Τέλυ Σαβάλας: Ένας ήσυχος άνθρωπος, ένας ωραίος τύπος - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:00
21/1

Τέλυ Σαβάλας: Ένας ήσυχος άνθρωπος, ένας ωραίος τύπος

Γεννιέται σαν σήμερα μια από τις χαρακτηριστικότερες μορφές του χολιγουντιανού σινεμά και της αμερικανικής τηλεόρασης, ο «δικός μας» Αριστοτέλης Σαβάλας, ο πιο cool Έλληνας που διέπρεψε στο διεθνές στερέωμα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Για τον Τέλυ Σαβάλας δεν μπορείς να είσαι ακαδημαϊκός. Δεν ήταν ο τύπος του entertainer που θα χαλούσε ποτέ τη νιρβάνα της κριτικής κουλτούρας, δεν θα σάρωνε ποτέ τα βραβεία (αν και κέρδισε δύο Χρυσές Σφαίρες κι ένα Έμμυ – όλα για τον «Κότζακ»), δεν πρόκειται ποτέ, πόσο μάλλον σήμερα, να έπαιρνε ένα – πανάξιο ωστόσο – εύσημο για την συνεισφορά του. Ο Σαβάλας έρχεται όχι τόσο από μια εποχή όσο από μια φράξια τύπων εκείνης της εποχής που συνδύαζαν ετερόκλητες ιδιότητες, περπατούσαν μεταξωτά και πιο cool από κλιματισμό ανάμεσα στις συνθήκες και τις «δουλειές», έμοιαζαν να γουστάρουν αυτό που κάνουν και να κάνουν αυτό που γουστάρουν. Όλα αυτά μαζί σήμερα δεν είναι κάτι παραπάνω από ελαφρόμυαλο κουτσομπολιό και άχρηστες πληροφορίες της ημέρας. Ωστόσο, οι συγκαιρινοί του τον πήγαιναν πολύ τον Αριστοτέλη Σαβάλα, τον γεννημένο στη Νέα Υόρκη, τον λακωνικής ρίζας κι απ’ τους δύο γονείς-πρώτη γενιά μεταναστών κι οι δυο τους στις ΗΠΑ.

Ο Σαβάλας έπαιξε σε κινηματογραφική ταινία πρώτη φορά στα 39 του (!!), είχαν προηγηθεί μικροί ρόλοι σε τηλεοπτικά τα δύο προηγούμενα χρόνια. Ως τότε είχε κάνει όλες τις δουλειές, είχε σπουδάσει ανολοκλήρωτα – τον έκοψε ο 2ος ΠΠ και μια θητεία για την οποία δεν κοκορευόταν ποτέ – είχε κάνει ακόμα και ναυαγοσώστης με μια περίφημη δυστυχή στιγμή όταν δεν μπόρεσε να σώσει έναν λουόμενο που, λέγεται, τον ακολουθούσε πάντα.

Το 1962 όμως κρατά έναν ρόλο στο πρώτο «Ακρωτήρι του Φόβου» (ανάμεσα σε Μίτσαμ και Πεκ – ο δεύτερος καλός του φίλος) και φτάνει μεμιάς στο καλλιτεχνικό ζενίθ του με τον ρόλο του στον «Βαρυποινίτη του Αλκατράζ», δίπλα στον παλιόφιλο Μπαρτ Λάνκαστερ που τον βοήθησε πολύ στην αρχή της καριέρας του. Με τον «Βαρυποινίτη» ο Σαβάλας θα φτάσει ως την υποψηφιότητα για Όσκαρ – θα έχανε από τον Έντ Μπέγκλι του «Γλυκό Πουλί της Νιότης».

Από εκεί και μετά η καριέρα του Σαβάλας θα απογειωνόταν σε δεύτερους πάντα ρόλους, κατά το πλείστον «κακών». Όταν το 1965 δε αποφάσισε να ξυρίσει και το κεφάλι του για την «Ωραιότερη Ιστορία του Κόσμου» (1965, Τζορτζ Στίβενς) στον ρόλο του Ποντίου Πιλάτου, ο Γιουλ Μπρίνερ είχε βρει τον διάδοχό του και οι εφημερίδες τον χαρακτηριστικό Έλληνα με την βαριά νεοϋορκέζικη προφορά, την βαρύτονη χροιά και το διάχυτο rat pack στιλ – όχι τυχαία και ο Φρανκ Σινάτρα ήταν στους καλούς του φίλους.

