Φόνισσα
Murderess
H Eύα Νάθενα ξαναδιαβάζει το βιβλίο του Παπαδιαμάντη ως ιστορία φαντασμάτων και παραδίδει μια ταινία με συγκεκριμένο και συγκροτημένο σκηνοθετικό όραμα.
Για να είναι βιώσιμη μια εθνική κινηματογραφία, χρειάζεται απαραιτήτως και 4-5 ταινίες μεγάλου κοινού τον χρόνο, ταινίες που εκπροσωπούν το αφηγηματικό σινεμά με σεβασμό και γνώση των κανόνων του – αν ελλείπει η τελευταία κι αν οι κανόνες δεν χρησιμοποιηθούν για να υπηρετήσουν το περιεχόμενο, κενώνουν οι ταινίες. Τώρα, αν είναι και καλές ταινίες, εκτός από εύρωστη, η κινηματογραφία γίνεται και ποιοτική. Με μεγάλη μας χαρά διαπιστώσαμε ότι η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα, το μεγάλο εγχώριο «εμπορικό» χαρτί της χρονιάς, είναι (και) μια καλή ταινία, καθώς αποτελεί δείγμα γνήσιου, ατόφιου σινεμά.
Η ιστορία, που μάλλον δεν χρειάζεται συστάσεις, υφίσταται κάποιες αλλαγές κατά τη σεναριακή της διασκευή. Μια σταθερή παρεξήγηση, που καταλήγει στη γνώριμη επωδό «δεν ήταν σαν το βιβλίο η ταινία», είναι ότι ο σεναριογράφος οφείλει να μεταφέρει κατά γράμμα τις σελίδες του βιβλίου και ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του να τις εικονοποιήσουν – κάτι σαν «κλασσικά εικονογραφημένα», δηλαδή. Στην πραγματικότητα το σινεμά οφείλει να είναι πιστό μόνο στο ίδιο, η διασκευή πρέπει να υπηρετεί μόνο το μέσο, που έχει άλλους κώδικες από τη λογοτεχνία, αν και καλό θα ήταν να είναι πιστή στο πνεύμα του βιβλίου. Αν, ας πούμε, πάρεις την Καινή Διαθήκη και τη διαβάσεις με παλαιοδιαθηκική φιλοσοφία ή αν διασκευάσεις με κάποιον τρόπο το Κεφάλαιο του Μαρξ και κάνεις περήφανο τον Μίλτον Φρίντμαν, υπάρχει πρόβλημα. Το σενάριο είναι πιστό στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη και οι αλλαγές που έχουν γίνει, ειδικά αυτή της μετάθεσης ενός φονικού με πιο προσωπικό χαρακτήρα, ενισχύουν το στοιχείο της τραγωδίας, εξυπηρετούν το δράμα. Ωστόσο, στο βιβλίο το κυνήγι της Χαδούλας και η επακόλουθη «απόδρασή» της για τον μόνο φόνο που δεν διέπραξε η ίδια, πέρα από το στοιχείο της τραγωδίας, έχei και πολιτική σημασία, η οποία εδώ χάνεται από αυτή την αλλαγή, με αποτέλεσμα να «μικραίνει» λίγο η ιστορία. Υπάρχει, επίσης, μια διάχυτη λογοτεχνικότητα, στο όνομα της απόδοσης του ιδιώματος, που στερεί κάτι από την ταινία. Όχι σε ρεαλισμό – δεν είναι ρεαλιστική η αφήγηση, θα έρθουμε και σε αυτό- αλλά σε φυσικότητα, πάντα εντός του πλαισίου του φιλμικού σύμπαντος. Όσο για το νέο φινάλε, κατανοητό μεν εντός του πλαισίου της ανάγνωσης, ωστόσο είναι συζητήσιμο κατά πόσο ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, έστω και ως παράγωγο των καιρών του, δικαιούται τον «ηρωισμό» της επιλογής.
Η σκηνοθεσία είναι εκείνη που αναβαθμίζει το θέαμα. Μια σκηνοθεσία με άποψη, που φανερώνει όραμα συγκεκριμένο και συγκροτημένο. Με ιστγουντικά αποχρωματισμένη φωτογραφία, αλλά χωρίς την trademark δραματική και σημειολογική χρήση της σκιάς, ένα διαρκές φλερτ με την μπελαταρική υπερβατικότητα και το κεντροευρωπαικό arthouse και αυστηρότητα στο χτίσιμο της mise en scene, που στα μάτια μας λειτουργεί ως το κινηματογραφικό ανάλογο της ιδιότυπης καθαρεύουσας του Παπαδιαμάντη, η Εύα Νάθενα δίνει έναν (δι)αχρονικό χαρακτήρα στα δρώμενα. Η προσέγγιση της ιστορίας είναι φαντασματική, και δεν περιορίζεται μόνο στις εμφανίσεις της νεκρής μάνας. Κατά τη διάρκεια της προβολής θαρρείς πως παρακολουθείς έναν θίασο φαντασμάτων, ότι βλέπεις ένα έργο που επαναλαμβάνεται ίδιο κι απαράλλαχτο στο διηνεκές κι αυτό είναι ένα επίτευγμα, συναφές με το αντιπατριαρχικό περιεχόμενο του λογοτεχνικού σημείου αναφοράς, αλλά και τη στοχοθεσία της ταινίας.
Όλα τα μέλη του θιάσου δίνουν τον καλό τους εαυτό, με κορυφαία του χορού μια Καριοφυλλιά Καραμπέτη που, εξαιρουμένων των «μεγάλων» σκηνών, οι οποίες ερμηνεύονται με τη στόφα της τραγωδού, γιατί έτσι είναι γραμμένες, δίνει μια πέρα για πέρα κινηματογραφική ερμηνεία, παίζει οριακά σαν να μην υπάρχει φακός. Είναι στιγμές που φαντάζει χαμένη σε έναν κόσμο κάπου ανάμεσα σε εκείνον της ταινίας και στο προσωπικό της κολαστήριο.
«Μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης», ίσως.