Η Τελευταία Μονομαχία - ταινιες || cinemagazine.gr

Η Τελευταία Μονομαχία

The Last Duel

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίντλεϊ Σκοτ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Νικόλ Χολοφτσένερ, Μπεν Άφλεκ, Ματ Ντέιμον
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τζόντι Κόμερ, Ματ Ντέιμον, Άνταμ Ντράιβερ, Μπεν Άφλεκ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ντάριους Βόλσκι
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Χάρι Γκρεγκσον-Γουίλιαμς
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 152'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood Entrtainment
    Η Τελευταία Μονομαχία

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ επιστρέφει στο ιστορικό έπος σε φουλ φόρμα, με τους Τζόντι Κόμερ, Ματ Ντέιμον, Άνταμ Ντράιβερ και Μπεν Άφλεκ να πρωταγωνιστούν σε μια «Τελευταία Μονομαχία», τα πραγματικά διακυβεύματα της οποίας είναι η προάσπιση της αλήθειας και η κοινωνική θέση της γυναίκας.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Η βασισμένη σε αληθινά γεγονότα «Τελευταία Μονομαχία» που πρωτοείδαμε στις 27ες Νύχτες Πρεμιέρας, διατηρεί ως προπύργιο το ιστορικό έπος με το οποίο ο Ρίντλεϊ Σκοτ έχει μακρύ παρελθόν, άλλοτε καλύτερο («Μονομάχος»), άλλοτε χειρότερο («Η Έξοδος: Θεοί και Βασιλιάδες», «Ρομπέν των Δασών»). Με την επισήμανση πως εδώ ο βετεράνος σκηνοθέτης δεν εξαντλείται στα όρια του είδους και το τυπικό χολιγουντιανό υπερθέαμα, αλλά παίρνει το διασκευασμένο σενάριο που συνυπογράφει η Νικόλ Χολοφσένερ μαζί με τον Μπεν Άφλεκ και τον Ματ Ντέιμον (πρώτη σχετική συνεργασία και κοινή εμφάνιση στο πανί για τους δύο τελευταίους μετά τον «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ») για να παραδώσει έναν διαχρονικής έντασης στοχασμό πάνω στην αλήθεια, την πατριαρχία και τη γυναικεία θέση. Γεγονός που οδηγεί τελικά τη νέα του ταινία σε μία από τις πληρέστερες και σημειολογικά πιο ενδιαφέρουσες μιας φιλμογραφίας, η οποία στα ντουζένια της έχει να παραθέσει κοτζάμ «Blade Runner» και «Alien». Δεν το λες και λίγο αυτό.

Ενώ ο εκατονταετής πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας μαίνεται (1337-1453), ο ιππότης Ζαν ντε Καρούζ (Ματ Ντέιμον) καλεί σε μονομαχία μέχρι θανάτου τον άσπονδο φίλο του Ζακ Λε Γκρι (Άνταμ Ντράιβερ), όταν η σύζυγός του, Μαργκερίτ (Τζόντι Κόμερ), κατηγορήσει τον τελευταίο ότι τη βίασε. Μία μονομαχία που αν ο Ζαν τη χάσει, θα σημάνει την αυτόματη αθώωση του Ζακ και θα στείλει την Μαργκερίτ στην πυρά για ψευδή κατηγορία.

Οι εναλλαγές στην υποκειμενική γωνία παρακολούθησης της ιστορίας δίνει το τέλειο πλαίσιο στην τριπλέτα των Κόμερ, Ντέιμον και Ντράιβερ να χτίσουν ερμηνείες που εγείρουν βραβεία

