Συνέβη στο Σόχο
Last Night in Soho
Νεαρή επαρχιώτισσα (Τόμασιν Μακένζι) που αναζητά στο Λονδίνο την τύχη της ως σχεδιάστρια μόδας, μπορεί μυστηριωδώς και ταξιδεύει στο παρελθόν των θρυλικών swinging 60s όπου και συναντάει το εξωστρεφές alter ego της (την Άνια Τέιλορ-Τζόι του «Queen’s Gambit»), όμως η ονειρική της διαφυγή κρύβει εφιάλτες έτοιμους να ξεχειλίσουν στο παρόν. Ο Έντγκαρ Ράιτ του «Shaun of the Dead» και του «Baby Driver» παραδίδει το πιο προσωπικό και υπερφορτωμένο φιλμ της καριέρας του, γεμάτο από την εμμονή του με τη δεκαετία του ‘60 και τις ταινίες τρόμου που αγαπά.
Ο Έντγκαρ Ράιτ παραμερίζει προσωρινά την κωμική πλευρά της φιλμογραφίας του («Shaun of the Dead», «Scott Pilgrim vs. the World», «Baby Driver») για χάρη ενός ψυχολογικού θρίλερ πυροδοτημένου από την εμμονή του με τα 60s, τους νοσταλγικούς απόηχους των αγαπημένων βινυλίων των γονιών του και ταινίες-ορόσημα του κινηματογραφικού τρόμου. Όπως τη «Suspiria» του Αρτζέντο, την «Αποστροφή» του Πολάνσκι και το «Don’t Look Now» του Ρεγκ.
Στο «Συνέβη στο Σόχο», η Τόμασιν Μακένζι του «Jojo Rabbit» υποδύεται την Ελοΐζ. Μια συνεσταλμένη κοπέλα, κολλημένη με τη δεκαετία του ‘60 που μετακομίζει στο Λονδίνο προκειμένου να ακολουθήσει το όνειρό της και να σπουδάσει σχέδιο μόδας. Μυστηριωδώς, τα βράδια που πέφτει για ύπνο αρχίζει να μεταφέρεται πίσω στο χρόνο, στο πυρετώδες Σόχο των swinging 60s. Εκεί συναντά ένα κάτι σαν alter ego της, τη δυναμική Σάντι (Άνια Τέιλορ-Τζόι), η οποία διεκδικεί με αυτοπεποίθηση καριέρα τραγουδίστριας. Ωστόσο η ονειρική διαφυγή από μια καθημερινότητα σκληρής προσαρμογής στην εξαντλητική μητρόπολη θα μετατραπεί σταδιακά σε εφιάλτη, την ώρα που τα όρια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν αρχίζουν να θολώνουν επικίνδυνα.
Πολλά και διάφορα συναποτελούν το σχιζοειδώς μοιρασμένο ανάμεσα στο χθες και το σήμερα Σόχο του Έντγκαρ Ράιτ. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ταινία του αποτελεί ένα σκοτεινό σταυροδρόμι κατά το οποίο το μοτίβο «επαρχιόπαιδο στη πρωτεύουσα» συναντά τη νοσταλγία ως διαφυγή, το κυνήγι του ονείρου ως δόλωμα, τον τραυματισμένο ψυχισμό ως εχέγγυο της θρίλερ θεματικής πάνω στην ευαλωτότητα της ηρωίδας (η Ελοΐζ έχει εξαρχής οράματα της μητέρας της που αυτοκτόνησε, η οποία δεν είχε αντέξει τη δική της μετάβαση στο Λονδίνο) και την παράμετρο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης ως το ροοστάτη που βυθίζει τελεσίδικα τους τόνους του φιλμ σε δυσοίωνους neon φωτισμούς και giallo αποχρώσεις. Με το επιμύθιο να υπενθυμίζει πως η νοσταλγία και οι εξιδανικεύσεις της σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ασφαλές ή βιώσιμο καταφύγιο.
Η συνύπαρξη των Μακένζι και Τέιλορ-Τζόι αποτελεί ευτυχή συγκυρία.
