Ο Όρκος του Παμφίρ
Pamfir

«Παμφίρ» είναι το όνομα ενός πετρώματος, που μένει αόριστο στην περιγραφή του επώνυμου ήρωα. Μετά και το ντεμπούτο του Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σομπτσούκ μπορούμε να φανταστούμε κάτι σαν ακατέργαστο διαμάντι που ανακαλύφθηκε στα παραμεθόρια δάση της Δυτικής Ουκρανίας. Ή ένα ιριδίζον κράμα γκανγκστερικής ταινίας και κοινωνικού δράματος που στις αντανακλάσεις του διαγράφονται επαρχιακά ήθη, παγανιστικά μυστήρια και μια ιδέα για το μεγάλο σινεμά. Συμμετοχή στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα των 28ων Νυχτών Πρεμιέρας.
Με την ευκαιρία του τοπικού καρναβαλιού, ένας θηριώδης σκληροτράχηλος άντρας επιστρέφει στην Ουκρανία μετά από καιρό. Σκοπός του είναι να περάσει λίγο καιρό με την οικογένειά του, όμως μια απερίσκεπτη πράξη του γιου του θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον τοπικό γκάνγκστερ και το παραβατικό του παρελθόν.
«Ο Όρκος του Παμφίρ» αποτελεί μία πολύ απλή ιστορία από σπάνια πλέον πάστα, αφού στο γυαλιστερό της περιτύλιγμα φοράει σαν παράσημο το νταηλίκι και την ανδρική αξιοπρέπεια. Στέκεται κριτικά απέναντί τους για να αποκαλυφθεί στον πυρήνα μια βιβλικών διαστάσεων παραβολή για ένα ολόκληρο έθνος στις παραμονές της ρωσικής εισβολής, μέσα από το πρίσμα της καταγωγής, της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Παρότι απλό όμως, δεν αποτελεί το ευκολότερο ανάγνωσμα καθώς ζωντανεύει με μία πρωτότυπη κινηματογραφική γλώσσα, έναν άτυπο συνδυασμό ετερόκλιτων κινηματογραφικών ιδιωμάτων.
Σαν από ειρωνεία και λόγω του πολέμου που ξέσπασε στην Ουκρανία, το «Παμφίρ» έπρεπε να φυγαδευτεί από τη χώρα ώστε να κατορθώσουν οι δημιουργοί του να ολοκληρώσουν έγκαιρα το ηχητικό μοντάζ
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σoμπτσούκ θέτει ένα ερώτημα που έχει απαντηθεί ελάχιστες φορές στο παρελθόν: τι θα συνέβαινε αν συνδυάζαμε το σκληροπυρηνικό arthouse με την «ακόρεστα» saturated αισθητική των σύγχρονων βίντεο κλιπ; Κι αν συμπληρώναμε το arthouse με τις πιο κλασικές στιγμές από το σινεμά του ανατολικού μπλοκ και μία αεικίνητη κάμερα που αψηφά τους περιορισμούς του blocking; Βιδωμένος την περισσότερη ώρα πάνω στο steady, o φακός του παγιδεύει σε αψεγάδιαστα μονοπλάνα τα πιο φυσικά και αφύσικα χρώματα, τις εναλασσόμενες θερμοκρασίες και τις αναδυόμενες οσμές της φύσης που ξυπνά στην καρδιά του χειμώνα και μια μονολιθική ερμηνεία. Ο Ολεξάντρ Γιάντσεντιουκ, μια ανακάλυψη του σκηνοθέτη, είναι ο βράχος που χρειάζεται η ταινία για να σταθεί. Παίζει περισσότερο με το σώμα παρά με το πρόσωπο και την έκφραση. Είναι πιο πειστικός όταν απλά υπάρχει.
Κάποιες αναφορές, όπως ο Γιάντσο έρχονται αυτόματα στο μυαλό, άλλες όπως το «Έλα να δεις», που ακόμη κι αν δεν πέρασε απ' τις προθέσεις υπάρχει σίγουρα σφηνωμένο κάπου στα νουκλεοσώματα του «Παμφίρ», χρειάζεται ένας συνάδελφος για να στις υποδείξει (να 'σαι καλά ΘΠ). Τα πάντα όμως είναι φιλτραρισμένα από την ενιαία αισθητική που εφαρμόζει σαν μαγικό πέπλο ο Νικίτα Κουζμένκο, ένας διευθυντής φωτογραφίας που το βιογραφικό του δεν έχει μέχρι στιγμής άλλο φιλμ της προκοπής, αλλά θα σου βγάλει το μάτι με τις μουσικές συνεργασίες του (Post Malone, Rosalia, Cardi B για να ξεχωρίσουμε τα πάνω πάνω). Είναι ο άνθρωπος με όλες τις απαντήσεις κι ο καταλύτης που ενώνει το απαράμιλλο στυλ με την ουσία. Στη λογική του κάθε πλάνο έχει τη δική του ταυτότητα, μια ταυτότητα που συμπληρώνει το χαρακτήρα και την ψυχολογία του πρωταγωνιστή. Κι όσο το μάτι συνηθίζει και καταλαβαίνει από που έρχεται το μαγικό φως κάθε σκηνής, τόσο πιο απτή και έκδηλη γίνεται η σκηνοθετική μαεστρία και η καλλιτεχνική πληρότητας μιας αρχετυπικής σχεδόν μοντέρνας τραγωδίας.