Αληθινός Πόνος
A Real Pain

Δύο αταίριαστα ξαδέλφια 40άρηδες Αμερικανοί πολωνοεβραϊκής ρίζας ξεκινούν για ένα προσκύνημα στην Πολωνία και το παρελθόν της οικογένειάς τους. Στην διαδρομή θα βγουν στην επιφάνεια όσα τους χωρίζουν αλλά και αυτά που τους ενώνουν. H δεύτερη ταινία του Τζέσι Άιζενμπεργκ έχει αρετές, ευαισθησία αλλά και την ατυχία να υπενθυμίζει πλήθος καλύτερων αντίστοιχων αμερικανικών ταινιών.
Το σεναριακό σχήμα του αταίριαστου ζευγαριού καθ’ οδόν προς μια μεταμορφωτική εμπειρία είναι εξαιρετικά σύνηθες στο αμερικανικό σινεμά. Τυπικά, ο ένας είναι ο προσαρμοσμένος με την αφανή παθολογία και ο άλλος ο απροσάρμοστος με την φανερή γοητεία. Από την δυναμική της σχέσης τους και, συνήθως, από την μονόδρομη επίδραση του ελκυστικού απροσάρμοστου στο οικοσύστημα του έργου, αντλείται το δραματικό ενδιαφέρον και ο μετασχηματισμός του φινάλε.
Τακτικά το μοντάζ εξυπηρετεί άπταιστα το σχέδιο, στρατηγικά όμως το έργο δεν παίρνει ποτέ ανάσες
Ο Άιζενμπεργκ έφτιαξε τους χαρακτήρες, (καλώς) ισορρόπησε και κάπως το περιεχόμενό τους, έτσι ώστε να δώσει και ελαφρά πρωταγωνιστικότερο ρόλο στον «προσαρμοσμένο» εαυτό του, υπογράμμισε γενναιόδωρα -και σεναριακά και σκηνοθετικά- τον ρόλο του Κίραν Κάλκιν και…προτίμησε την ζωή από την τέχνη περιφρονώντας τον μετασχηματισμό. Η ταινία δεν οδηγείται πουθενά, παρατηρεί, περιγράφει, έντιμα και ενσυναισθητικά (κορώνα στο κεφάλι της αυτό), αλλά κλείνει όπως άρχισε. Κάτι θέλει να πει με αυτό, σε άλλους θα αρέσει, γιατί συμφωνούν, άλλοι θα μείνουμε με την απορία. Όχι γιατί δεν συμφωνούμε, έτσι είναι η ζωή, αλλά σινεμά αυτού του τύπου βλέπουμε για να υποδαυλίσουμε μια δίωρη ελπίδα. Εξού και το «Sideways» είναι αριστούργημα του είδους. (Βέβαια η αγγλόφωνη κριτική, στην παράκρουση που ζει λόγω γενικής ένδειας, βαθμολογεί παρόμοια και τούτο. Αυτοί οι καιροί, αυτά και τα ήθη τους.)
Είπα δίωρη. Στα 90 (!) λεπτά με τους τίτλους, η ταινία του Άιζενμπεργκ, φτιαγμένη σαν κινηματογραφικός αντικατοπτρισμός της περσόνας του, έχει όλη τη πρακτικά αδιάλειπτη λογοδιαρρέουσα νευρικότητα της πρόζας του από σχεδόν όποια ταινία έχει παίξει. Τακτικά το μοντάζ εξυπηρετεί άπταιστα το σχέδιο, στρατηγικά όμως το έργο δεν παίρνει ποτέ ανάσες, αιφνίδια μπορεί κάποιος να αισθανθεί παγιδευμένος στον (ξύπνιο) διάλογο και τα ανάερα (δουλεμένα) πλάνα που σφυροκοπούν αγχωτικά. Σε μια σεκάνς, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαϊντάνεκ, όταν και παύει ο διάλογος και ο (ακατάπαυστος) Σοπέν, το αποτέλεσμα ευνοείται στον αντιμελοδραματισμό του, όμως και πάλι η αίσθηση της διάρκειας του πλάνου απουσιάζει, ο τόνος παραμένει στην αγχωτική διαταραχή του. Χρειαζόταν παραπάνω διάρκεια και για την ισορροπία και για τους υπανάπτυκτους (ή εγκαταλελειμμένους) λοιπούς χαρακτήρες του.
ένα ακόμα buddy movie, με λίγη πλάκα, με περισσότερη συγκίνηση, οπωσδήποτε με έναν χαρακτήρα...
Υπήρχαν δυνατότητες. Περισσότερο όλων ένα δρόμος διπλός: Από τη μια τα απορρέοντα του -διφορούμενου- τίτλου, η επισήμανση μιας εποχής που ταυτόχρονα συζεί και αποξενώνεται από τον βαθύ της πόνο. Από την άλλη, μια (θα μπορούσε θαυμάσια) παρατήρηση μιας Αμερικής ριζωμένης παντοιοτρόπως αλλού, εν προκειμένω στην Ευρώπη, που μένει νοσηρά ευσταθής και παγωμένη στην υλιστική/πραγματιστική θέση της αφού τον χαρακτήρα της τραβούν λες ισοδύναμα από τη μια το (όχι μόνο) αμερικανικό όνειρο μιας επιβεβαιωτικής καθημερινότητας κι από την άλλη ιστορίες, τραύματα, οιμωγές και φαντάσματα μιας βαριάς, «παλαιάς» Ευρώπης. Ο χαρακτήρας του Κάλκιν, ανισόρροπος γιατί απορρίπτει με αγριότητα το πρώτο και πλημμυρίζεται αβοήθητα από το δεύτερο, με ένα πραγματικά μεγάλο σενάριο θα καθρέφτιζε τις δυνατότητες αυτές. Εδώ δεν υπάρχει αυτό το σενάριο, ούτε ο μακρόπνοος διάλογος, ούτε η αποφασισμένη σε τολμηρά αργότερους χρόνους σκηνοθεσία. Tο πικρά στοχευμένο τελικό πλάνο μένει μετέωρο.
Έτσι, ανάμεσα στον απρόσωπα (λέω εγώ) ερμηνευμένο Σοπέν, που αποτελεί και μια εύκολη, μακάρια αμερικανική και ατυχώς ρομαντική επιλογή (δεν θα ήταν άραγε πιο τολμηρή και πιο τονικά ταιριαστή μια…ατονική μουσική;), την εύλογη ταραχή και συγκίνηση που γεννά στον θεατή η υπόμνηση του Ολοκαυτώματος, το εξαιρετικά δουλεμένο παίξιμο του διδύμου, το εκχύλισμα σοφίας και ενοχλητικότητας που υπάρχει στον μανιοκαταθλιπτικό χαρακτήρα του Κάλκιν (απολαυστικός στην σκηνή του νεκροταφείου) και κάποιες ωραίες λεπτομέρειες (η πέτρα που τοποθετεί ο Άιζενμπεργκ στην ίδια σκηνή, ας πούμε), φυτοζωεί ένα ακόμα buddy movie, με λίγη πλάκα, με περισσότερη συγκίνηση, οπωσδήποτε με έναν χαρακτήρα, που όμως σε κάποιους θεατές τουλάχιστον θα υπενθυμίσει πόσες πολλές φορές στο παρελθόν έγινε καλύτερα, με σενάρια περιωπής και ερμηνευτές που ο φακός δεν θα ξεχάσει με το πέσιμο των τίτλων.