Κάποια Μίλησε - ταινιες || cinemagazine.gr

Κάποια Μίλησε

She Said

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρία Σρέιντερ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ρεμπέκα Λένκιεβιτζ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Κάρεϊ Μάλιγκαν, Ζόι Καζάν, Σαμάνθα Μόρτον, Πατρίσια Κλάρκσον
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Νατάσα Μπράιερ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Νίκολας Μπρίτελ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 129
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tulip Entertainment
    Κάποια Μίλησε

Παρά το υπέροχο μουσικό score, ένα θέμα που καίει και μια γκεστ εμφάνιση-δυναμίτη από τη Σαμάνθα Μόρτον, η ταινία της Μαρία Σρέιντερ είναι κινηματογραφικά αδύναμη, ένας αναιμικός απόγονος συναρπαστικών θρίλερ δημοσιογραφικής διαδικασίας του παρελθόντος, που, μοιραία, φέρνει στον νου.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Oscar bait στην παρακινηματογραφική γλώσσα ονομάζονται ταινίες που μοιάζουν (και συνήθως είναι) καμωμένες με το βλέμμα στην οσκαρική απονομή, γεννημένες, θαρρείς από έναν αλγόριθμο ώστε να πληρούν τις προδιαγραφές και να τικάρουν τα απαραίτητα κουτάκια για να αρέσουν στη μεγαλύτερη μερίδα των μελών της Ακαδημίας. Το «Κάποια Μίλησε» έχει έτσι κι αλλιώς το ατού της αφήγησης της σπουδαιότερης ενδοβιομηχανικής και (εξω)κινηματογραφικής επανάστασης που συντελέστηκε στον εικοστό πρώτο αιώνα, η οποία έμελλε να σηκώσει ένα κύμα ανατροπής, να ανοίξει απαραίτητες συζητήσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα και να οδηγήσει σε τομές στο ζήτημα της παρενόχλησης (σεξουαλικής και μη) στον εργασιακό χώρο και, όπως κάθε επανάσταση, να έχει κι αυτή τις παράπλευρες απώλειες της – άλλη, μεγάλη συζήτηση αυτή.

Το #Μetoo έτσι κι αλλιώς είναι το λάβαρο του liberal Hollywood, καταλαβαίνεις, όμως, ότι το «Κάποια Μίλησε» είναι μια ταινία που υπάγεται στην  ως άνω κατηγορία, αυτή του Oscar bait δηλαδή, όταν αφιερώνει τα πρώτα της λεπτά στο κυνήγι του Ντόναλντ Τραμπ από τη μια εκ των δύο κεντρικών χαρακτήρων. Μπορεί μεν το άρθρο για τον Τραμπ, στο οποίο αναφέρεται το έργο,να σχετίζεται με κατάχρηση εξουσίας και παρενόχληση, δυσκολεύεσαι, όμως, να πειστείς, έτσι όπως ξεχνιέται μετά τα πρώτα λεπτά, ότι αυτός ο πρόλογος δεν βρέθηκε εκεί απλά για να γαργαλήσει ακόμα περισσότερο τα ένστικτα των οσκαρικών ψηφοφόρων που ακούν Ντόναλντ Τραμπ και κοκκινίζουν περισσότερο κι από το πίσω κάθισμα αυτοκινήτου που είναι ξαπλωμένος ο Τιμ Ροθ στην εισαγωγή του «Reservoir Dogs». Μετά το πρώτο αυτό δεκάλεπτο λοιπόν, η αφήγηση επικεντρώνεται στη σταυροφορία των δύο δημοσιογράφων των New York Times, προκειμένου να γνωστοποιήσουν την εγκληματική συμπεριφορά του διαβόητου παραγωγού Χάρβεϊ Γουάινστιν και να πείσουν γυναίκες που υπέφεραν στα χέρια του να συμμετάσχουν στο άρθρο που ετοιμάζουν.

Κι ερχόμαστε στην πρώτη, εμφανή αδυναμία της ταινίας, πάντα σε σύγκριση με τους προκατόχους της. Υποτίθεται ότι ο Γουαίνστιν είναι πανταχού παρών, μια φιγούρα που κινεί βουνά με ένα της νεύμα και μπορεί να τελειώσει την καριέρα κάποιου στη στιγμή. Ακούμε συνέχεια στην ταινία να λέγεται πώς ο Χάρβεϊ μπορεί να παρακολουθεί τα πάντα, πώς ο κίνδυνος για τις δυο αρθρογράφους είναι διαρκής, ούτε, όμως, το βλέπουμε, ούτε το νιώθουμε ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ. Κάντε τις συγκρίσεις πχ.  με το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» που σου δίνει τη διαρκή αίσθηση της παρακολούθησης και του κινδύνου μέσω της πλανοθεσίας και του δυσοίωνου τόνου,  με αυτό που έφτιαξε η Σράιντερ. Η μοναδική σκηνή όπου αφήνεται να εννοηθεί μέσα στο κάδρο ο κίνδυνος μιας άλλης παρουσίας – αναφερόμαστε σε εκείνη με τον λογιστή- περισσότερο σε πίνακα αστικής νύχτας του Χόπερ παραπέμπει έτσι καλλιγραφημένο που είναι το αποτέλεσμα, παρά σε κάδρο που αξιοποιεί τον χώρο για να επισημάνει (ή και να ανακοινώσει) την πιθανή έλευση της απειλής.