Πριν απ’ όλα, το «Συνέβη στο Σόχο» μοιάζει για τον ίδιο τον Ράιτ σαν μία τέτοιου τύπου συνειδητοποίηση - χρήσιμη όσο να πεις στη ρετρολάγνα εποχή μας - που ευτύχησε να πάρει τη μορφή ταινίας. Μιας ταινίας που θυμίζει εκείνες που ο ίδιος αγαπά, που αναβιώνει τα χρώματα και τις αισθήσεις και τους ήχους μιας εποχής που θαυμάζει (και που ο ίδιος ως γεννηθείς το ‘74 δεν έζησε ποτέ), που επιστρατεύει ηθοποιούς εκείνης της γενιάς (την Νταϊάνα Ριγκ στο κύκνειο άσμα της ως η σπιτονοικοκυρά της Ελοΐζ και τον Τέρενς Σταμπ στο ρόλο του μυστηριώδους άντρα που την παρακολουθεί), που παίζει με αυτόν τον οριακό δυισμό ονείρου και εφιάλτη, που αφηγείται την ιστορία ενός νέου ατόμου που διψά να δημιουργήσει αλλά και που κινδυνεύει να βρεθεί πιασμένο στα δίχτυα μιας φιλοδοξίας η οποία φλερτάρει με τη μονομανία - όπως στον «Μαύρο Κύκνο» του Αρονόφσκι. Για αυτό το «Συνέβη στο Σόχο» μοιάζει ένα φιλμ τόσο βαθιά προσωπικό για τον Ράιτ. Όπως επίσης περίπλοκο, συχνά χαοτικό, ενίοτε στερεοτυπικό και κάπως μυωπικό, αστοχώντας στο να συνθέσει μια συνεκτική μεγάλη εικόνα.
Η ταινία ανοίγει με την Ελοΐζ να χορεύει ανέμελη υπό τους ήχους του «A World Without Love» των Πίτερ και Γκόρντον με φόντο ένα πόστερ από το «Πρωινό στο Τίφανις». Η ακούσια μετάβαση στην αγαπημένη της δεκαετία περιλαμβάνει πέρασμα από το θρυλικό Piccadilly Circus όπου έχει στη μαρκίζα το «Επιχείρηση Κεραυνός» (γεγονός που μας τοποθετεί στις αρχές του 1966) και έπειτα από το επίσης εμβληματικό τότε κλαμπ Cafe de Paris, όλο αυτό όμως παραμένει μια λειψή επιστροφή στο παρελθόν. Παρότι βρισκόμαστε στο απόγειο της Beatlemania και της περίφημης βρετανικής εισβολής, οι μουσικές που ακούγονται περιλαμβάνουν μεν τις Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, Πετούλα Κλαρκ και Σίλα Μπλακ, παραβλέποντας - πιθανώς λόγω κόστους πνευματικών δικαιωμάτων - το νευραλγικότερο κομμάτι της ποπ κουλτούρας της περιόδου. Εξαιρώντας το παραπάνω χιτ των Πίτερ και Γκόρντον που ο ΜακΚάρτνεϊ έγραψε στα 16 του, μπορεί να πει κανείς πως οι Μπιτλς είναι εξίσου εξαφανισμένοι από το σύμπαν του «Last Night in Soho» όσο ήταν σ' εκείνο του «Yesterday». Παρεμπιπτόντως, η ολονύχτια μεταφορά της Ελοΐζ πίσω στο χρόνο παραμένει το ίδιο ανεξήγητη με τη διαγραφή των Μπιτλς από το συλλογικό ασυνείδητο στην ταινία του Μπόιλ.
