Γραμμή Δισταγμού
Hesitation Wound
Μια δικηγόρος στην τουρκική επαρχία προσπαθεί να σώσει έναν κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία, ενώ ταυτόχρονα βιώνει το δίλημμα ευθανασίας ή μη της εγκεφαλικά νεκρής μητέρας της. Ένα μάθημα χειρισμού του σκηνοθετικού χρόνου και μια σπουδαία πρωταγωνιστική ερμηνεία οδηγούν σε ένα έργο-τεκμήριο της νοηματικής υποδήλωσης που πάντα θα καλυτερεύει τις ταινίες.
Σε μια καλλιτεχνική εποχή που πρεσβεύει τόσο έντονα στην παραγωγή της την βεβαιότητα – αντί για την διαύγεια – και προάγει επιβραβευτικά την πιστοποίηση των λογιών φρονημάτων μέσα από δημιουργίες που σκούζουν με την ντουντούκα την συγκατάνευσή τους σε δέουσες συμπεριφορές, ένα έργο όπως τούτο αστραφτοκοπά. Κι αυτό διότι η κεντρική του νοηματική θέση, όπως προδίδει και ο τίτλος, είναι ακριβώς αυτή η έννοια του δισταγμού και η μέσω ενός ευφυούς σεναρίου δημιουργία εύλογων περιστάσεων υπό τις οποίες ο δισταγμός κυριαρχεί – κι ενίοτε ξεπερνιέται. Έτσι κι αλλιώς η ζωή και οι αποφάσεις της συμβαίνουν, μοιάζει να λέει ο δημιουργός Σελμάν Νατσάρ, ας σταθούμε στις άπειρες λεπτές στιγμές που τις καθορίζουν.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα προς θεατές που «παίρνουν την ταινία μαζί τους» και δέχονται την αμφιβολία και την υποδήλωση ως στάσεις που καλυτερεύουν την τέχνη κι επιχειρούν να κατανοήσουν τη ζωή
Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο αριθμός των διστακτικών στάσεων που σημειώνει η ταινία: Ο κατηγορούμενος απέναντι σε αυτόν που σκότωσε, ή δεν σκότωσε. Οι απόπειρες αυτοχειρίας– που σχετίζονται εκφραστικά και με τον τίτλο της ταινίας. Ο μάρτυρας-κλειδί. Η αδελφή που δεν υπέγραψε για την μητέρα, ενώ μπορούσε. Η πρωταγωνίστρια που δεν συγκατανεύει. Η τελική (στην ταινία) στάση του δικαστή. Γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερος ο αριθμός εάν αναλογιστεί κανείς ότι είναι μια ταινία 84 λεπτών (με τους τίτλους), κάτι αυτόχρημα διδακτικό προς πλήθος δημιουργ(ι)ών που έχουν λιγότερα (και λιγότερο σημαντικά) να πουν τεντώνοντας τους χρόνους τους αυτάρεσκα και ανοικονόμητα. Ανυψώνει δε ακόμα περισσότερο το έργο όταν συσχετίσεις τις στιγμές που ο δισταγμός παραχωρεί την θέση του στην δράση προκειμένου να αποκαλυφθεί όχι απλά ένα σχόλιο (ταξικό, κοινωνικό, πολιτικό), αλλά μια υπαρξιακή θέση προς έναν κόσμο τόσο ανυπέρβλητων δυσκολιών που να καθιστά το αίτημα αποφασιστικότητας εκ μέρους μας, κάποτε, συναισθηματικά ισοπεδωτικό.
Ο Νατσάρ, προτού παραδοθεί και μας παραδώσει σε ένα αναπόφευκτο φινάλε-πανάξια κατάληξη του ανθρώπινου δράματος εν μέσω της διαπλοκής που γεννά η ζωή σήμερα, έχει δομήσει σχεδόν υποδειγματικά τον χρόνο του. Στα 10 λεπτά είσαι στην κόσμο της τουρκικής επαρχίας, στα 15 στον κόσμο της ηρωίδας, στα 20 στο δραματουργικό δίπολο, κάπου στη μισή ώρα είσαι αγκιστρωμένος και στην δικαστική πλευρά της ιστορίας. Ο Νατσάρ αποφεύγει κάθε φαντεζί σκηνοθέτηση – κι αυτό σε μια σκηνή «διαρροής» περιέχει εκθαμβωτική ένταση και νόημα χρήσης μονοπλάνου – δεν καταφεύγει σε άκρατο μοντάζ, αφήνει τον ρυθμό να αναπνεύσει, κι αυτό γεμίζει οξυγόνο τους νοηματικούς μυς της ταινίας, εμπιστεύεται τα κάδρα του και επαφίεται σε μια διδασκαλία ρεαλισμού και υπόδυσης -αντί προσποίησης- από την πρωταγωνίστριά του, Τουλίν Ουζέν.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα. Πρωτίστως προς θεατές που «παίρνουν την ταινία μαζί τους», την συζητούν, αναζητούν εντός της τις όποιες απαντήσεις έχει να προσφέρει και δέχονται την αμφιβολία και την υποδήλωση ως στάσεις που καλυτερεύουν την τέχνη κι επιχειρούν να κατανοήσουν τη ζωή.