Έχοντας ως ξεκάθαρο σημείο αναφοράς - από την αρχή ως το τέλος - το περίφημο «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα, η «Τελευταία Μονομαχία» χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, κατά τα οποία παρακολουθούμε εις τριπλούν το παρασκήνιο που οδηγεί στην αναμέτρηση που ο τίτλος προαναγγέλει. Καθένα κεφάλαιο αναλαμβάνει να δείξει πώς αντιλήφθηκαν τα γεγονότα οι τρεις άμεσα εμπλεκόμενοι της υπόθεσης: πρώτα ο Ζαν, έπειτα ο Ζακ και τέλος η Μαργκερίτ. Ως εκ τούτου, κάθε κεφάλαιο φωτίζει και διαφορετικές πτυχές των βασικών χαρακτήρων, με τον Ρίντλεϊ Σκοτ να αλλάζει διακριτικά τον τρόπο με τον οποίο τους καδράρει, τους χρόνους τους στο μοντάζ κλπ. Επιφυλάσσει ανατροπές για τους ίδιους, τα κίνητρα, τα ερεθίσματα και τις πράξεις τους, όπως επίσης διευκρινήσεις και ενίοτε νέα ερωτηματικά στη βάση προηγουμένων. Οι εναλλαγές στην υποκειμενική γωνία παρακολούθησης της ιστορίας δίνει το τέλειο πλαίσιο στην τριπλέτα των Κόμερ, Ντέιμον και Ντράιβερ να χτίσουν ερμηνείες που εγείρουν βραβεία (ο Άφλεκ μένει πίσω στις συγκρίσεις σε έναν δεύτερο ρόλο που τον αντιμετωπίζει κάπως μπλαζέ). Όμως παράλληλα με τον άκρως βοηθητικό για τους ηθοποιούς τρόπο που είναι στημένη η ταινία, ο Σκοτ χτίζει αριστοτεχνικά σασπένς ενόψει της σφοδρής τελικής μονομαχίας μεταξύ των δύο άλλοτε φίλων στην κατάμεστη αρένα.

Η «Τελευταία Μονομαχία» διαθέτει όλα τα γνωρίσματα του χολιγουντιανού ιστορικού έπους που έχουμε συνηθίσει (μεγάλα ονόματα στο καστ, ακριβή παραγωγή, σκηνές μάχης, σκηνικά και κοστούμια, εμμονή στην αρτιότητα των τεχνικών λεπτομερειών κλπ), αλλά καταλήγει να έχει μόνο οπτική συγγένεια με αυτό. Η μεσαιωνική σκοτεινιά που επικρατεί στη φωτογραφία του Ντάριους Γουόλσκι δεν οδηγείται σε ένα ακόμα δράμα εποχής πάνω στην αρετή, την πληγωμένη τιμή και την ιπποσύνη. Το σκοτάδι εδώ είναι βαθύτερο, διατρέχει αιώνες ανθρώπινης ιστορίας φτάνοντας συνειρμικά στο σήμερα και γίνεται περισσότερο επίκαιρο από όσο θα μπορούσαμε να περιμένουμε από τον άνθρωπο που στα καλά φεγγάρια του γύριζε τον μανιχαϊστικό «Μονομάχο» και στα μαύρα κι άραχνα την «Έξοδο». Καταρχάς διαθέτει μια υπόθεση που παραπέμπει ασφαλώς στο #metoo, όμως το νέο φιλμ του Σκοτ δε φιλοδοξεί να λειτουργήσει σαν σπασμωδική δήλωση υποστήριξης του κινήματος, αλλά (και) σαν ένα ευρύτερο και μεθοδικό σχόλιο πάνω στο πόσο διαχρονικά είναι αυτά που μας απασχολούν στη δημόσια σφαίρα σήμερα. Συμπεριλαμβανομένης της αντίληψής μας πάνω στην αλήθεια, τον μισογυνισμό, την πατριαρχία και αρκετά άλλα.

Αν δούμε λίγο προσεκτικότερα την πλοκή, θα παρατηρήσουμε πως η αλήθεια μπορεί να παίζει καταλυτικό ρόλο για το κοινό, όχι όμως και για το σύμπαν της ταινίας, από τη στιγμή που η ανάδειξή της επαφίεται στην έκβαση της μονομαχίας μεταξύ δύο ανδρών. Αλλά υπάρχει και μια ακόμα πιο πικρή νύξη που ελλοχεύει εδώ. Ότι οι αρένες, είτε αυτή η μεσαιωνική της μονομαχίας, είτε εκείνες π.χ. των social media, περισσότερο ενδιαφέρονται για το θέαμα και το αίμα και λιγότερο για την αλήθεια.

O Ρίντλεϊ Σκοτ δεν υπογράφει απλώς την καλύτερη δουλειά του εδώ και καιρό, αλλά μια ταινία-ορόσημο για τον ίδιο που δικαιούται να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες μιας μακράς και άνισης φιλμογραφίας