Ο Σαβάλας είχε ωραία χόμπι (κολυμπούσε, διάβαζε ρομαντική λογοτεχνία, έπαιζε υψηλής κλάσης πόκερ, έβλεπε ποδόσφαιρο, μάζευε αυτοκίνητα), κάπνιζε υπερβολικά πολύ, έκανε τρεις γάμους, ήταν κολλητός του Κρητικού Γιάννη Αναστασάκη που έκανε μια κόρη που του την βάφτισε ο Σαβάλας (η Τζένιφερ Άνιστον), έπαιξε τον Μπλόφελντ στο πιο παρεξηγημένο Μποντ του ’60 («Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος»), ήταν το πιο κάθαρμα στο «Και οι 12 ήταν Καθάρματα», έπαιξε στην «Μάχη των Αρδεννών», έπαιξε με τον Ίστγουντ («Kelly’s Heroes»), κόντεψε ακόμα και να είναι ο «Cool Hand Luke»! Κι αν δεν φοβόταν τόσο πολύ το αεροπλάνο μπορεί και να μην του έπαιρνε τον ρόλο ο Πολ Νιούμαν.

Ωστόσο ήρθε στην δεκαετία του ’70 ο «Κότζακ», πάνω που ο ίδιος συνειδητοποιούσε, μετακυλώντας παρακμιακά στις ιταλικές παραγωγές της εποχής, πως «η μεγάλη διαφορά του Χόλιγουντ από τους Ιταλούς είναι ότι οι πρώτοι πληρώνουν». Και ο Κότζακ, με το γλειφιτζούρι, το «who loves ya baby», τα σκόρπια ελληνικά και την αφοσίωση σε ανάδειξη κοινωνικών θεμάτων (Δημοκρατικός ο Τέλυ μας), έγινε μια κολοσσιαία τηλεοπτική επιτυχία που τον έφτασε στην (καλλιτεχνική) αθανασία.

Παράλληλα και καθώς πλησιάζαμε στα ‘80ς έκανε και ταινίες που εσύ λες κακές αλλά εμείς αγαπάμε με όλο το πάθος της πρώτης μας κινηματογραφικής νιότης (είσοδος «Απόδραση στην Αθήνα»), ταινίες που ναι μεν καθρέφτιζαν την παρακμή μιας εντυπωσιακά διαφορετικής εποχής (ο Σαβάλας το ‘75 έμεινε 10 εβδομάδες στο Νο 1 αφηγούμενος το «If», άντε να το ξεπεράσεις αυτό), συνάμα όμως έδειχναν και μια πιο παιχνιδιάρικη, λιγότερο σκυθρωπή στην άγρα της καταξίωσης showbiz.

Έζησε το πιο μεγάλο μέρος της ζωής στην σουίτα ενός ξενοδοχείου – το μπαρ στο ισόγειο, πως αλλιώς, ονομάστηκε Telly’s – όμως η διάρκειά της περιορίστηκε από τον καρκίνο που δεν βοηθήθηκε θα έλεγε κανείς από τις καπνιστικές του καταχρήσεις.

Μένουμε στα της ζωής, στις ταινίες, τις φιλίες (ο Λάνκαστερ, ο Σινάτρα, η Άντζι Ντίκινσον, ο Λι Μάρβιν, ο Τζόνι Κάρσον, ο Ντον Ρικλς, η Τζούλι Λόντον, ο Ντιν Μάρτιν – τέλειες παρέες), τον γενικό φιλελληνισμό (συνέβαλε ακόμα και στο να ρευματοδοτηθεί και το χωριό του στη Λακωνία στις αρχές του ’70), την φιλανθρωπία του και την διαρκή του συμπαράσταση σε νέους ηθοποιούς, ιδίως μέσω του «Κότζακ» που ήταν και παραγωγός. Δεν ακούστηκαν άβολα πράγματα γι’ αυτόν ποτέ. Ήταν ωραίος τύπος ο Τέλυ Σαβάλας, πίσω από την «γραφικότητα» που φορτώνουν τα (πάντα) αδυσώπητα μοντέρνα μάτια, ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος που έπαιξε ρόλους σε ταινίες που αγαπήσαμε και στο κάτω-κάτω της καλλιτεχνικής γραφής ήταν και ο Φίτο Γκόμεζ στον «Βαρυποινίτη του Αλκατράζ». Κι αυτό είναι παραπάνω απ’ όσο πολλοί άλλοι κατάφεραν σε μια ολόκληρη διαδρομή.