Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς - cinemagazine.gr
0:15
18/3

Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς

Being John Malkovich

Το χιούμορ είναι μια ολότελα εγκεφαλική υπόθεση. Θέλετε αποδείξεις;

Από τον Λουκά Κατσίκα

Όταν ο Αντι Γουόρχολ διέδιδε την άποψη ότι καθένας μας δικαιούται 15 λεπτά διασημότητας σ’ αυτή τη ζωή, μιλούσε εκ μέρους ενός πολιτισμένου κόσμου που κυνηγά απεγνωσμένος τα 15’ φήμης που του αξίζουν. Όταν ο Τσάρλι Κάουφμαν ολοκλήρωνε το πρώτο του σενάριο, έπλαθε από μια φαινομενικά ανώδυνη όσο και θεοπάλαβη ιδέα το πιο αντιπροσωπευτικό πορτρέτο ανθρώπινης ματαιοδοξίας για τις μέρες μας. Η εικόνα μιας κοινωνίας απεγνωσμένης για να βρεθεί για λίγο στη θέση κάποιου άλλου καλύτερου, απεικόνιση του συλλογικού πόθου της ανθρωπότητας να βρει το θαυμαστό ελιξίριο για την αιώνια ζωή.

Το θριαμβευτικό ντεμπούτο του Σπάικ Τζόουνζ είναι το ισοδύναμο ενός ταξιδιού στη Χώρα των Θαυμάτων. Εκτυλίσσεται σε μια παράξενη, παράλληλη πραγματικότητα που περιλαμβάνει συνωμοσίες, μετενσαρκώσεις και μερικά από τα πιο πρωτότυπα ερωτικά τρίγωνα που είδαμε ποτέ. Αν κι ερχόμενος κατευθείαν από το χώρο του βίντεοκλιπ, ο Τζόουνζ αντιπαραθέτει στο μεγαλειώδες παράλογο του σεναρίου μια φορμαλιστικά προσγειωμένη και πλησίον του ρεαλιστικού οπτική, κάνοντας την αίσθηση του φανταστικού πολύ πιο χειροπιαστή.

Μια σουρεαλιστική κωμωδία για την ανθρώπινη φύση, τη σεξουαλικότητα, το πεπρωμένο, την ταυτότητα αλλά και την έμφυτη τάση του ανθρώπου για διαρκή μεταμόρφωση

Ο «Τζον Μάλκοβιτς» είναι μια σουρεαλιστική κωμωδία, μια διεισδυτική σάτιρα της μανίας για διασημότητα κι επιτυχία και ταυτόχρονα μια περίτεχνη σπουδή πάνω σε πολύπλοκες έννοιες, όπως η ανθρώπινη φύση, η σεξουαλικότητα, το πεπρωμένο, η ταυτότητα αλλά και η έμφυτη τάση του ανθρώπου για διαρκή μεταμόρφωση.

Οι ήρωες της ταινίας επαληθεύουν το παράδοξο γνωμικό ότι μπορεί κανείς να νιώσει την απόλυτη ελευθερία και ολοκλήρωση φορώντας το προσωπείο κάποιου άλλου. Η μεταμόρφωση είναι η λέξη-κλειδί που ανοίγει τις περισσότερες πόρτες σε αυτό το φιλμ. Η πλειοψηφία των χαρακτήρων είναι μοιρασμένη σε αυτούς που διαλέγουν να επωμιστούν την ταυτότητα του ηθοποιού (υποδυόμενοι για λίγο κάποιον άλλον) και σ’ εκείνους που διαλέγουν να γίνουν ο σκηνοθέτης (επεμβαίνοντας στη ζωή αυτού του κάποιου).

Οι ήρωες επαληθεύουν το παράδοξο γνωμικό ότι μπορεί κανείς να νιώσει την απόλυτη ελευθερία και ολοκλήρωση φορώντας το προσωπείο κάποιου άλλου

Όλοι τους από την άλλη επιθυμούν να γευτούν τα…15 λεπτά Μάλκοβιτς που τους αντιστοιχούν. Όπως οι δημόσιες φιγούρες γίνονται προεκτάσεις των πόθων και των απωθημένων μας, έτσι και το σώμα του ηθοποιού γίνεται το συμβολικό δοχείο που μπορεί κανείς να γεμίσει τις προσδοκίες και τις εμμονές του για όσο χρόνο του δοθεί. Ο Μάλκοβιτς γίνεται ξαφνικά…χρηστικός, ένα παράδοξο κι αρκετά διεστραμμένο εργαλείο στην καλπάζουσα ματαιοδοξία του Κρεγκ, στα ερωτικά παιχνίδια των δύο γυναικών, στις ωφελιμιστικές απόπειρες της Μαξίν, στην προσπάθεια της καλοκάγαθης Λότι να έρθει σε συμφωνία με τις αμφιταλαντευόμενες σεξουαλικές της προτιμήσεις και στα …υπεραιωνόβια σχέδια του δρ. Λέστερ. Η πόρτα που οδηγεί στο μυαλό του διάσημου ηθοποιού, «ένα είδος κόλπου που του επιτρέπει να έχει και μια γυναικεία πλευρά», ανοίγει σε όποιον τη διαβεί μια πτυχή του εαυτού του που δεν ήξερε πιο πριν. Και στην ουρά περιμένουν πολλοί…

Στο τέλος, ο Μάλκοβιτς καταλήγει ζωντανή κούκλα στα χέρια του Κρεγκ και η αφορμή για έναν ολόκληρο μεταφυσικό στοχασμό στα χέρια του Κάουφμαν: όπως αυτός βρίσκεται κρεμασμένος από τα νήματα ενός μακιαβελικού μαριονετίστα, έτσι κι εμείς δεν είμαστε απλοί κομπάρσοι σε ένα γιγαντιαίο κουκλοθέατρο που κινούν αόρατα χέρια; Άραγε ποιος τραβά τα δικά μας νήματα και μας θέτει σε κίνηση; Ποιος μας κόβει το νήμα για πάντα; Ο Κάουφμαν χαμογελά υποψιασμένος. Το ύστατο πεπρωμένο του ανθρώπου είναι συνάμα και η μέγιστη τραγωδία του: μια ύπαρξη πάνω στην οποία δεν έχουμε τελικά κανένα έλεγχο, και ούτε πρόκειται ποτέ να αποκτήσουμε.

Η κριτική της ταινίας δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο τεύχος 111 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Απρίλιο του 2000

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς
  • Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς