Κάννες 2023: Ο «Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου» είναι ένας συγκινητικός, αν και όχι εντελώς αντάξιος επίλογος σε ένα μεγάλο ήρωα - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
9:25
20/5

Κάννες 2023: Ο «Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου» είναι ένας συγκινητικός, αν και όχι εντελώς αντάξιος επίλογος σε ένα μεγάλο ήρωα

Αρκεί μια ταινία να σβήσει τη δυσάρεστη ανάμνηση που άφησε η αμέσως προηγούμενη συνέχεια στη δημοφιλή κινηματογραφική σειρά του «Ιντιάνα Τζόουνς»; Η απάντηση είναι ανακουφιστικά «ναι». Μπορεί όμως ταυτόχρονα μια τέτοια ταινία να σταθεί αντάξια των προσδοκιών από τη στιγμή που αποτελεί το οριστικά τελευταίο κεφάλαιο σε μια από τις ωραιότερες μυθολογίες περιπέτειας που γνωρίσαμε στο σινεμά;

Από τον Λουκά Κατσίκα

Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να νικήσει τον Ιντιάνα Τζόουνς. Κανένας αντίπαλος δεν κατάφερε να μπει εμπόδιο στο πείσμα και την ορμή του ριψοκίνδυνου αρχαιολόγου που κάθε φορά πάσχιζε να αποκτήσει και να αποκαταστήσει μερικά από τα πιο πολύτιμα κειμήλια στη μακρά ιστορία της ανθρωπότητας. Φαίνεται όμως ότι ο μεγαλύτερος εχθρός, ακόμη και για τον αγαπημένο μας ήρωα, δεν μπορούσε παρά να είναι ο χρόνος. Τέσσερις δεκαετίες έχουν περάσει άλλωστε από τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» και μέχρι σήμερα ο Ιντιάνα Τζόουνς χρειάστηκε να τα βάλει όχι μόνο με αμέτρητους κακούς και παροιμιώδεις απειλές, αλλά και με τρεις άνισες κινηματογραφικές συνέχειες, με την ανάγκη να παραμείνει συναφής και δημοφιλής απέναντι σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κοινό και βέβαια με το αναπόφευκτο του δικού του γήρατος. 

Ογδόντα ετών ήταν πλέον ο Χάρισον Φορντ όταν ολοκλήρωσε γυρίσματα στον «Δίσκο του Πεπρωμένου» και όμως ολόκληρη η ταινία στηρίζεται στην ποιότητα του μαγνητικού ηθοποιού να συμπορεύεται παλικαρίσια με την ηλικία του και να μην αφήνει στιγμή το κοινό του να σκεφτεί ότι αυτό που βλέπει πλέον στην οθόνη δεν είναι παρά ένας ρωμαλέος γέροντας που αρνείται να αποσυρθεί και να κρεμάσει οριστικά το μαστίγιο και το στέτσον καπέλο του. Στα εναρκτήρια 25 λεπτά της ταινίας, παρ' όλα αυτά, και για τις ανάγκες ενός ιλιγγιώδους επεισοδίου που τον επιστρέφει στις μέρες των «Κυνηγών της Χαμένης Κιβωτού», ο Ιντιάνα Τζόουνς ξανανιώνει άκρως πειστικά (και καλοδεχούμενα) με τη βοήθεια της τεχνολογίας και τα βάζει για πολλοστή φορά με αδίστακτους Ναζί στην κούρσα για τη διεκδίκηση ενός ακόμα θησαυρού ανεκτίμητης ιστορικής αξίας: του Μηχανισμού των Αντικυθήρων.