Σταδιακά, ο Ράιτ βρίσκεται να περιορίζει έξυπνα την αναβίωση του Λονδίνου των 60s σε σκηνικά, ενδυματολογικές τάσεις και εσωτερικούς χώρους, εκεί όπου οι τόνοι του ψυχολογικού θρίλερ εντείνονται, αρχικά σε πιο εσωτερικευμένες, πολανσκικές λογικές και στη συνέχεια σε πιο gore αιματοβαμμένες σκηνές. Η συνύπαρξη των Μακένζι και Τέιλορ-Τζόι αποτελεί ευτυχή συγκυρία για τον βρετανό σκηνοθέτη, προσφέροντάς του ένα ντουέτο ικανό να ενσαρκώσει διαφορετικές πλευρές της θηλυκής ευαλωτότητας σε έναν σκληρό, ανδροκρατούμενο κόσμο. Η πρώτη είναι ιδανική στο ρόλο μιας ρομαντικής και καλοπροαίρετης ύπαρξης, η δεύτερη είναι ό,τι πιο ρετρό σε φιζίκ κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στο Χόλιγουντ, για να θυμηθούμε και το «Queen's Gambit». Κι αν το πρωταγωνιστικό τους δίπολο λειτουργεί κυρίως στις συμβατικές συχνότητες που εκτείνονται από την αντίθεση ως την ταύτιση με μια έωλη συνοχή μεταξύ των δύο αυτών συνθηκών, μπορούμε εύκολα να δεχτούμε στην πορεία της ταινίας το ότι η Σάντι σηματοδοτεί για την Ελοΐζ όσα η τελευταία δεν τολμά να γίνει αλλά κι ένα κουτί της Πανδώρας για όσα επιθυμεί. Κάπου εδώ τρυπώνει και ο Ματ Σμιθ στην εξίσωση, στο ρόλο του Τζακ, ο οποίος από ρομαντικό ενδιαφέρον και επίδοξος μάνατζερ μετατρέπεται γρήγορα σε μια φιγούρα που στοιχειώνει την περιπλάνηση της Ελοΐζ στο παρελθόν.
το τι πραγματικά «Συνέβη στο Σόχο» αποτελεί περισσότερο ένα θορυβώδες ψυχολογίστικο αίνιγμα ενθουσιωδών προθέσεων, παρά μια ολοκληρωμένη ιδέα κλεισμένης στο σώμα μιας δίωρης ταινίας
Τελικά, πέρα από όσα είχε ήδη να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της ημέρας, από τις κακόβουλες συμφοιτήτριες και το απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών ως την ανάγκη για μεροκάματο δουλεύοντας σε μπαρ, η ηρωίδα του «Συνέβη στο Σόχο» καταλήγει κυνηγημένη από φαντάσματα του παρελθόντος που θα ξεπηδήσουν στο τώρα και θα την κάνουν να ευχόταν να μην είχε κοιμηθεί ποτέ. Όπως περίπου συμβαίνει στον «Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες» δηλαδή. Με το παρόν και το παρελθόν να συγκλίνουν με όχι ακριβώς πειστική συνεκτικότητα μπροστά στον κλυδωνιζόμενο κόσμο της, η Ελοΐζ έρχεται να διαπιστώσει πως η εμμονή με το σκοτάδι πάνε χέρι-χέρι.
Κατ’ αναλογία με το πώς ο μεταφυσικός δεσμός μεταξύ της Ελοΐζ και της Σάντι περιλαμβάνει θαυμασμό, ζήλεια, φόβο και αποστροφή σε απροσδιόριστη αναλογία, το «Last Night in Soho» είναι ένα πολυσύνθετο εγχείρημα, κάπως συγκεχυμένο. Δεν είναι κατά βάση ένα πράγμα όπως π.χ. μια ταινία για την παγίδα της νοσταλγίας, για την έμφυλη βία, για το ψυχολογικό τραύμα μπροστά σε οριακές καταστάσεις ή απλά ένα homage του σκηνοθέτη της στο σινεμά που αγαπάει, αλλά όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα. Και δεν είναι ότι αποφεύγει να γίνει πιο εστιασμένο επειδή αποφάσισε ότι δεν του ταιριάζει η απλότητα ή επειδή τη σνομπάρει. Απλώς δε βρήκε τρόπο να χωρέσει οργανικά τόσες διαφορετικές υποενότητες στο σύμπαν μιας ιστορίας ήδη διχοτομημένης σε παρόν και παρελθόν, δίχως να αναγκαστεί να καταφύγει σε βολικές λύσεις όπως οι σχηματικοί δεύτεροι χαρακτήρες, τα horror κλισέ και η ανατροπή στο φινάλε. Γιατί στο «Σόχο» του Ράιτ μπορεί να είναι εμφανής η αγάπη του δημιουργού του για τον κόσμο που χτίζει, όμως το τι πραγματικά συνέβη εκεί αποτελεί περισσότερο ένα θορυβώδες ψυχολογίστικο αίνιγμα ενθουσιωδών προθέσεων, παρά μια ολοκληρωμένη ιδέα κλεισμένης στο σώμα μιας δίωρης ταινίας.