Meg 2: H Τάφρος
Meg 2: The Trench

Ο πάντα στιβαρός Τζείσον Στέιθαμ τα βάζει με τρεις μεγαλοκαρχαρίες, δυστυχώς όχι των τραπεζών, μα ο Βρετανός Μπεν Γουϊτλεϊ αποδεικνύεται (παραδόξως) λιγότερο καλός ελεγκτής ...θαλάσσιας και υποθαλάσσιας κυκλοφορίας από τον προκάτοχό του.
«Bigger and dumber» ήταν η αρχή που ακολουθούσαν κάποτε τα στούντιο για τα σίκουελ των επιτυχιών τους, μέχρι που μετρίασαν λίγο -λίγο, όμως- το μέγεθος της «ανοησίας», επειδή το κοινό άρχισε να ζητά και μια επίφαση ρεαλισμού. Kαι λέμε επίφαση γιατί αρκετοί από όσους τον ζητούν, αν ποτέ παρακολουθούσαν αυθεντικό κινηματογραφικό ρεαλισμό, θα γινόταν η «χειρότερη ταινία που έχουν δει ποτέ στη ζωή τους» - γι’ αυτό τον μήνα και πάντα μέχρι την επόμενη.
Το «Meg 2: The Trench», σίκουελ της ανέλπιστης επιτυχίας του Τζον Τέρτλταουμπ, είναι μεγαλύτερο, καθώς ο Τζέισον Στέιθαμ τα βάζει όχι με έναν, αλλά με τρεις μεγαλοκαρχαρίες - όχι των τραπεζών- και είναι σίγουρα πιο «ανόητο». Αρκεί να σκεφτείτε ότι υπάρχει υποβρύχια σκηνή όπου o ήρωας αντέχει χωρίς σκάφανδρο την πίεση σε βάθος 7 χιλιάδων μέτρων, απλά επειδή έχει στραβό διάφραγμα. Δυστυχώς, αν και πίσω από την κάμερα βρίσκεται ο Βρετανός Μπεν Γουίτλεϊ, δεν είναι και καλύτερο. Βλέπεις, το θέαμα χρειαζόταν μπόλικη σπιλμπεργκική αίσθηση του δέους και της κατάπληξης, μια πεποίθηση που παγίωσαν μέσα μας οι αναμενόμενες αναφορές στα «Σαγόνια του Καρχαρία», μα αυτή τη φορά και στο «Τζουράσικ Παρκ». Μετά την αστοχία τoυ netflixικού «Rebecca» ο Γουίτλεϊ για ακόμα μια φορά δεν μεταφέρει σχεδόν τίποτα από τη φιλμική του ιδιοσυγκρασία σε ένα πιο mainstream εγχείρημα, άντε ίσως να καταφέρνει κάποιες σποραδικές, μακάβριες πινελιές, χωρίς να έχει και τα κότσια να το πάει ένα βήμα παραπέρα. Ο Σπίλμπεργκ πχ., που τόσο έχει κατηγορηθεί για «γλυκανάλατες και ψυχαναγκαστικά ασφαλείς για όλη την οικογένεια καλλιτεχνικές παρορμήσεις, σίγουρα θα το «τακτοποιούσε» το σκυλάκι – θα καταλάβετε, όταν δείτε το έργο.
Η στιβαρότητα του Στέιθαμ, που άξιζε πολύ καλύτερα one-liners από τα (σχεδόν ανύπαρκτα) που του επιφυλάσσει η τριάδα (!) σεναριογράφων, οι προαναφερθείσες ιδέες, ο αυξημένος αριθμός προϊστορικών τεράτων και οι επιθέσεις τους κατορθώνουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του φαν των monster movies, έστω κι αν η απόπειρα crosscutting αστοχεί…«τηλεοπτικά» και χαλάει το (όποιο) momentum της φευγάτης τρίτης πράξης. Παρατηρήσαμε, επίσης, κι ένα throwback, το οποίο δεν ξέρουμε πόσο καλά θα υποδεχτεί και αν θα αποδεχτεί μερίδα του κοινού, από έναν μαύρο χαρακτήρα-comic relief, βγαλμένο από τα ‘80s και ‘90s -με την κακή έννοια- μέχρι τους κακούς της υπόθεσης, που έχουν εθνικότητα και φύλο διάφορες του βασικού target group, τουλάχιστον όπως φανταζόμαστε ότι το αντιλαμβάνονται οι παραγωγοί.
Για να είμαστε δίκαιοι, έχουμε δει και πολύ χειρότερα πράγματα φέτος. Χαμηλώνοντας τις προσδοκίες και με το απαραίτητο σακουλάκι ηλιόσπορο στο χέρι, δεν θα καταλήξετε να ψάχνετε τάφρο να πνιγείτε, αλλά ότι θα έφτανε μέρα που θα γράφαμε ότι ο Tζον Τέρτλαουμπ το έκανε καλύτερα από τον Μπεν Γουίτλεϊ δεν το είχαμε φανταστεί ποτέ μας.