Φαίνεται ότι ο μεγαλύτερος εχθρός, ακόμη και για τον αγαπημένο μας ήρωα, δεν μπορούσε παρά να είναι ο χρόνος

Η επαναστατική εφεύρεση παίζει βασικό ρόλο στην πλοκή του καινούργιου φιλμ το οποίο, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πραγματοποιεί αμέσως μετά ένα άλμα και μας φέρνει στο 1969, όταν την πόρτα του υπό συνταξιοδότηση καθηγητή Τζόουνς χτυπά επίμονα το παρελθόν. Αφενός στο πρόσωπο ενός μεγαλομανούς Ναζί επιστήμονα (ένας θανατερά ψυχρός Μαντς Μίκελσεν), αφετέρου στα τσαχπίνικα χαρακτηριστικά της φιλόδοξης και ραδιούργας βαφτισιμιάς του (Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ) η οποία προσπαθεί να τον πείσει να επανέλθει στη δράση και να εντοπίσει μαζί της τον χάλκινο αστρολάβο που (σύμφωνα με το φιλμ) εφηύρε ο Αρχιμήδης, σε ένα ταξίδι που ξεκινά από τη Νέα Υόρκη, περνά από την Αθήνα, το Μαρόκο και τη Σικελία μέχρι να φτάσει σε ακόμη πιο μακρινές (κυριολεκτικά και μεταφορικά) περιοχές. 

Με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ να έχει παραχωρήσει αμετάκλητα τη θέση του πίσω από την κάμερα, ο «Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου» τυχαίνει ευνοϊκής μεταχείρισης στα χέρια του Τζέιμς Μάνγκολντ («Logan», «Το Τελευταίο Τρένο για τη Γιούμα»), ενός σκηνοθέτη με φανερό επαγγελματισμό και παλιομοδίτικες ευαισθησίες ο οποίος εδώ επωμίζεται μια δύσκολη αποστολή: καλείται να προσαρμόσει έναν αναχρονιστικό και αναλογικό ήρωα σε μια ξέφρενη ψηφιακή εποχή, να δώσει παλμό σε ένα εντελώς συνταγογραφημένο, ολίγον τι ασυνάρτητο και προφανές (σε αναφορές και κλεισίματα του ματιού) σενάριο και παράλληλα να κρατήσει ευχαριστημένους τόσο τους μακροχρόνιους θαυμαστές της κινηματογραφικής σειράς όσο και μια νεότερη, λιγότερο υπομονετική και πιο κυνική γενιά θεατών.

 

 

Μέχρι ενός βαθμού, η ταινία ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Υπάρχουν αρκετές νοσταλγικές αφορμές για να ευχαριστήσουν τους «παλιούς» και ένας καταιγισμός συμβάντων για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των «νέων». Αυτό που απουσιάζει δυστυχώς είναι το στοιχείο της ανανέωσης και της έκπληξης, ενός σημαντικότερου λόγου για να επιστρέψει ο Χάρισον Φορντ τον παλαίμαχο χαρακτήρα πίσω από τη σύνταξη πέραν της μεγάλης αγάπης που του έχει ο κόσμος. Λείπει επίσης εκείνη η απαράμιλλη ικανότητα που επιδείκνυε ο Σπίλμπεργκ στο να συναρπάζει το κοινό του, να προκαλεί δέος, να πλαισιώνει κάθε σκηνή με ασταμάτητη εφευρετικότητα και ενθουσιασμό εκεί που ο Μάνγκολντ διεκπεραιώνει αξιοπρεπώς μεν, στηριζόμενος όμως εκ του ασφαλούς σε δάνεια από τα προηγούμενα φιλμ της σειράς. 

Αν υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο στην ταινία, ωστόσο, αυτό δεν σχετίζεται με το μηχανικό της θέαμα αλλά με τον τρόπο που η ιστορία της μεταχειρίζεται την έννοια του αναπόφευκτου και αμείλικτου χρόνου ως τη σημαντικότερη μορφή δύναμης την οποία καλούνται καλοί και κακοί να δαμάσουν. Από το άκουσμα των χτύπων του ρολογιού, στην πρώτη κιόλας σκηνή, μέχρι το πέρασμα στην καθαρή φαντασία του τρίτου μέρους, ο «Δίσκος του Πεπρωμένου» πραγματοποιεί, άθελά του ίσως, μια πανέμορφη παρομοίωση για το σινεμά ως μοναδικού θαύματος σε αυτό τον κόσμο που μπορεί πραγματικά να ξεγελάσει για λίγο και να χαλιναγωγήσει τον χρόνο.