Το ίδιο το σενάριο δε, αν και υποτίθεται πως θέτει στο προσκήνιο την έρευνα, επαναλαμβάνεται και δεν έχει καν τη σχολαστικότητα της διαδικασίας ενός περασμένου, ιδιοσυγκρασιακά παρεμφερούς νικητή, του «Spotlight». Η ταινία ανεβάζει στροφές μόνο στις σκηνές που δίνει τον λόγο στα θύματα – η Σαμάνθα Μόρτον εμφανίζεται για λίγο και φεύγοντας σχεδόν παίρνει την ταινία μαζί της, μην απορήσετε αν την δούμε στις υποψηφιότητες Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου. Ίσως ένα δραματικό δίλημμα τύπου «Ιnsider» να αποτελούσε τη μαγιά για μια συναρπαστικότερη ιστορία, σε σχέση με αυτή, που έχει και το ντεζαβαντάζ της υπερ-έκθεσης της υπόθεσης εδώ μια πενταετία. Επίσης, αν και το σενάριο μνημονεύει συστημικό πρόβλημα, πέφτει στη συχνή παγίδα της αμερικανικής μυθοπλασίας να προσωποιήσει τον δαίμονα, σε αντιστοιχία με το (για τον υπογράφοντα απαράδεκτο) «Vice» του Άνταμ ΜακΚέι, με αποτέλεσμα ένα ζήτημα σύνθετης φύσης και συλλογικής ενοχής να προσεγγίζετια ατομοκεντρικά, να απλοποιείται, να αναδεικνύεται επιφανειακά και να «μικραίνει» στις διαστάσεις του.

Αν και φαινομενικά πιο φαντεζί εκ των δύο, τρομερή ερμηνευτική αστοχία από την Κάρεϊ Μάλιγκαν, η οποία σε όλες τις σκηνές που υποτίθεται πως, ως δημοσιογράφος, δίνει τον λόγο στο θύμα, προσπαθεί να ξεπεράσει υποκριτικά τον συμπρωταγωνιστή της, εν αντιθέσει με την αποκαλυπτική Ζοι Καζάν, η οποία «εξαφανίζεται» στον δημοσιογραφικό της ρόλο στα αντίστοιχα σημεία, για να «ζωντανέψει» στα υπόλοιπα και έχει και την μεγάλη (και ίσως πιο συγκινητική) σκηνή της ταινίας, αυτή του τηλεφωνήματος της Άσλεϊ Τζαντ. Για να είμαστε δίκαιοι, το εύρημα των άδειων χώρων του ξενοδοχείου, στοιχειωμένων από τα λόγια του Γουάινστιν, και μονταρισμένων παράλληλα με τις αναφορές και τις εξομολογήσεις των θυμάτων, γεννά μια φαντασματική αίσθηση, μεταφράζει με κινηματογραφικούς όρους το διαρκές τραύμα και μας κάνει, προς στιγμή, να πιστέψουμε ότι βλέπουμε σινεμά και όχι κάποια true crime σειρά της σειράς. Τα υπέροχα έγχορδα του Νίκολας Μπρίτελ, δε, δίνουν μια επιτακτικότητα στα δρώμενα – αν υπάρχει κάτι άξιο οσκαρικής συζήτησης στην ταινία, πλην της Καζάν και της Μόρτον, μάλλον είναι η μουσική της.

Κατά τα άλλα, αν το «Κάποια Μίλησε» όντως εξελιχθεί στον οσκαρικό παίχτη που περιμένουν όλοι, παρά τις κάκιστες εισπρακτικές επιδόσεις του, ακόμα και για τα ισχνά δεδομένα της εποχής, μάλλον βρήκαμε τον (κινηματογραφικά) αδύναμο κρίκο της φετινής οσκαρικής κούρσας. Κρίμα, περιμέναμε περισσότερα.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Κάποια Μίλησε
  • Κάποια Μίλησε