Η Χαμένη Κόρη - ταινιες || cinemagazine.gr

Η Χαμένη Κόρη

The Lost Daughter

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο, Ισραήλ, Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάγκι Τζίλενχαλ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μάγκι Τζίλενχαλ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ολίβια Κόλμαν, Τζέσι Μπάκλεϊ, Ντακότα Τζόνσον, Εντ Χάρις
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ελέν Λουβάρ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ντίκον Χίντσλιφ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos Films
    Η Χαμένη Κόρη

Μια Αγγλίδα καθηγήτρια έρχεται στην Ελλάδα για διακοπές. Στην παραλία θα συναντήσει μια θορυβώδη οικογένεια Ελληνοαμερικανών, μέρος της οποίας είναι η Νίνα και η μικρή της κόρη. Η σχέση τους θα της ανακινήσει μνήμες και προσωπικά τραύματα. Λεπτομερώς επιμελημένο ντεμπούτο της Μάγκι Τζίλενχαλ, βασισμένο στο βιβλίο της Έλενα Φεράντε, οπωσδήποτε για απαιτητικό κοινό, όχι όμως και ελεύθερο προβλημάτων που απορρέουν των μεγάλων φιλοδοξιών.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η ταινία της Τζίλενχαλ ξεκινά με έναν θάνατο και τελειώνει με μια ανάσταση, και τα δύο εντός εισαγωγικών. Θα έλεγες ότι ξεκινά από το τέλος, αργότερα συνειδητοποιείς ότι ξεκινά in media res και καθώς ξαναβλέπεις το έργο αντιλαμβάνεσαι ότι μπορεί και όσα είδες να μην είναι παρά «όνειρο μέσα σ' όνειρο», που θα έλεγε ο Έντγκαρ Άλαν Πόου.

Αυτό αποτελεί ένα από τα κλειδιά του αφηγηματικού τόνου που διαλέγει η Τζίλενχαλ, ενός τόνου ειρωνικού και κυριολεκτικού, νοσηρού και αίσιου, ταυτόχρονα. Ένας εκ των τρόπων της είναι το πώς στήνονται οι διάλογοι. Ενώ το περιβάλλον είναι πλήρως ρεαλιστικό, η υιοθεσία του βλέμματος της Λέιντα (Ολίβια Κόλμαν στο παρόν/Τζέσι Μπάκλεϊ στο παρελθόν) μολύνει την αληθοφάνεια και τεντώνει σαν ελατήριο τους ρυθμούς των διαλόγων που καταλήγουν στιλιζαρισμένοι, σαν μνήμες (σαν όνειρα ίσως, σαν επιθανάτιο παραλήρημα;) ανακαλούμενες. Είναι μια σκόπιμη επιλογή, που ίσως κάποιους τους ενοχλήσει, κάνει στρυφνότερη, λιγότερο «αμερικάνικη» την αφήγηση, όμως η Τζίλενχαλ φαίνεται να είναι σε πλήρη έλεγχο: Αυτή είναι μια ταινία για το σκορπισμένο βλέμμα μιας γυναίκας, ακόμα ειδικότερα για το βλέμμα μιας γυναίκας-μητέρας, που το σινεμά αναλαμβάνει να συγκροτήσει για χάρη μας.

Το πορτρέτο μιας γυναίκας που ανεφλέγη, έσπασε δεσμά και κατακάθεται πλέον σιγά-σιγά, όχι βολικά, όχι συμπαθητικά, σε μια εκδοχή που συμφιλιώνεται με αυτά που δεν αλλάζουν, διαπληκτιζόμενη (εγγλέζικα) με αυτά που μπορούν να αλλάξουν