Ολόκληρη η ταινία στηρίζεται στην ποιότητα του μαγνητικού Χάρισον Φορντ να συμπορεύεται παλικαρίσια με την ηλικία του

Μπορεί να είναι σθεναρές οι αντιρρήσεις μου, στο σημείο όμως αυτό πρέπει να εξομολογηθώ ότι εγκατέλειψα το τέλος της προβολής με ακράτητα δάκρυα. Ξαφνικά η ταινία ύψωνε έναν καθρέφτη που με έφερνε αντίκρυ στον παλιό μου εαυτό και μου ανέσυρε μνήμες από τότε που, ανήλικος ακόμη, είδα για πρώτη φορά τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» σε μεγάλη οθόνη, την εποχή που είχαν κυκλοφορήσει. Τόσο έντονα αποτυπώθηκε στη μνήμη μου εκείνη η προβολή, ώστε θυμάμαι ακόμη την ημέρα και την ώρα της (27 Οκτωβρίου του 1981, στις οχτώ και μισή το βράδυ), μια ανάμνηση που μέχρι τώρα εξακολουθώ να προστατεύω και να συντηρώ παρά το γεγονός ότι μεγάλωσα πια και πιθανόν έπαψα να σκέφτομαι (ή να βλέπω σινεμά) όπως όταν ήμουν παιδί. 

Αν και τίποτα δεν μπορεί να φέρει πίσω το μεγαλείο της πρώτης ταινίας του 1981, και την εντύπωση εκείνης της εφηβικής εμπειρίας, λύγισα στην υπέροχη σκηνή του φινάλε (για την οποία εννοείται πως δεν θα πω περισσότερα), στο άκουσμα της γνώριμης από πολύ παλιά φράσης «Where does it hurt?», στα βλέμματα που ανταλλάσσουν δυο άνθρωποι οι οποίοι κουβαλούν στις αρχοντικές ρυτίδες τους όση συγκίνηση δεν καταφέρνει να προκαλέσει ο καταιγισμός των εφέ, στη συνειδητοποίηση ότι αυτός είναι όντως ο τελευταίος αποχαιρετισμός σε μια ανεξίτηλη κινηματογραφική φιγούρα της εφηβείας μου. Γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, με ένα αφοπλιστικό στιγμιότυπο αγάπης και τρωτότητας, το σινεμά έγινε για λίγο μια μαγική γέφυρα που με επέστρεψε 42 χρόνια πριν, στη δική μου αθωότητα, στην πρώτη γνωριμία με τον αγαπημένο μου ήρωα. Έναν ήρωα με μεγάλη καρδιά, όπως αποδεικνύεται εδώ, περισσή τρυφερότητα και μια μελαγχολική αίσθηση της προσωρινότητάς του. Μακάρι βέβαια ο κινηματογραφικός του αυτός επίλογός να είχε δοθεί μέσα από μια καλύτερη ταινία. Όμως, παρά τα όσα απίθανα σκαρφίστηκαν οι σεναριογράφοι στον «Δίσκο του Πεπρωμένου», ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Και το 2023 δεν μπορεί ποτέ ξανά να γίνει 1981.

Βρείτε συγκεντρωμένες όλες τις ανταποκρίσεις, κριτικές, νέα και αφιερώματα του φετινού Φεστιβάλ Καννών εδώ: www.cinemagazine.gr/cannes

Το ΣΙΝΕΜΑ / cinemagazine.gr ταξιδεύει στις Κάννες με την AEGEAN και σας προσφέρει καθημερινές ανταποκρίσεις. Το 76o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών πραγματοποιείται 16 - 27 Μαΐου 2023.