κι έπαιξε ήταν τόσο αληθινό αυτό που έκανε ώστε μου έκοψε εντελώς την ανάσα, σε σημείο που μου ήταν αδύνατο να καταλάβω πώς ακριβώς το έκανε. Ακόμα δεν έχω καταλάβει εντελώς.

Αυτός είναι, όμως, κι ο λόγος για τον οποίο ο Γκάρι στράφηκε στο σινεμά: γιατί ήταν ικανός να ερμηνεύει έτσι όχι μόνο επάνω στη σκηνή αλλά και μπροστά από την κάμερα. Μια τέτοια προσέγγιση αποτέλεσε για μένα μεγάλη έκπληξη. Μόλις είχα φτάσει την Αγγλία και όλοι αυτοί οι νέοι Εγγλέζοι ηθοποιοί, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο Γκάρι Όλντμαν, ξαφνικά πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες γιατί είχαν εμπνευστεί από τους Αμερικανούς ηθοποιούς, τους είχαν παρακολουθήσει και μελετήσει προσεκτικά. Αλλά κι ο Τιμοτέ Σαλαμέ είναι έτσι στο πλατό, δεν ξέρεις τί θα κάνει, κι αυτό μου φαίνεται πολύ σημαντικό.

Με ποιον τρόπο αλλάζει η ερμηνευτική προσέγγισή σας με κάθε σκηνοθέτη; 

Με τον Γκουαντανίνο είναι κάτι αισθητηριακό. Η αγάπη του για το χρώμα και για τις αισθήσεις δεν καταπιέζεται από τη νοημοσύνη του. Η νοημοσύνη του είναι δυνατή και υπέροχη, όμως όταν βλέπω την ταινία του ή τον παρατηρώ στο γύρισμα, αντιλαμβάνομαι ότι βιώνει το καθετί με τις πέντε αισθήσεις του ταυτόχρονα και σχεδόν γεύεται αυτό που συμβαίνει και ακούει. Οπότε σε προσκαλεί ως ηθοποιό να είσαι παρών και με το σώμα και με τις αισθήσεις σου.

Με τον Κρις Νόλαν είναι διαφορετικό. Εκείνος ασχολείται σχολαστικά με το να είναι όλα αληθοφανή και βρίσκεται συνεχώς υπό μεγάλη πίεση γιατί θέτει στον εαυτό του πολλές προκλήσεις κι ασχολείται με ιδέες απαιτητικές και πολύπλοκες. Για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, από την άλλη, η ιστορία είναι η μέγιστη προτεραιότητα. Κάθε μέρα θα τον ακούσεις να αναρωτιέται «περί τίνος πρόκειται αυτό με το οποίο καταπιανόμαστε; Ποια είναι η ιστορία της ταινίας;». Το λέει δυνατά: «Δεν ξέρω ποια είναι η ιστορία αυτής της ταινίας», μέχρι που συνειδητοποιεί πως «Α, αυτή η ταινία είναι για την φιλία, για μια γέφυρα φιλίας που σχηματίζεται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους τους οποίους χωρίζει μεγάλη απόσταση». Και αμέσως μετά τον ακούς να λέει ότι βρήκε ποιος είναι ο τίτλος της ιστορίας που αποφάσισε να διηγηθεί: «Η Γέφυρα των Κατασκόπων»!

Κάθε σκηνοθέτης με τον οποίο είχα την τύχη να συνεργαστώ έχει απίστευτες δεξιότητες, αλλά καθέναν χαρακτηρίζουν διαφορετικές αρετές. Όπως ένας χορευτής δουλεύει με έναν χορογράφο ή ένας μουσικός με έναν μαέστρο μέσα σε μια ορχήστρα, ο καλύτερος τρόπος για να ταιριάξεις με έναν σκηνοθέτη είναι να συγχρονιστείς μαζί του. 

Γίνεται εύκολα αντιληπτό, πιστεύετε, πότε ένας ηθοποιός αποκαλύπτεται στην κάμερα και πότε κρύβεται από αυτήν;

Ως ηθοποιός του θεάτρου βρίσκομαι σε ένα σημείο όπου μπορώ και αντιλαμβάνομαι τις διαδικασίες πίσω από το γύρισμα μιας ταινίας ή την ερμηνεία ενός ρόλου. Θέλοντας και μη, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά. Και αρκετές φορές είμαι πεπεισμένος ότι αυτό που εγώ βλέπω σε έναν ηθοποιό ίσως δεν είναι ορατό από το κοινό. Νομίζω όμως πως οι σπουδαίοι ηθοποιοί του παρελθόντος είχαν πάντα επίγνωση ότι το μέσο με το οποίο παίζουν είναι η φαντασία του κοινού. Οπότε θα στενοχωριόμουν εάν ορισμένοι νεότεροι ηθοποιοί θεωρούσαν ότι δεν πρέπει να δίνεις καμία σημασία στο κοινό. Αυτό δεν έβγαλε ποτέ νόημα για μένα ηθικά ή ως καλλιτέχνης. Γιατί αν χάσεις αυτήν την αίσθηση, τότε τί κάνεις;

INFO
Η ταινία «Bones and All» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Tanweer.