Ντριμπλάροντας τον σκόπελο του ότι ένας άνδρας γράφει για μια ιστορία γυναικών και, παραπέρα ακόμα, μητέρων που κονταροχτυπιούνται με την επίκτητη κατάσταση της μητρότητας, η ταινία διερευνά την απόσταση ανάμεσα στην μητρότητα και την μητρικότητα. Το πρώτο είναι μια αξιωματική «στιγμιαία» αποκτημένη ιδιότητα, αμέσως πριν και για πάντα μετά την έλευση των παιδιών. Το δεύτερο δεν είναι αξίωμα πια, είναι χάρισμα, είναι ρόλος, είναι θεώρημα, που λένε τα μαθηματικά - μπορεί (ή δεν μπορεί) να αποδειχθεί. Κι αν δεν υφίσταται, παρά την εκδήλωση της μητρότητας, τότε βρισκόμαστε, εν μέρει, στον κόσμο της Λέιντα. Που εγκαταλείπει για τρία χρόνια τα παιδιά της, που ασφυκτιά, που θωρεί τον εαυτό της (τον διανοούμενο, τον σαρκικό) να απαιτεί ικανοποίηση συνολική, να μην μπορεί να οριστεί και να περιοριστεί στον ρόλο της μητέρας.

«Η Χαμένη Κόρη» διερευνά με φακό, σκέψεις και λέξεις, ποιήματα, ματαιοδοξίες και οργασμούς, αλλά ποτέ με άλγεβρα, φρασεολογίες σοσιομιντιακών διέσεων και γροθιές στον αέρα (αλλά είναι γροθιές σφιγμένες, στριμμένες και με νεύρα γυμνά), τι θα πει να είσαι γυναίκα που δεν ταιριάζει με την διαχρονική προκατασκευή του ρόλου της γυναίκας. Τι θα πει να είσαι άνθρωπος με τις βιολογικές μεν δυνατότητες μιας γυναίκας, αλλά προικισμένος (ή καταραμένος;) και με τις ανησυχίες (ή και τις αδυναμίες) ενός ανθρώπου όπως όλοι - βλέπε δηλαδή, οι άνδρες. Διότι αυτοί μπορούν να γράφουν, να σκέφτονται, να μιλούν, ενίοτε ω τόσο διαχυτικά και συγχαρητήρια - όμως ο δικός τους ρόλος δεν φέρει ποτέ την δυναστευτική ευθύνη του μεγαλώματος των παιδιών. Ευθύνη που αρθρώνεται ως (και) κοινωνική ντιρεκτίβα, αντί αποκλειστικά ως ενστικτώδης νόρμα. Ο κορμός των ανδρών είναι ενιαίος, γερός και ανθεκτικός στα κλαδιά του εαυτού του. Των γυναικών είναι καθορισμένος να διακλαδίζεται μέσω και των ανθρώπων που φέρνει στη ζωή.

Η ταινία δεν πραγματεύεται τα από ποιον και τα από τι του παραπάνω προκαθορισμού - ως εκ τούτου δεν είναι άμεσα πολιτική. Το μέλημά της είναι η κινηματογράφηση, δηλαδή η περιγραφική ψυχογράφηση μιας γυναίκας που ράγισε το καλούπι, απέδρασε σαν αέρας και επέστρεψε εκ νέου. Όχι ηττημένη, αλλά από αγάπη. Από επίκτητη μητρικότητα, πια. Η κατάθλιψη δεν έφυγε ποτέ - δεν θα φύγει ποτέ, η ταινία είναι σαφής. Η επιβεβαίωση όμως της ανθρωπινότητας (sic) συντελέστηκε. Η κατανόηση κάποιων ορίων, φυσικών πια, προσωπικά ορισμένων αντί κοινωνικά επιβεβλημένων, την έφερε σε μια κατάσταση, ας την πούμε, συνειδησιακά υψηλότερη.

