May December
May December
Η νέα ταινία του Τοντ Χέινς αποτελεί ένα σαρδόνιο και ανελέητα διασκεδαστικό ψυχόδραμα, απόρροια μιας αυθόρμητα κουλ/μινιμαλιστικής σκηνοθετικής προσέγγισης και της γαργαλιστικής ερμηνευτικής αναμέτρησης μεταξύ της Τζούλιαν Μουρ και της Νάταλι Πόρτμαν. Πανελλήνια προβολή στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.
Μια πεταλούδα το Μάιο έχει πολλά να κάνει. Όπως και η Ελίζαμπεθ Μπέρι, μια ανερχόμενη ηθοποιός που βλέπει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια φτηνή true-crime παραγωγή ως ευκαιρία, όχι μόνο για επαγγελματική εξέλιξη, αλλά και για να ξεδιπλώσει τη δική της εκδοχή της υποκριτικής μεθόδου. Για το λόγο αυτό ταξιδεύει στο σπίτι της γυναίκας που πρόκειται να υποδυθεί, ώστε να ζήσει μαζί με την οικογένειά της για τρεις εβδομάδες.
Η εν λόγω γυναίκα είναι η Γκρέισι Άδερτον, που πριν που 23 χρόνια είχε προκαλέσει πανεθνική αίσθηση όταν συνελήφθη να κάνει σεξ με έναν απ' τους τότε μαθητές της, τον Τζο Γιου, που στη συνέχεια παντρεύτηκε υιοθετώντας το επίθετό του. Η Γκρέισι συνέχισε να αποσχολεί τα tabloids τα επόμενα χρόνια και πλέον ζει με τον σχεδόν 30 χρόνια νεότερο σύζυγό της φτιάχνοντας ανάποδες τούρτες με ανανά, διαφεντεύοντας μια βίλα χτισμένη με τα έσοδα από εμφανίσεις σε κίτρινες εκπομπές και τα εξώφυλλα μιας ζωής κρεμασμένης στα μανταλάκια.
Ανάμεσα στους δύο φαινομενικά (και μόνο φαινομενικά) αντίθετους θηλυκούς πόλους ο Χέινς αφήνει μόνο του τον Τζο, έναν μορφονιό σε κατάσταση μη ολοκληρωμένης εφηβείας, που στα 36 του χρόνια ετοιμάζεται για την αποφοίτηση της κόρης του. Η Ελίζαμπεθ βλέπει τον Τζο ως το Δούρειο Ίππο που θα της επιτρέψει να αποδομήσει το πολλαπλό είδωλο που την κοιτάζει κατάματα μέσα απ' το ραγισμένο καθρέφτη. Μια κερκόπορτα για μια κάποια υποκριτική αλήθεια, μια ανήθικη μεταμόρφωση, μια παθιασμένη απομίμηση της γυναίκας που γεύτηκε κάποτε τον απαγορευμένο καρπό (αλλά ήξερε και πως να τον χωνέψει).
Το «May/December» αποτελεί άτυπο φόρο τιμής στο Τζόζεφ Λόουζι του «Υπηρέτη», ενώ το κεντρικό θέμα αποτελεί παραλλαγή του αντίστοιχου που έγραψε ο Μισέλ Λεγκράν για το «Μεσάζοντα»
Ο Χέινς προσγειώνει τη Νάταλι Πόρτμαν στο σκηνικό μιας σαπουνόπερας, την οποία βαφτίζει με την auteurίστικη αύρα μιας μεταμοντέρνας μπεργκμανικής παρωδίας. Όχι όπως έκανε κάποτε στις κωμωδίες του ο Γούντι Άλεν, αλλά αποκλειστικά μέσα από τη φόρμα, με ένα ανόσιο κράμα του απαράμιλλου σκηνοθετικού του στυλ και daytime τηλεόρασης. Μην ανησυχείτε όμως, ακόμη και σε καθαρά φορμαλιστικό επίπεδο, η απόσταση που τον χωρίζει απ' το βουβό ξεκατίνιασμα που εκτυλίσσεται μπροστά του, είναι τεράστια. Η υπογραφή του όχι απλά το προσπερνάει αλώβητη, αλλά ενισχύεται με την πιο γοητευτικά παράξενη ταινία της μέχρι τώρα καριέρας του.
Κερασάκι στην τούρτα η ερμηνευτική αναμέτρηση μεταξύ Μουρ και Πόρτμαν, που (τι ευτυχία) αποτελεί τον πυρήνα της σκηνοθετικής του προσέγγισης. Η μισή ταινία είναι πάνω στις αντιδράσεις που έχουν η μία απέναντι στην άλλη και τα γεμάτα νόημα βλέμματα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Μέσα απ' τη σύγκρουσή τους καλλιεργείται ένας λανθάνον ερωτισμός που εκδηλώνεται στον κακομοίρη το Τζο, ο οποίος αντί να βρει τρόπο να αποδράσει απ' το ψυχόδραμα, προτιμά να κοιτάζει πεταλούδες. Ούτε που πήρε μυρωδιά όμως, ότι στο σπίτι του έχει μπει μια πεταλούδα βαμπίρ, έτοιμη να ρουφήξει όλο το μεδούλι από της ανήσυχα ήρεμης ζωής του.
Η Νάταλι Πόρτμαν είναι εξαιρετική ως πρωταγωνίστρια, εκπέμποντας όση θηλυκή ενέργεια έχει σβήσει από τη Γκρέισι, ερμηνεύοντας με αλαβάστρινη ακρίβεια το passive-aggressiveness του χαρακτήρα της ενώ αντλεί ανεξέλεγκτα πληροφορίες απ' τη νεκρή φύση γύρω της. Την παράσταση, όμως, κλέβει οπωσδήποτε η Μουρ, με τις εναλλαγές μεταξύ κακιάς μητριάς που ψευδίζει λόγια αγάπης ικανά να καταστρέψουν κάθε ευτυχία, και μαραμένης ανθοδέσμης που πενθεί το Δεκέμβρη της ύπαρξής της. Η δόλια η μαγιάτικη πεταλούδα που την ορέγεται, την νόμισε οικιακή γλάστρα που μαραζώνει. Θα 'ναι πολύ αργά όταν καταλάβει πως πρόκειται ναι μεν για φυτό, αλλά σαρκοφάγο και τοξικό.