Ανεξιχνίαστοι Φόνοι
Boneyard

Μια σειρά ανεξιχνίαστων φόνων στην Αλμπουκέρκη των ΗΠΑ προσφέρει το υπέδαφος της «αληθινής ιστορίας» για ένα b-movie κάποιων αξιώσεων στοιχειώδους επίτευξης αλλά άτοπης παρουσίας στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η υπόθεση b-movie στο αμερικάνικο θέαμα είναι μια υπέροχη σινεφίλ ιστορία που, μάλλον, δεν υφίσταται πλέον. Λέω μάλλον γιατί δεν έχουν υποπέσει συστηματικά στην αντίληψή μου ανάλογες του ένδοξου παρελθόντος παραγωγές – και γιατί δεν έχω υπ’ όψιν κάποια σοβαρή κριτική έρευνα που να μελετά την μετεξέλιξή τους στον καιρό της πλατφόρμας. Κάποτε πάντως, ακόμα και μέχρι την δεκαετία του ’70, τα b-movies ήταν κατά κανόνα φθηνές παραγωγές, εντός κι εκτός στούντιο, «δεύτερες» στην προβολή τους, γεμάτες έμπνευση, ιδεολογικό θάρρος και αισθητικό πειραματισμό ή, στην χειρότερη περίπτωση, με φιλμοκατασκευαστική εμπειρία-εγγύηση αφήγησης μιας ιστορίας.
Η ταινία του Ασίφ Ακμπάρ έχει μια πρώτη ύλη κλασικού αστυνομικού. Ως «αστυνομικό» όμως έχει και μια πολύ βαριά κληρονομιά, σε σινεμά και τηλεόραση, που αν δεν μπορείς να την κάνεις κάτι πρωτόγνωρο πρέπει τουλάχιστον να δουλέψεις μέχρι εξαντλήσεως στην αφήγηση και την σκηνοθεσία της. Δεν συμβαίνει, αν και η b μετριότητα των ημερών υπερσκελίζεται (μόλις) από μια σχετική σοβαρότητα και ένα σενάριο που πολλαπλασιάζει πρόσωπα και αφηγηματικούς χρόνους, αναχαιτίζοντας κάπως την τυπικότητα μιας παρατακτικής δομής.
Όμως η αλήθεια είναι πώς μια ταινία που ξέρεις που πάει (οι φόνοι της Δυτικής Mesa δεν έχουν διαλευκανθεί), και δεν ανησυχεί με κάτι που να τρέχει από κάτω της, νοηματικά και αισθητικά, δεν αρκεί το gravitas ενός Μελ Γκίμπσον να τη σώσει. Ο τελευταίος εξακολουθεί το ρεσιτάλ διασυρμού του stardom και περιφρόνησης κάθε ωραιοπάθειας. Αυτονόητα είναι πάντοτε στα (θρησκόληπτα) σωθικά μιας ιστορίας λύτρωσης και βασάνου «αυτών που έμειναν πίσω να ζουν με τα φαντάσματα αυτών που δεν προστάτευσαν», ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα ανάμεσα στους «ερασιτέχνες» γύρω του (κάπως αντέχει ο Βαν Χολτ με τη φωνή-σπινιάρισμα ελαστικού στο γαρμπίλι), όμως δεν έχει στ’ αλήθεια ρόλο, όχι κάτι που να υπήρχε προτού αυτός, μυθικά σχεδόν, φέρει κάτι «απ’ έξω» στην ιστορία. Σ’ έναν χαρακτηριστικό ρόλο και ο γιος του Νίκολας Κέιτζ, πλήρως στα ίχνη του μπαμπά σε «τρέλα» (και αριθμό ταινιών, ήδη), αν έχει ταλέντο δεν κατάλαβα.
Τέλος, κάτι για την διανομή της στις αίθουσες. Σε μια άλλη εποχή, μια εποχή χωρίς τόσο νόμιμο και παράνομο ανταγωνισμό, κάθε ταινία που γυρίστηκε για το σινεμά, και κατάφερε να βρει το δρόμο της ανάμεσα στους λογιών μεσάζοντες, ανήκει στο σκοτεινό φως της αίθουσας. Σήμερα, πέραν των λόγων που μια επαγγελματική κατηγορία γνωρίζει, λόγων που ίσως κάνουν καλό στη τσέπη και τον εγωισμό της, αλλά όχι και στη δουλειά που υπηρετεί, τέτοια έργα είναι καταδικασμένα. Δεν στόχευσαν καν στην αίθουσα, ξέρουν καλά το σημαδεμένο DNA τους. Με το να τις βγάζει κανείς τρώει χώρο από άλλες ταινίες, κάνει τζάμπα θόρυβο γύρω από κάτι που ήδη πρακτικά φυτοζωεί (την ίδια την αίθουσα), δεν «συνεργάζεται» με την κριτική και δεν δημιουργεί νέο κοινό.