Η Τζίλενχαλ, ως και σεναριογράφος, επιφορτίζει την ιστορία με επιλογές που δεν μπορεί να διαχειριστεί στην εντέλεια. Χρησιμοποιεί κατά κόρον σύμβολα (φρούτα, μια βελόνα για τα μαλλιά, ένα τζιτζίκι, μια κούκλα) που παρότι έχουν λειτουργία στο σύμπαν του έργου, το κάνουν ταυτόχρονα να μοιάζει με θεατρική κατασκευή - στερώντας της μια φυσικότητα που το ελληνικό περιβάλλον χαρίζει απλόχερα. Είναι επίσης άγρια στερεοτυπική στην παρουσίαση των Ελλήνων - σε σκηνές όπως στο θερινό σινεμά το αποτέλεσμα μοιάζει επιτηδευμένα υπογραμμιστικό της ψυχολογίας της Λέιντα. (Αλλού, πάντως, συντρίβει με πετυχημένη, πυκνή ειρωνεία το «Τι 'ναι Αυτό Που Το Λένε Αγάπη» του Μαρούδα και της Λόρεν από το υδραίικο «Παιδί και το Δελφίνι»). Πιο μετά, μπορεί και να δυσφορήσεις με την παρουσίαση της (πέρα για πέρα πειστικής) κουραστικότητας των παιδιών, σα να χρειαζόταν κυριολεκτική δικαιολόγηση η πράξη της Λέιντα. Τέλος, χρησιμοποιεί με κρουστό, επικίνδυνο σαρκασμό μια εφιαλτική οικογένεια νεοελλήνων/αμερικανών στον ρόλο ενός ιδιότυπου Χορού που παρακολουθεί διαρκώς κριτικά την διαφέρουσα ηρωίδα, όμως και εκεί καραδοκεί η καρικατούρα.

Ευτυχεί όμως αδιακρίτως στις ερμηνείες, κλασική περίπτωση ηθοποιού που περνά πίσω από την κάμερα. Η Κόλμαν είναι μάνα (...) σε τέτοιους ρόλους, έχει όμως πρόσθετες πλαστικότητες σε σκηνές που ισορροπεί στο δικό της σήμερα την ακμάζουσα ψυχή στο παρακμάζον σώμα. Η Τζέσι Μπάκλεϊ είναι σε δικό της οικοσύστημα έτσι κι αλλιώς, πιάνει τέλεια τον πυρετό μιας γυναίκας «υπό την επήρεια». Οι δυο τους είναι ένα εξαιρετικό δίπολο που συλλαμβάνει ψυχολογικούς χρόνους στη ζωή μιας γυναίκας. Ανάμεσά τους, η Ντακότα Τζόνσον, πιάνει απ' το σβέρκο κάθε ευκαιρία που της δίνεται και βγάζει ένα διαρκές διφορούμενο, ανάμεσα στην γοητεία της επιπολαιότητας και τον τρόμο της επανάστασης, με ένα βλέμμα παιγνιώδες, αισθησιακό και λυπημένο συνάμα, προτού κι αυτής ο χαρακτήρας καταβυθιστεί (μάλλον πρόσκαιρα) στην βεβαιότητα των μαθημένων του.

Κλείνοντας εκεί που αρχίσαμε. Το πορτρέτο μιας γυναίκας που ανεφλέγη, έσπασε δεσμά και κατακάθεται πλέον σιγά-σιγά, όχι βολικά, όχι συμπαθητικά (μεγάλο προσόν του έργου αυτό) σε μια εκδοχή που συμφιλιώνεται με αυτά που δεν αλλάζουν, διαπληκτιζόμενη (εγγλέζικα) με όλα εκείνα που μπορούν να αλλάξουν. Καθώς το ήδη ανθολογημένο θέμα του Ντίκον Χίντσλιφ ξεκινά, αισθάνεσαι ότι η ιταλική πρώτη ύλη έγινε ένα αγγλοσαξονικό morality tale λουσμένο σε ελληνικό φως που παρά τα προβλήματα έδειξε την ιστορία μιας γυναίκας που θέλησε, ίσως κυριολεκτικά, ίσως συμβολικά, ίσως και σαν ντροπαλό και μαζί ατρόμητο όνειρο, να αλλάξει τη μοίρα της και να προτρέψει, λέγοντας ίσως ότι η μόνη μας ιερή δέσμευση, το λέμε κι ας μην το καταφέρουμε ποτέ, είναι αυτή στις επιταγές του ελεύθερου εαυτού μας.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Η Χαμένη Κόρη
  • Η Χαμένη Κόρη