Αν είχα Πόδια θα σε Κλωτσούσα
If I Had Legs I’d Kick You
Όταν μια τεράστια τρύπα ανοίξει στο ταβάνι του σπιτιού της Λίντα, εκείνη και η άρρωστη κόρη της θα αναγκαστούν να μείνουν προσωρινά σε ένα φθηνό μοτέλ. Αυτό το συμβάν θα είναι και η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι. Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών στις 31ες Νύχτες Πρεμιέρας.
Μπορεί η Α24 να φημίζεται – πρωτίστως – για τις εναλλακτικές, κινηματογραφικές της προτάσεις και δει τις ταινίες τρόμου, όμως το «Αν Είχα Πόδια θα σε Κλωτσούσα» της Μέρι Μπρονστάιν ίσως και να αποτελεί ένα από τα «καλύτερα» horror που έχεις δει εδώ και καιρό, τοποθετώντας στον πυρήνα του ένα θέμα εκ των πραγμάτων «τρομακτικό»: την μητρότητα.
Ο τρόμος δεν έγκειται, βεβαίως, στην μητρότητα καθαυτή, αλλά σε όλα εκείνα τα ταμπού τα οποία «πρέπει» να φορτωθεί μια μητέρα και για τα οποία δεν θα «πρέπει» να μιλήσει ποτέ επειδή τώρα προέχει το παιδί. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όποιοι φόβοι, ανησυχίες, αγωνίες (όχι για το παιδί, αυτά είναι ευκόλως εννοούμενα), στρες, κόπωση τα οποία βιώνει η μητέρα (για τον ίδιο της τον εαυτό δηλαδή), περνούν σε δεύτερη μοίρα, καθότι «πλέον είσαι μάνα, δεν αγαπάς το παιδί σου;». Για όσες γυναίκες έχουν γίνει μητέρες, δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο υπαρξιακά τρομακτικό από το ατομικό άγχος και την κοινωνική ευθύνη του να είσαι μια «σωστή» μητέρα.
Αυτήν την ευθύνη επωμίζεται εδώ η Λίντα (Μπερν) μια μητέρα που αγκομαχά μεταξύ της δουλειάς της ως θεραπεύτρια και των δυσκολιών να μεγαλώνει ένα παιδί που υποφέρει από μια άγνωστη διατροφική ασθένεια. Με τον σύζυγό της να λείπει για μεγάλα διαστήματα εξαιτίας της δουλειάς του, το μεγάλωμα της μικρής επαφίεται στη Λίντα η οποία οφείλει παράλληλα να είναι λειτουργική στη δική της δουλειά, αλλά και να φροντίζει την κλονισμένη ψυχική της υγεία ζητώντας βοήθεια από τον δικό της θεραπευτή (Ο’ Μπράιεν). Όταν σε αυτά προστεθεί μια καταστροφή στο διαμέρισμα και η επιβεβλημένη, προσωρινή – θεωρητικά – μετακόμιση της ίδιας και της κόρης της σε ένα μοτέλ της κακιάς ώρας, η Λίντα είναι πλέον ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική κατάρρευση.
Η Μπρονστάϊν σκηνοθετεί την κατάβαση σε μια εσώτερη «κόλαση» σαν παραληρηματικό κυκεώνα προσωπικών τραυμάτων, οικογενειακών απαιτήσεων και μιας επιτακτικής ανάγκης μη απώλειας ενός εαυτού που γίνεται κομμάτια μπροστά στο μητρικό καθήκον, με τη Μπερν να δίνει μια σαρωτικά νευρωτική ερμηνεία, ανά στιγμές επίπονη στην παρακολούθηση λόγω όλων όσων κουβαλά μέσα της – μητρικών αλλά και γυναικείων εν γένει φορτίων.
Υπάρχουν σεναριακές επιλογές εδώ που ενδεχομένως να «κλωτσήσουν», όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι το πρόσωπο του παιδιού παραμένει εκτός κάδρου στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ή ότι τα οράματα της πρωταγωνίστριας μπροστά στο κατεστραμμένο ταβάνι όπου χάσκει μια μαύρη τρύπα (ο Φρόυντ θα το ονόμαζε «στάδιο της προ-συνείδησης» ή «απώλεια ταυτότητας») προσδίδουν στην ατμόσφαιρα έναν υφέρποντα σουρεαλισμό που δεν ταιριάζει σε μια ταινία για την μητρότητα.
Το θέμα είναι πως η Μπρονστάϊν δεν κάνει εδώ μια ταινία για μανούλες, αλλά για τη διαχρονική μετάθεση του διαγενεακού μητρικού τραύματος, καθώς και για τις αλυσιδωτές αντιδράσεις της μετάθεσης αυτής. Αυτός είναι και ο λόγος που το παιδί δε φέρει όνομα – η αποσύνδεση της μητέρας από αυτό είναι πλήρης, χωρίς όνομα πρακτικά δεν υπάρχεις. Αν έπρεπε να αποδώσουμε στην ταινία μια αίσθηση με την οποία συγγενεύει, αυτή θα ήταν το παρατεταμένο σφίξιμο των δοντιών σε περίοδο άγχους. Όλη η ταινία αποτελεί μια νευρωτική και πλήρως αποκαλυπτική καταβύθιση στην πλευρά εκείνη της μητρότητας, που εξακολουθεί να θεωρείται πολύ σκοτεινή και πολύ δυστυχής για να συζητιέται ανοιχτά από τις γυναίκες και ανάμεσα στις γυναίκες.
Το «Αν Είχα Πόδια θα σε Κλωτσούσα» είναι σκληροπυρηνικά ωμό και η Μπερν, που σαρώνει κάθε βραβείο ερμηνείας και πηγαίνει καρφωτή στα Όσκαρ, σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος της ταινίας στις πλάτες της. Μην περιμένετε ότι θα βγείτε από την αίθουσα με αισιόδοξες θεωρίες περί ζωής. Πολλές φορές ένας κινηματογραφικός χαρακτήρας δεν έχει όλες τις απαντήσεις στο πέρας των δύο ωρών που του δίδονται για να υπάρξει. Εδώ το μεγάλο «και τώρα τι;» απαντάται μετά τους τίτλους τέλους και είναι πολύ διαφορετικό για τον κάθε θεατή ξεχωριστά.