Στο μεταξύ, το σενάριο στα πρώτα δύο κεφάλαια συνυπογράφουν οι Ντέιμον και Άφλεκ, ενώ το καταληκτικό η Νικόλ Χολοφσένερ του «Θα Μπορούσες Ποτέ Να Με Συγχωρήσεις;». Η επιλογή μιας γυναίκας σεναριογράφου μόνο τυχαία δεν είναι. Όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι ο Σκοτ εμμένει στην αλήθεια της Μαργκερίτ, από τον τίτλο κιόλας του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Η τύχη της νεαρής γυναίκας, ωστόσο, είναι ανεξάρτητη της εγκυρότητας της μαρτυρίας της. Άπαξ και αποφασίζει να επιμείνει στην κατηγορία περί βιασμού, η υπόθεση ξεφεύγει από τον έλεγχό της, εξετάζεται από άρρενες, δικάζεται από άρρενες, κρίνεται στο πεδίο της μάχης από άρρενες και στο δια ταύτα κινδυνεύει να καεί στην πυρά για το θάρρος της καταγγελίας της. Ενδιαμέσως δε, εγκαλείται από την πεθερά της γιατί δε σιώπησε και ενοχοποιείται από τις φίλες της ότι η ίδια προκάλεσε τον κακοποιητή, στο πλαίσιο ενός διαχρονικού εσωτερικευμένου μισογυνισμού. Όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα στο Μεσαίωνα και συγκεκριμένα στα τέλη του 14ου αιώνα. Προφανώς, όχι μόνο τότε.

Όμως η «Τελευταία Μονομαχία» δεν εξαντλείται ούτε στο βαθμό ενός μετασχηματισμένου φεμινιστικού σχολίου κρυμμένου κάτω από το κέλυφος ενός επικού δράματος. Η διαμάχη μεταξύ Ζαν και Ζακ φουντώνει πάνω στη διαφωνία περί μιας ιδιοκτησίας, κορυφώνεται για μια γυναίκα (που επίσης αντιμετωπίζεται ως ιδιοκτησία) και ενδιαμέσως περνά από το δικαστήριο. Εκεί όπου ο βασιλιάς Κάρολος ο 6ος (ο Άλεξ Λόθερ σε ρόλο-αποδοκιμασία της μοναρχίας) καλείται να εγκρίνει το αίτημα του πρώτου για μονομαχία. Ο τρόπος με τον οποίο είναι τριχοτομημένο το φιλμ, το κάνει να προσιδιάζει σε ακροαματική διαδικασία κατά την οποία παρατίθενται διαδοχικά οι αγορεύσεις των αντιδίκων. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορούμε να το προσεγγίσουμε και ως ένα εναλλακτικό δικαστικό δράμα που δεν περιορίζεται στους τέσσερις τοίχους ενός δικαστικού μεγάρου και που η εξέλιξή του δεν αποκαλύπτεται παλιομοδίτικα μέσα από την καθοδήγηση κάποιου αόρατου αφηγητή.

Αλλά είναι και κάτι ακόμα που ίσως αξίζει να επισημανθεί. Η «Τελευταία Μονομαχια» φτιάχνει συν τοις άλλοις και μια πολύ ωραία ιστορία για τον ίδιο τον σκηνοθέτη της. Ένα νήμα που συνδέει το παρόν φιλμ με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και μία από τις κορυφαίες επιτυχίες της πολυετούς του καριέρας. Ο άνθρωπος που ξεκίνησε το ταξίδι του στη σκηνοθεσία με το επίσης εποχής και συναφούς θεματικής «The Duelists» (τιμημένο ως το Καλύτερο Ντεμπούτο στις Κάννες το 1977) βάζοντας τους Χάρβι Καϊτέλ και Κιθ Καραντάιν να μονομαχούν ψωροπερήφανα στο διηνεκές για λόγους τιμής, ο ίδιος που θριάμβευσε στα Όσκαρ με τον χορταστικό σε θέαμα αλλά αφόρητα μονοδιάστατο «Μονομάχο» (2001), έφτασε 44 χρόνια μετά να κάνει μακράν την πληρέστερη ταινία του με θέμα τη σύγκρουση δύο ανδρών. Γιατί η «Τελευταία Μονομαχια» στέκει μεν άνετα και αυτόνομα ως ένα καθηλωτικό κινηματογραφικό θέαμα, διαθέτει ωστόσο σημειολογικές επισημάνσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τις δύο παραπάνω ταινίες ή οποιαδήποτε προηγούμενη εμπλοκή του με το ιστορικό έπος.

Κάπως έτσι, ο Ρίντλεϊ Σκοτ δεν υπογράφει απλώς την καλύτερη δουλειά του εδώ και καιρό, αλλά μια ταινία-ορόσημο για τον ίδιο που δικαιούται να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες μιας μακράς και άνισης φιλμογραφίας.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Η Τελευταία Μονομαχία
  • Η Τελευταία Μονομαχία