Rich Flu - Ώρα Μηδέν
Rich Flu

Μετά τις οθόνες της τηλεόρασης και του laptop μας, ο ιός του second-screen «περιεχομένου» εξαπλώνεται και στη μεγάλη οθόνη. Βοήθειά μας.
Aν ενημερώνεστε για τα νέα της κινηματογραφικής βιομηχανίας κι αν διαβάζετε κριτικές και άρθρα για μυθοπλασία που κυκλοφορεί στο streaming, θα έχει πέσει στο μάτι σας ο όρος «second screen material». Αφετηρία του είναι η διαπίστωση των executives των streaming παρόχων ότι οι συνδρομητές τους κοιτάζουν πρωτίστως το κινητό τους και απλώς χαζεύουν ό,τι παίζεται στην τηλεόραση (ή στο laptop τους). Η οθόνη του κινητού δηλαδή είναι η «πρώτη οθόνη» και εκείνη της τηλεόρασης η «δεύτερη», σε μια real-life μίμηση του κυρίαρχου τρόπου πρόσληψης πληροφορίας – μέσω πολλών ανοιχτών παραθύρων δηλαδή. Ως εκ τούτου, οι πλατφόρμες θέλουν το «περιεχόμενο» τους - μια τόσο φορτισμένη καλλιτεχνικά λέξη, που αποκαλύπτει όσα χρειάζονται να ξέρουμε για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται σινεμά και τηλεόραση-να υπάγεται στην second screen κατηγορία, να μην είναι δηλαδή αρκετά απαιτητικό ή συναρπαστικό ώστε να αποσπά το μάτι από την πρώτη οθόνη και να έχει τη βασική πληροφορία στους διαλόγους και όχι στο κάδρο.
Το «Rich Flu» μπορεί να προβάλλεται στα σινεμά, αλλά ο δημιουργός του Γκαθτέλου-Ουρουτία έχει κάνει το αγροτικό του στο Netflix, με τα δυο πολυπροβεβλημένα «Platform», και αυτό γίνεται εμφανές στον τρόπο του. Αν προσέξετε στην ταινία, ανά δύο με τρεις σκηνές, που έτσι κι αλλιώς δεν κρατούν πολύ – ο γοργός ρυθμός κατά την πρώτη ώρα είναι το ατού της- οι χαρακτήρες επαναλαμβάνουν τα ονόματά τους, διασαφηνίζουν πού βρίσκεται η πλοκή και ξεκαθαρίζουν ποιος είναι ο στόχος και τα κίνητρά τους, ώστε εκείνος που δεν βλέπει αλλά ακούει το θέαμα στην οθόνη να μην μπερδευτεί. Πολύ φοβόμαστε ότι θα αρχίσουμε να βλέπουμε περισσότερες ταινίες αντίστοιχης δημιουργικής λογικής - και, κακά τα ψέματα, σινεμά δεν γίνεται έτσι.
Κατά τα άλλα, οι κανόνες λειτουργίας του ιού που χτυπά όποιον έχει αυξημένες τραπεζικές καταθέσεις αναπροσαρμόζονται διαρκώς, ανάλογα με το τι βολεύει την εκάστοτε σκηνή, αλλά με το σκεπτικό ότι ο θεατής κάνει και άλλα πράγματα, οι δημιουργοί γνωρίζουν ότι δεν θα κάτσει να σκεφτεί τη γενικότερη εικόνα. Ο τόνος παραμένει πεισματικά σοβαρός, εκεί που η σάτιρα και η κωμικότητα θα έκαναν θαύματα – υπάρχουν σκηνές ικανές να βγάλουν γέλιο, μα άθελά τους, κι αυτό μάλλον δεν ήταν στις προθέσεις του Ισπανού σκηνοθέτη. Και το ειρωνικό είναι ότι στα τελευταία λεπτά, όταν πια έχει εξαφαλιστεί ότι ο θεατής που έφτασε ως εκεί δεν θα αποχωρήσει, παίρνει το πηδάλιο η εικόνα, διογκώνοντας έτσι την αίσθηση κυνισμού του εγχειρήματος.
Ευχόμαστε, ειλικρινά, το σινεμά (;) αυτού του τύπου να μην λάβει διαστάσεις επιδημίας.