Oύτε Καν - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Oύτε Καν

Nope

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόρνταν Πιλ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Τζόρνταν Πιλ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ντάνιελ Καλούγια, Κίκι Πάλμερ, Στίβεν Γιούν, Μάικλ Γουίνκοτ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Xόιτε Φαν Χόιτεμα
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάικλ Έιμπελς
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tulip Entertainment
    Oύτε Καν

Το δεύτερο τη τάξει κινηματογραφικό (υπερ)θέαμα του φετινού καλοκαιριού - το πρώτο ήταν το «Top Gun:Maverick»- είναι μια ταινία που έχει μερικά πράγματα να πει για το ίδιο το θέαμα και τη σχέση μας μαζί του, ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο λειτουργεί αποτελεσματικότατα σαν ψυχαγωγικό roller coaster αγωνίας και τρόμου, στην παράδοση σχετικών σπιλμπεργκικών καταθέσεων.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Θυμάστε την τελευταία φορά που παρακολουθούσατε μια δαπανηρή στουντιακή παραγωγή μαζικού κοινού και είχε περάσει ήδη μία ώρα στο έργο και ακόμα δεν ήσασταν σίγουροι τι είναι αυτό που βλέπετε ή δεν γνωρίζατε τι σας περιμένει στην επόμενη σκηνή; Ούτε καν.

Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτό είναι το κλειδί της επιτυχίας της τρίτης ταινίας του Τζόρνταν Πιλ, του νέου Μίδα του αμερικανικού τρόμου. Για τους φαν ενός εμπορικού σινεμά μιας άλλης, πιο παλιομοδίτικης πια αντίληψης, ένα δεύτερο ατού είναι ότι η ταινία παίρνει τον χρόνο της. Υπάρχουν ανάσες, υπάρχει μια μεθοδικότητα και ένα build-up στο στήσιμο του set piece, υπάρχει ένας ηχητικός σχεδιασμός που κάνει τη μισή δουλειά – ο ήχος που συνοδεύει την ιπτάμενη απειλή, είναι ό,τι πιο ανατριχιαστικό έχουμε ακούσει σε σχετικό φιλμ από τον βρυχηθμό στο teaser του «Cloverfield». Aφήστε που το CGI υπηρετεί το σκηνοθετικό όραμα, αντί να αποτελεί εξ’ ολοκλήρου το «σκηνοθετικό» όραμα.

Αυτό που κάνει το «Ούτε Καν» του Τζόρνταν Πιλ μια τόσο αποτελεσματική άσκηση στο σασπένς και στο θέαμα, είναι ότι έχει πάρει μαθήματα από τους καλύτερους. Από τον παραγωγό Βαλ Λιούτον και τον Ζακ Τουρνέρ έχει πάρει την βασική αρχή ότι εκείνο που δεν φαίνεται είναι πιο τρομακτικό. Από τον Σπίλμπεργκ έχει δανειστεί την αίσθηση του δέους, που χτίζεται μέσω του build-up και των επιβλητικών κοντρ πλονζέ του διευθυντή φωτογραφίας Χόιτε Φαν Χόιτεμα, αλλά και τη δομή των «Σαγονιών του Καρχαρία» - ακόμα και ο χερτζοκικός auteur που υποδύεται ο καρατερίστας Μάικλ Γουίνκοτ δεν είναι τίποτε άλλο από τον Κουίντ του «Ούτε Καν». Κι από τον Χίτσκοκ θα υιοθετήσει το σαδομαζοχιστικό παιχνίδι με τις προσδοκίες του θεατή αλλά και το σχόλιο πάνω στο θέαμα και στη σχέση μας με αυτό.

Είναι εμφανής, σινεφιλικά καλοδεχούμενος και πλήρως αφομοιωμένος ο φόρος τιμής του Πιλ τόσο στους προαναφερθέντες δημιουργούς, όσο και γενικότερα στο σινεμά μιας άλλης εποχής. Στην ταινία του οι ήρωες κυνηγούν την τέλεια φωτογραφία της ουράνιας απειλής, που θα τους κάνει διάσημους. Το παραδοσιακό φιλμ πετυχαίνει εκείνο που το ψηφιακό μέσο αδυνατεί - άρα το αναλογικό και το χειροποίητο κερδίζουν στα σημεία το ψηφιακό- ο δημιουργός θα προσεγγίσει τον «ήλιο», αναζητώντας το κάτι παραπάνω, και θα χαθεί σαν τον Ίκαρο και τελικά είναι οι εργάτες του σινεμά, οι αφανείς ήρωες, εκείνοι που θα φτάσουν στο φώτο φίνις.

Πέραν όμως από το σχόλιο για τη φιλμοκατασκευή και την κινηματογραφική βιομηχανία, το φιλμ μοιάζει να αφουγκράζεται ένα εντελώς σημερινό και γενικό φαινόμενο. Οι περισσότεροι, εκούσια ή ακούσια, συνειδητά ή ασυνείδητα, αναζητούμε εκείνη τη φωτογραφία, εκείνο το post που θα διογκώσει την αποδοχή μας, που θα μας καταστήσει γνωστούς πέρα από τον κύκλο μας στη σοσιομιντιακή σφαίρα, που θα μας στείλει στην ελίτ των influencers. Ψάχνουμε τα 15.000 likes δημοσιότητας, για να παραφράσουμε τον Άντι Γουόρχολ. Ακόμα κι αν εντοπίσουμε αυτή την «τέλεια photo», τι θα έχουμε καταφέρει στο τέλος; Τι θα έχουμε αφήσει πίσω αναζητώντας τη;  *Spoiler alert* Στο φινάλε της ταινίας, η Έμεραλντ πετυχαίνει την τέλεια λήψη που τόσο κυνηγούσε, αλλά τελικά αδιαφορεί γι’ αυτή, στρέφεται σε εκείνο που χάθηκε στον δρόμο προς αυτό το «κατόρθωμα».    
Οπότε, σε μερίδα της αμερικανικής κριτικής που έγραψε ότι η νέα ταινία του Τζόρνταν Πιλ δεν είναι πολιτική, τους συνιστούμε να την ξαναδούν. Απλώς είναι σημειολογικά λιγότερο προφανής από τις προηγούμενες δουλειές του. Η άλλη διαφορά της είναι πως πρόκειται περισσότερο για ταινία σκηνοθέτη, παρά σεναριογράφου. Εδώ ο Πιλ προκρίνει το θέαμα και τη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ. Υπάρχουν, ασφαλώς, έξυπνοι σεναριακοί ελιγμοί, το αναφέραμε εμμέσως και στην εισαγωγή, αλλά η χαρακτηρολογία περνά σε δεύτερη μοίρα και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε χαρακτήρες και υποπλοκές αν υπάρχει, είναι περισσότερο θεματικός, παρά δραματουργικός. Να μια αδυναμία της ταινίας, η οποία αντισταθμίζεται από την αξιοθαύμαστη σιγουριά με την οποία ο Πιλ πιστεύει ότι σε κρατάει από το μανίκι και σε ταρακουνάει όποτε θέλει.

Κι έπειτα, είναι ωραίο να φεύγεις από το σινεμά και να έχεις πέντε πράγματα να συζητήσεις που δεν έχουν να κάνουν μόνο με το ποιoς ήταν αυτός ο τύπος που εμφανίστηκε μετά τα credits και τι σημαίνει αυτό για τις επόμενες ταινίες του franchise.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Oύτε Καν
  • Oύτε Καν